Γυναίκες φόνισσες που συγκλόνισαν το πανελλήνιο - Η περίπτωση της Θεσπρωτίας!!!
Σας παρουσιάζουμε τέσσερα εγκλήματα γυναικών που συγκλόνισαν το πανελλήνιο:
Όταν η Κολιτσοπούλου γνώρισε τον Σγουρίδη όλα έδειχναν πως ένας μεγάλος έρωτας είχε μόλις γεννηθεί. Εκείνη ήταν παντρεμένη, με ένα παιδί, αλλά ο γάμος της ήταν προβληματικός. Τον τρόπο για να απαλλαγεί από τον άντρα της τον βρήκε στο ερωτικό πάθος που ένιωθε ο Σγουρίδης για εκείνη: του ζήτησε να τον σκοτώσει, ενώ τον απείλησε πως αν δεν το έκανε θα χώριζαν. Σάββατο 6 Νοεμβρίου 1982. Η Κάτια Κολιτσοπούλου επέστρεφε από το σπίτι των γωνιών του άντρα της με τον τετράχρονο γιο της Αλέξανδρο και τον σύζυγό της Χρήστο, όπου είχαν πάει για επίσκεψη. Φτάνοντας στο σπίτι στο Παγκράτι, η Κολιτσοπούλου δικαιολογήθηκε ότι ήθελε να ρίξει ένα Προπό και δεν πήγε μαζί τους. Ο σύζυγός της ανέβηκε με τον μικρό, και μόλις αυτός ξεκλείδωσε την πόρτα δέχτηκε ένα θανατηφόρο χτύπημα με μαχαίρι: ο 27χρονος (τότε) Γιάννης Σγουρίδης παραφυλούσε κρυμμένος μέσα στο διαμέρισμα. Το θύμα, αστυνομικός ο ίδιος, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Οι πρώτες υποθέσεις οδηγούσαν στην εκδοχή της ληστείας, παρ' ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης της κλειδαριάς. Αργότερα, στην ομολογία του, ο Σγουρίδης δεν άφησε κανένα περιθώριο για ερωτηματικά: ομολόγησε ότι το ερωτικό του πάθος για την Κολιτσοπούλου τον είχε οδηγήσει στο έγκλημα. Εκείνος ήταν ο δράστης και εκείνη η ηθική αυτουργός. Οι εφημερίδες της εποχής την είχαν αποκαλέσει «τίγρη του Παγκρατίου»... Το δικαστήριο επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης και στους δύο. Από την πρώτη στιγμή που βγήκε στη δημοσιότητα η υπόθεση Κολιτσοπούλου, βρήκε την υποστήριξη αρκετών γυναικείων οργανώσεων σε όλη την Ελλάδα. Πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις έξω από τα δικαστήρια και την Ασφάλεια, δόθηκαν διαλέξεις με θέμα τον σεξισμό στη Δικαιοσύνη και ήρθαν στην Αθήνα γνωστές για τους αγώνες τους φεμινίστριες από ευρωπαϊκές χώρες. Το αίτημά τους ήταν να αθωωθεί η Κολιτσοπούλου λόγω έλλειψης αποδείξεων για τη συνέργειά της στο έγκλημα.
Το 1970, η ταινία «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου -η πρώτη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη- σκάει σαν «βόμβα» στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή και χαράζει οριστικά τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον παλιό (του παραγωγού) και το νέο (του σκηνοθέτη-δημιουργού) ελληνικό κινηματογράφο. Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, ένα έγκλημα που είχε διαπραχθεί δύο χρόνια νωρίτερα σε ένα ηπειρώτικο χωριό και είχε προκαλέσει αίσθηση.
Το «Έγκλημα και Τιμωρία» φέρνει στη δημοσιότητα την υπόθεση αυτή, που πέρα από το «εγκληματολογικό» της ενδιαφέρον έμελλε να αλλάξει και τον ρου του… ελληνικού κινηματογράφου. Απρίλιος 1968. Ένας χρόνος από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της «21ης Απριλίου». Πολυνέρι Θεσπρωτίας. Ένα μικρό ορεινό χωριό, μερικά χιλιόμετρα από τα παραθαλάσσιους οικισμούς Πλαταριά και Σύβοτα. Η περιοχή όπου βρίσκεται ο οικισμός του Πολυνερίου κατοικείται από τον 4ο αιώνα π.Χ. (πρόκειται για τον οχυρωμένο οικισμό Κούτσι) και σύμφωνα με τους αρχαιολόγους είναι το μοναδικό παράδειγμα αρχαίου οικισμού στη Θεσπρωτία που εξακολουθεί να κατοικείται έως σήμερα. Το χωριό έχει λιγοστά σπίτια, κάτοικους λιγότερους από 120, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, καθώς οι περισσότεροι από τους νεότερους άνδρες, που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις ή στο εξωτερικό.
Σ’ αυτό το σκηνικό, στις 15 Απριλίου (Κυριακή των Βαίων) του 1968, η 45χρονη Λαμπρινή Πάντου από το Πολυνέρι φτάνει με τα πόδια στον Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς (που απέχει, περίπου, 8 χλμ.) για να προβεί σε μια σοβαρή καταγγελία. Υποστηρίζει πως ο κουνιάδος της Χαρίσης Πάντος 45 ετών, πατέρας τεσσάρων παιδιών, έχει εξαφανιστεί από το χωριό μυστηριωδώς ήδη από τις 5 του μηνός, χωρίς να έχει δώσει σημεία ζωής. Προσθέτει, μάλιστα, πως αν και η γυναίκα του Αγγελική, 40 ετών, επαναλαμβάνει πως έχει αναχωρήσει για τη Γερμανία (όπου ο Χαρ. Πάντος είχε πάει παλιότερα ως μετανάστης), η ίδια δεν το πιστεύει και υποθέτει βάσιμα πως έχει πέσει θύμα δολοφονίας, αφού φημολογείται πως η Αγγελική έχει ερωτικό δεσμό με τον 40χρονο αγροφύλακα και κάτοικο Πολυνερίου, Κώστα Τζώρτζη, παντρεμένο και πατέρα τριών παιδιών.
Οι αστυνομικοί αρχίζουν αμέσως τις έρευνες. Διαπιστώνεται πως την ημέρα της «εξαφάνισής» του, ο Χαρίσης Πάντος είχε διαμείνει σ’ ένα ξενοδοχείο των Ιωαννίνων και είχε εκδώσει με το όνομά του ένα εισιτήριο υπεραστικού λεωφορείου για την Αθήνα.
Επιπλέον, η Αγγελική Πάντου παρουσιάζει στους χωροφύλακες ένα γράμμα του άνδρα της, που είχε σταλεί σ’ αυτήν τις επίμαχες ημερομηνίες από τα Ιωάννινα. Στο γράμμα αυτό, ο Χαρ. Πάντος δήλωνε απερίφραστα πως αναχώρησε από το Πολυνέρι, προκειμένου να επιστρέψει στην Γερμανία. Οι αξιωματικοί που συμμετέχουν στην έρευνα κλονίζονται˙ δεν έχουν στα χέρια τους κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος της Αγγελικής Πάντου και του Κώστα Τζώρτζη. Μάλιστα, όπως σημείωναν ρεπορτάζ των εφημερίδων, η Αγγελική έλεγε στην Λαμπρινή πως «τον είχες φίλο τον άντρα μου και σου κακοφάνηκε που έφυγε, γι αυτό με κατηγορείς πως τον σκότωσα. Αλλά εγώ θα σε στείλω στο στρατοδικείο που με κατηγορείς».
Όμως, η Λαμπρινή επιμένει στις καταγγελίες της. «Ψάξτε, ψάξτε παντού, για όνομα του Θεού, η ψυχή μου το λέει πως τον χαλάσανε. Το έλεγα και στον μακαρίτη πως θα τον φάει η λυσσάρα η γυναίκα του» φέρεται να είπε στους χωροφύλακες, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων εκείνης της εποχής. Από τις νέες έρευνες που διενεργούνται προκύπτει πως πράγματι η Αγγ. Πάντου και ο Κ. Τζώρτζης είχαν από μακρού χρόνου ερωτικές σχέσεις, που γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι του Πολυνερίου και ίσως και ο ίδιος ο Χαρ. Πάντος!
Περαιτέρω, από τις έρευνες εξακριβώνεται πως:
- λίγες μέρες πριν, ο Χαρ. Πάντος είχε αποσύρει από τον τραπεζικό του λογαριασμό 15.000 δρχ. από τις οποίες τις 13.000 δρχ. είχε δώσει σε κάποιον συγχωριανό του, στον οποίο όφειλε το ποσό. Επομένως, είχε κρατήσει μόνον 2.000 δρχ. για ένα ταξίδι από το Πολυνέρι στην Ηγουμενίτσα και από εκεί στα Ιωάννινα, την Αθήνα και εν τέλει στην Γερμανία.
- από τις υπόλοιπες 30.000 δρχ. που ήταν κατατεθειμένες στην τράπεζα, δεν είχε αποσύρει -όπως συνήθιζε σε παρόμοιες περιπτώσεις- κάποιο επιπλέον ποσό για την οικογένειά του και την οικογένεια του αδελφού του (που είχε πεθάνει και φρόντιζε ο ίδιος), ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι πλησίαζαν οι γιορτές του Πάσχα και τα έξοδα των οικογενειών θα ήταν αυξημένα.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 2001, ο έμπορος δερμάτων του Βόλου Αχιλλέας Τέντας 58 χρόνων, δολοφονήθηκε μέσα στο ίδιο του το σπίτι στον Αλμυρό, από τον εραστή της συζύγου του Νικόλαο Κωτούλα.
Ο ίδιος και η Μαρία Τέντα εξαφάνισαν στη συνέχεια το πτώμα σε ένα πηγάδι της περιοχής. Το αυτοκίνητό του το άφησαν στο λιμάνι του Βόλου, για να φανεί ότι ο Τέντας έφυγε ταξίδι. Στη γερόντισσα πεθερά της που έμενε στο ίδιο σπίτι, είχε ρίξει υπνωτικό για να μην καταλάβει το παραμικρό. Η σύζυγος ατάραχη δήλωσε στην αστυνομία την εξαφάνισή του και το 'παιζε ανήσυχη στα δύο τους παιδιά, στους συγγενείς και στους φίλους. Όχι όμως και στο «Τούνελ». Στην αρχή αρνιόταν πεισματικά να γίνει εκπομπή αναζήτησης. Όταν όμως τα παιδιά της τέσσερις μήνες μετά, είδαν ότι δεν υπάρχουν ίχνη ζωής του πατέρα τους, την πίεσαν να φτάσουν στην εκπομπή που στάθηκε γι' αυτή και τον εραστή της, μοιραία! Εμφανίστηκε στην κάμερα σαν τελευταία μάρτυρας που είδε τον αγνοούμενο. Η ταραχή της, η αγωνία της και το παίξιμο της θεατρίνας, έγιναν αμέσως αντιληπτά από την Αγγελική Νικολούλη. Ο ήχος που εμπόδιζε το λόγο της και είχε καταγραφεί στην κάμερα, προερχόταν από το χέρι της μέσα στην τσέπη της που έσκιζε το μαντήλι! Πριν καν γίνει η εκπομπή η δημοσιογράφος ήταν σίγουρη ότι η σύζυγος ευθυνόταν για την εξαφάνιση του Τέντα. Έδωσε στις Αρχές τα στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της εκπομπής για τις ύποπτες κινήσεις του παράνομου ζευγαριού τη νύχτα της δολοφονίας. Μάρτυρας πρόσεξε το μπάζωμα του πηγαδιού μετά την εξαφάνιση και μίλησε στο «Τούνελ». Λίγες ώρες μετά το τέλος της αποκαλυπτικής εκπομπής, οι αστυνομικοί συνέλαβαν το ζευγάρι που θορυβημένο από την έρευνα, συναντήθηκε χωρίς προφυλάξεις μέσα στη νύχτα. Ομολόγησαν το φρικιαστικό τους έγκλημα μετά από μέρες. Καταδικάστηκαν και οι δυο σε ισόβια κάθειρξη πρωτοδίκως. Την ίδια ποινή διατήρησε και το δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο. Τον Οκτώβριο του 2010 η Τέντα παρουσιάστηκε στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, το οποίο ακύρωσε την καταδίκη της ισόβιας κάθειρξης, κάνοντας δεκτό τον ισχυρισμό του συνηγόρου της για απλή συνέργεια στη δολοφονία του συζύγου της και όχι για συναυτουργία, όπως ήταν η αρχική κατηγορία. Της επιβλήθηκε κάθειρξη 21 χρόνων. Έχει εκτίσει ήδη τα 3/5 της ποινής της. (anikolouli.gr)
Δημοσίευμα της εποχής από το ΒΗΜΑ:
Δεν ήταν τυπική. Δεν ήταν συνήθης. Δεν καθορίστηκε από τα κλισέ που χρησιμοποιούν οι ποινικολόγοι. «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει». Ηταν οι πρώτες της φράσεις. Τα πρώτα λόγια της απολογίας της. Ετσι έχουν καταγραφεί. Η αιτιολόγηση του εγκλήματός της κράτησε εννιά ώρες. Χρόνος λίγος για να ξετυλίξει το πάθος της, την κορύφωσή του και το τέλος. Ο ανακριτής προσπάθησε να καταλάβει και να εκμαιεύσει. Να βοηθήσει για να μπει μια τάξη στη σκέψη της, για να αποκαλυφθούν γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου, μια γυναίκα της διπλανής πόρτας ως τα χθες, σήμερα έχει υπερβεί το όριο. Εχει σκοτώσει. Τον «επίγειο θεό της», λέει η ίδια, πιστή σε μια εικόνα του εαυτού της και του άλλου που μόνο εκείνη κατασκεύασε και μόνο εκείνη έχει βιώσει. Η απολογία της εξομολόγηση. Εξομολόγηση και κατάδυση στην άβυσσο της ψυχής της. Μιλούσε η ίδια και η «μικρή φωνούλα», όπως αποκάλεσε τη συνείδησή της. Για τον ιερωμένο που ήταν γι' αυτήν το κρυφό αντικείμενο του πόθου της. Που υπήρξε γι' αυτήν τα πάντα. Χωρίς αυτόν η ύπαρξή της δεν είχε νόημα.
Με ένα λόγο παραληρηματικό, χειμαρρώδη η δράστις της δολοφονίας που μοιάζει (είναι όμως;) έγκλημα εκδίκησης προσπάθησε να αιτιολογήσει τον φόνο. Τον φόνο του προσώπου που αγάπησε και συνεχίζει, όπως λέει, να αγαπά, ως τη σκληρότερη τιμωρία που επέβαλε η ίδια στον εαυτό της. «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου», διερωτάται στην απολογία της δίνοντας εμμέσως την απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν προτίμησε να θέσει τέλος στη ζωή της αλλά να στερήσει τη ζωή σε εκείνον.
Η έλλειψή του, τη απουσία του είναι γι' αυτήν η βαρύτερη τιμωρία. Η μετάνοιά της και οι τύψεις της αδυσώπητες. Για τον φόνο, για την προδοσία τη δική της προς τον άντρα της και το παιδί της, για την εγκατάλειψή της από τον εραστή, για όσα έζησε και δεν έζησε. Ολα ξεκίνησαν τυχαία. Δεν ήταν θρήσκα, δεν ήταν θεούσα. Είχε να εξομολογηθεί από τα 13 της χρόνια. Πήρε την απόφαση να πάει στον εξομολογητή μετά από 20 χρόνια. Πήγε στον Ανθιμο Ελευθεριάδη, τον αρχιμανδρίτη με τον σαγηνευτικό λόγο που γοήτευε τους συνομιλητές του και το ποίμνιο.
Μαγεύτηκε. Σαν μαγνήτης την τράβηξε κοντά του. Πήγε και ξαναπήγε. Εγινε ο πνευματικός της. Τον θαύμαζε. Δεν έκρυβε τον θαυμασμό της ούτε από τον σύζυγό της. Ηταν ακόμη η αρχή. Πέρασαν έτσι δύο μήνες. Ο έρωτας ακόμη δεν είχε εμφανιστεί. Δεν είχε κυριαρχήσει, δεν είχε επιβληθεί στη σχέση τους. Μια μέρα, έτσι περιγράφει τις καταστάσεις και τα αισθήματα στην απολογία της, ο Ανθιμος την κάλεσε στο σπίτι του. Πήγε χωρίς επιφύλαξη. Μίλησαν για πολλά. Πνευματικά και άλλα. Της πρότεινε να «της διδάξει τον έρωτα». Κι εκείνη δέχθηκε. Τον φίλησε χωρίς να λογαριάσει την ανάσα της και τον χρόνο. Για ένα τέταρτο!
Ο δρόμος για τον έρωτα ήταν πια ελεύθερος. Είχε διάρκεια και πάθος. Πάθος ασύνορο. Οταν όλα τέλειωσαν αισθάνθηκε τύψεις. Πήγε στην εκκλησία. Και εξομολογήθηκε στον Ανθιμο για ό,τι μαζί του έζησε! Σύννους αυτός προβληματίστηκε. Απέδωσε τα πάντα «στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης». Η φράση του λειτούργησε σαν καταλύτης. Απελευθέρωσε και τους δύο. Η σχέση πια, καθαρά ερωτική, συνεχίστηκε με συχνότητα και πάθος. Οι επαφές τούς απογείωναν. Τρεις και τέσσερις φορές την εβδομάδα. Και ώρες μαζί. Πάθος ασύνορο. Βίωνε, όπως λέει, την απόλυτη ταύτιση. Την απόλυτη λατρεία, το πάθος. Ζούσε γι' αυτόν. Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Τα χρήματά της στη διάθεσή του· οι αρχές της, τα πιστεύω της, η οικογένειά της. Οι ερωτικές συνευρέσεις μυσταγωγία. Ετσι περιγράφονται και έτσι αισθανόταν η ίδια. Ηταν ο Θεός της. Ο αντιπρόσωπός του επί της Γης. Αλλωστε και ο ίδιος της είχε πει «να είναι η Φοίβη του και να τον διακονεί όπως η Φοίβη τον Αγιο Παύλο».
Διακονία ψυχή τε και σώματι. Σε μια σχέση που αποδιοργάνωσε το είναι της. Μια σχέση που απέβη ολέθρια για την οικογένειά της και μοιραία για τη ζωή του ιερωμένου. Το πάθος της γι' αυτόν δυνάμωνε και ορμητικά παρέσυρε τα πάντα. Τον ήθελε μόνο για κείνη. Απόλυτα. Να ζει γι' αυτήν. Και αυτός δεν το μπόρεσε. Φρόντισε να ξεκόψει. Εφυγε για το Λονδίνο το 1995. Είχε μεσολαβήσει η απόλυσή του από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο, που αποφάσισε να εκδιώξει τον Ανθιμο από την εκκλησία του Παλαιού Φαλήρου. Οι λόγοι της αποπομπής δεν έχουν διευκρινιστεί. Οικονομικές ατασθαλίες λένε πολλοί και ερωτικές περιπτύξεις στον χώρο της εκκλησίας ισχυρίζονται άλλοι. Η Γιαννακοπούλου δεν ήξερε. Ούτε την αφορούσε να ξέρει. Της αρκούσε η ύπαρξή του. Δεν νοιαζόταν για τις δραστηριότητές του.
Ο Ανθιμος λοιπόν στο Λονδίνο. Το πρώτο σοκ. Στην απολογία της παραδέχθηκε πως πήγαινε αυθημερόν και ερχόταν στη βρετανική πρωτεύουσα για να τον βλέπει. Το πρωί έφευγε και το βράδυ γύριζε για να μην υποψιαστεί τίποτε ο άντρας της. Τον επισκέφθηκε πολλές φορές. Μερικές φορές και περισσότερες ημέρες· δύο και τρεις. Διαισθάνθηκε πως κάτι είχε αλλάξει. Ο «πατέρας Ανθιμος», όπως τον αποκαλεί, δεν την έβλεπε όπως πριν. Δεν την ήθελε όπως πρώτα. Κάποιες φορές έδειχνε κουρασμένος, απόμακρος και αδιάφορος.
Και όσο περνούσε ο καιρός την απέφευγε. Εβρισκε δικαιολογίες για να μην τον δει. Η αίσθηση ότι τον χάνει την τρέλαινε. «Πονούσα και υπέφερα», λέει. Η ζωή της δεν είχε κανένα νόημα. Αισθάνθηκε μόνη. Προδομένη. Ενιωσε πως έδωσε πάρα πολλά και βρέθηκε χωρίς ανταπόδοση. Το όραμα που είχε πιστέψει κατέρρεε. Και σκέφθηκε να τον εκδικηθεί. Τότε, όπως ισχυρίζεται, άρχισε να μαγνητοφωνεί τις ερωτικές τους συνευρέσεις. Δεκάδες τα πειστήρια της σχέσης τους στον ανακριτή. Η σκέψη να βρει όπλο ωρίμασε εφέτος τον χειμώνα, μετά τον Σεπτέμβριο του 1996, όταν έμαθε πως ήρθε ο Ανθιμος να ψηφίσει και δεν της τηλεφώνησε. Τότε κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Ενοχλητικά προσπάθησε να εξασφαλίσει γέφυρα επικοινωνίας και αντιμετώπισε άρνηση. Αρνηση και σκληρότητα πολλές φορές, όπως λέει. Βρήκε όπλο. Και πήγε στο σπίτι του, μόλις έμαθε πως βρίσκεται στην Αθήνα. Πήγε για να «βρεθούν ξανά. Για να επικοινωνήσουν. Για να τον κερδίσει».
Ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε να τον βρει. Εβαλε στην τσάντα της και το πιστόλι. Η διήγησή της στον ανακριτή για τον φόνο δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ούτε για την ίδια ούτε για τον έμπειρο δικαστικό. Να όμως πώς περιγράφει η Γιαννακοπούλου τη μοιραία συνάντηση. «Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Ελεγα: Τι πάω να κάνω; Εβγαζα κι έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Χωρίς να ξέρω τι θέλω». Μόλις τον είδε προσπάθησε να του μιλήσει. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια και της γύρισε την πλάτη. Εβγαλε το περίστροφο. Τράβηξε τη σκανδάλη. Πυροβόλησε «ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε άλλες σφαίρες».
Ισως να ζούσε ο Ανθιμος Ελευθεριάδης, σχολίασε δικαστικός, αν δεν της γύριζε εκείνη τη στιγμή την πλάτη. Αυτή η κίνησή του «της όπλισε» το χέρι. Ηταν αυτό που έκανε το «κλικ» στο μυαλό της και στο χέρι της. Φόνος. Φόνος από πρόθεση με όλες τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Η δικαιοσύνη έχει τον λόγο: η Θέμις και οι ειδικοί που θα κληθούν να φωτίσουν τις σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητάς της και να αιτιολογήσουν την πράξη της. Η «εξομολόγηση» στον ανακριτή
Σαν στο σινεμά. Μια γυναίκα κρατώντας ένα περίστροφο σκοτώνει έναν ιερωμένο. Εναν αρχιμανδρίτη· τον εραστή της. Τον επίγειο θεό της, όπως δηλώνει μετά τον φόνο. Μετανιωμένη απολογείται. Η Κάτια Γιαννακοπούλου προκαλεί το ενδιαφέρον μας. Μας προβληματίζει. Ερχεται να μας θυμίσει το «άβυσσος η ανθρώπινη ψυχή». Η δικαιοσύνη θα κρίνει την πράξη της, που έτσι κι αλλιώς είναι και φρικτή και άδικη. «Το Βήμα» προσπαθεί να φωτίσει τη σχέση της με το θύμα, να φωτίσει το έγκλημά της που συγκλόνισε. Την ιστορία όπου η ίδια θέλησε να γράψει το τέλος.
Στο ρεπορτάζ που ακολουθεί αποκαλύπτουμε την απολογία της, τι η ίδια «εξομολογήθηκε» στον ανακριτή, πώς περιέγραψε το πάθος της για τον εξομολογητή της. Τον άνθρωπο που γοήτευε όσους τον γνώριζαν. Τον αρχιμανδρίτη Ανθιμο Ελευθεριάδη. Το θύμα του δράματος. Θύτης και θύμα, ρόλοι που η οριοθέτησή τους πολλές φορές είναι δύσκολη. Η Κάτια Γιαννακοπούλου, η δολοφόνος, διηγήθηκε σε 27 σελίδες την ιστορία της. Και ο ανακριτής προσπάθησε να καταλάβει την ψυχή της και να ερμηνεύσει την πράξη της. Αψογος ο τρόπος της ανάκρισης, είπε ο συνήγορός της κ. Α. Κατσαντώνης μετά την απολογία της.
Μια ιστορία έρωτα και πάθους; Μια ιστορία εκδίκησης ή όλα αυτά μαζί; Σίγουρα μια ιστορία με ελπίδες, όνειρα, διαψεύσεις, απογοητεύσεις και άδικο τέλος. Και για τους δύο. Και μια λεπτομέρεια: την περούκα που φορούσε η Γιαννακοπούλου όταν συνελήφθη την φορούσε πάντα όταν επισκεπτόταν στο σπίτι του τον ιερωμένο εραστή της. Ο ίδιος την είχε αγοράσει. Για να κρύβεται, να μην τη γνωρίσει κανείς. Μια σχέση στο σκοτάδι που ήρθε στο φως με το «κλικ» της κάννης ενός περιστρόφου. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου
Γυναίκα της διπλανής πόρτας η Κάτια Γιαννακοπούλου. Καθημερινή, «φάτσα» οικεία, μια γυναίκα όχι όμορφη αλλά με «τύπο», όπως σχολίασε κάποιος περίεργος έξω από το γραφείο του ανακριτή. Σαν τις χιλιάδες που ζουν και κυκλοφορούν σε αυτή την πόλη. Βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και στην επικαιρότητα για ένα φόνο. Σκότωσε τον εραστή της. Το πάθος της ζωής της. Εκείνον που λέει πως λάτρεψε. Δολοφόνησε τον αρχιμανδρίτη Ανθιμο Ελευθεριάδη. Μιλάει γι' αυτόν και για την ίδια ασυνήθιστα. Εντυπωσιάζει πολλούς, προβληματίζει άλλους. Και ο ανακριτής δεν έμεινε αδιάφορος.
Γιατί η Γιαννακοπούλου δεν είναι η «κλασική» δολοφόνος. Οσοι την γνώρισαν τώρα στη δικαστική της περιπέτεια έκπληκτοι διαπιστώνουν ότι αρθρώνει ένα λόγο «υψηλού επιπέδου», ότι είναι «διαβασμένη» και ας έχει γραμματικές γνώσεις του γυμνασίου και μιας ιδιωτικής σχολής λογιστικής. Είναι οξύνους και ιδιόρρυθμη. Ζει μια δική της πραγματικότητα. Είναι ιδεοληπτική εγκληματίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο καθηγητής της εγκληματολογίας κ. Γ. Πανούσης από τον οποίο ζητήσαμε να «σκιτσάρει» το πορτρέτο της. Ανήκει σε αυτούς που από ιδεοληψία θρησκευτική ή άλλη αποκτούν εμμονές.
Το ερωτικό στοιχείο στην περίπτωσή της, κατά τον κ. Πανούση, είναι θολό. Δεν είναι το κυρίαρχο. «Μπαίνει από το παράθυρο στη σχέση τους», σχολιάζει. Η ψυχοσύνθεσή της είναι που τα καθορίζει όλα. Στο πρόσωπο του ιερωμένου βλέπει τα πάντα. Τον σκοτώνει όταν η ιδεοληψία της καταρρέει και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Σκοτώνει από εκδίκηση ή από απελπισία; ρωτάμε τον συνήγορό της, έμπειρο ποινικολόγο, κ. Α. Κατσαντώνη. «Από απελπισία», δηλώνει χωρίς περιστροφές.
Απελπισία γιατί την εγκατέλειψε. Γιατί τα έχανε όλα. Γιατί αισθανόταν πως είχε προδοθεί και είχε προδώσει. Και φως πουθενά. Ετσι νόμιζε. Τρελή βέβαια δεν είναι. Εχει συνείδηση της πράξης της και της κατάστασής της. Αυτό δεν αποκλείει, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, να είναι διαταραγμένος ο ψυχικός της κόσμος. Η προσωπικότητά της, όμως, ο τρόπος που σκότωσε και η συμπεριφορά της αμέσως μετά είναι στοιχεία που προκαλούν το ενδιαφέρον ειδικών και μη. Ετσι κι αλλιώς πάντως η ιστορία είναι πρωτόγνωρη. Σκοτώνει μια γυναίκα. Και σκοτώνει τον εραστή της. Εναν αρχιμανδρίτη. Η γοητεία του ράσου, η αίσθηση της αμαρτίας, του παράνομου, του απαγορευμένου στο απόγειό της.
Ο απόλυτος έρωτας, το πάθος, η εγκατάλειψη, η απογοήτευση, οι ενοχές, οι τύψεις, η απελπισία και ο θάνατος. Ο φόνος. Η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Και το παζλ συμπληρώνει ένας αξιοπρεπής σύζυγος, ένα παιδί που προσπαθεί να καταλάβει (αλήθεια, θα μπορέσει;) και η δικαιοσύνη που καλείται να τα σταθμίσει όλα αυτά, να αποκαθάρει τα πάθη και τα μίση για να επέλθει η κάθαρση.