Τα "πανηγύρια" των Αλβανοτσάμηδων στην Παραμυθιά στις 28 Οκτωβρίου 1940

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023

 
Λίγες μέρες προ του πολέμου του 1940, οι Αλβανοτσάμηδες άφηναν να τους ξεφεύγουν λόγια ότι, «θα ’ρθει ο Ιταλός».

Οι διαβόητος λήσταρχος ΝΤΑΟΥΤ ΧΟΤΖΑΣ εκινείτο για την προετοιμασία ενεργειών στα μετόπισθεν, που θα διευκόλυναν την ιταλική προέλαση. Καταγόταν από το χωριό Δραγούμη (νυν Ζερβοχώρι) και ήταν λήσταρχος, συναρχηγός συμμορίας με τον χριστιανό συγχωριανό του, Κ.Σ, βαρύνονταν δε με παντοειδή αδικήματα και είχε επικηρυχθεί με το κολοσσιαίο για την εποχή εκείνη ποσό των 500.000 δραχμών. Οι Ιταλοί τον προσεταιρίσθησαν και άρχισε να εργάζεται για την Αλβανία, τότε δε, ήρθε σε ρήξη με τον συναρχηγό του, Κ.Σ, ο οποίος παρά τον ληστρικό βίο διατηρεί ακμαία τα εθνικά φρονήματα.

Ο μεν Νταούτ Χότζας αναγκάστηκε διωκόμενος να καταφύγει στην Αλβανία, ο δε Σ. εγκατέλειψε την Ελλάδα και κατέφυγε στην Αμερική, όπου εργάστηκε πλέον τίμια και ευσυνείδητα, απέκτησε οικογένεια και αρκετή περιουσία και πέθανε στα βαθιά γεράματα προ μερικών ετών.

Οι ληστές Τ-Μ και Ν.Κ κινήθηκαν κατά των υπολειμμάτων της συμμορίας του Νταούτ από το 1924 και εντός του έτους, με την στήριξη και του Η.Σ, αδελφό του Κ.Σ ο οποίος ζει ήσυχα και έντιμα στο σπίτι του, την ανοχή των αστυνομικών αρχών, την εξολόθρευσαν τελείως, σκοτώνοντας τον υπαρχηγό του Νταούτ, Αζίζ Λιούλη από το Ζερβοχώρι και άλλους 5 Αλβανοτσάμηδες ληστές, έφεραν δε στην Παραμυθιά τα 6 κεφάλια και τον 7ο συμμορίτη αιχμάλωτο, καθώς είχε τραυματιστεί στα πόδια.

Τα κεφάλια εκτέθηκαν σε κοινή θέα στο καλαμποκοπάζαρο της Παραμυθιάς, και η συμμορία Τ-Μ παραδόθηκε στις αρχές λαμβάνοντας αμνηστία. Τον Αζίζ Λιούλη σκότωσε ο ίδιος ο Η.Σ με το όπλο του, Μάνλιχερ (το οποίο ουδέποτε παρέδωσε), ο ίδιος δε τραυμάτισε στο πόδι τον αιχμάλωτο, για να μην ξεφύγει στην διάρκεια της συμπλοκής.



Ήδη την παραμονή του πολέμου του 1940, ο Νταούτ Χότζας και ο Μελέκ Σιάνης είχαν εισχωρήσει κρυφά στο ελληνικό έδαφος, όπως διέδιδε ο ελληνοχριστιανικός πληθυσμός. Κατά το 1950, οι Η.Σ και ο πρόεδρος της κοινότητας, Δημ. Μαραζόπουλος, με διαβεβαίωσαν ότι η φήμη ήταν καθ’ όλα ακριβής.

Ο Νταούτ είχε εγκατασταθεί κοντά στην ελληνική μεθόριο, για να εισέρχεται εύκολα στην Ελλάδα, αλλά, ως κακοποιό στοιχείο, ήρθε σε ρήξη με τους ομόθρησκούς του Αλβανούς, που για προσωπικούς λόγους τον σκότωσαν. Μην μπορώντας να μείνουν άλλο στην Αλβανία, αφού ο Νταούτ ήταν προστατευόμενος των αλβανικών και ιταλικών αρχών, του έκοψαν το κεφάλι, ήρθαν στην Ελλάδα όπου ζήτησαν άσυλο και την είσπραξη της επικήρυξης. Οι Ελληνικές αρχές τότε μετέφεραν στα σύνορα τους Χ.Ο, κάτοικο Γλυκής και τον γνωστό μας Η.Σ, κάτοικο Ζερβοχωρίου. Τους συνόδευε αξιωματικός της Χωροφυλακής, νομίζω ο κ. Χριστινάκης. Αυτοί επιβεβαίωσαν ότι η κεφαλή ανήκε στον Νταούτ Χότζα, ληστή, επικηρυγμένο, βαρυνόμενο με 35 φόνους, στους οποίους και ομοθρήσκων του, με ληστείες, απαγωγές και ο οποίος είχε καταφύγει από το 1924 στην Αλβανία.

Την υπόθεση «Του μεγάλου πατριώτη Νταούτ Χότζα», η αλβανική εφημερίδα «Τομόρι», το επίσημο ιταλικό πρακτορείο «Ντε Στέφανι», ο ιταλικός τύπος και οι διπλωματική αντιπρόσωποι Ιταλίας και Αλβανίας έκαναν μυθιστόρημα και σ’ αυτό βάσισαν την ψυχολογική προετοιμασία της κατά της Ελλάδας φασιστικής επίθεσης καθώς και την εν γένει ανθελληνική εκστρατεία…

Η ελληνική κυβέρνηση και το Αθηναϊκό πρακτορείο κατέρριψαν τα περί Νταούτ αλβανο-ιταλικά ψεύδη, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται περί κοινού κακοποιού, δολοφονημένος στην Αλβανία για λόγους εκδίκησης και όχι στην Ελλάδα από τις ελληνικές αρχές για τις πατριωτικές του, όπως έλεγαν οι Αλβανο-Ιταλοί, ενέργειες.

Παρ’ όλα αυτά, οι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας μεταβίβασαν και άλλες ψευδολογίες που δημοσιεύθηκαν στις αλβανικές και ιταλικές εφημερίδες και μεταδόθηκαν από το ραδιόφωνο των Τιράνων. Ότι δήθεν γίνονταν καταπιέσεις και φόνοι Αλβανών στην Παραμυθιά, Καρβουνάρι και Μαζαράκι. Ο Παραμυθιώτης έμπορος Ριζά Κάλης παρουσιάστηκε ως δολοφονημένος, ενώ εργαζόταν στο κατάστημά του και μικρό καπνοεργοστάσιο της Παραμυθιάς και το ίδιο καλοκαίρι του μάθαινα τις 4 πράξεις της αριθμητικής, χάρη των εργασιών του.

Οι ελληνικές αρχές προέβησαν εις την διάψευση, επί πλέον δε, συνέλαβαν τον Ριζά Κάλη και τον μετέφεραν βιαίως στον ραδιοφωνικό μας σταθμό, όπου τον υποχρέωσαν να μιλήσει προς απόδειξη των ψευδολογιών. Χαρακτηριστικό του θράσους των Αλβανών είναι ότι κατήγγειλαν φόνους στο Καρβουνάρι, ενώ στο χωριό αυτό είχε να γίνει φόνος από το 1906, από τουρκοκρατίας δηλαδή, όταν ο αδελφός του Τεφήκ Κεμάλ, με την προτροπή του πατέρα του, σκότωσε την μητέρα του, το γένος Ζεϊνέλ, για λόγους τιμής. Επτά έτη δηλαδή, πριν η Ήπειρος γίνει ελληνική.

Νεαροί τσάμηδες δραπέτες από την Ελλάδα εντάχθηκαν στην υπό τον Γασίν Σαντήκ συμμορία και χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί και ένοπλοι συμπαραστάτες του εισβολέα, πλαισιώνοντας την ίδια την μεραρχία ΣΙΕΝΑ (Ελληνική Λευκή Βίβλο και Χαρα. Κατσιμήτρου «Ήπειρος Προμαχούσα»).
Την επέκταση των αλβανικών συνόρων προς Τσαμουριά, ήτοι μέχρι και της πεδιάδας του Φαναρίου Θεσπρωτίας, υποσχέθηκε στους Αλβανούς ο Ιταλός στρατάρχης Μποντόλιο, την 25η Ιουνίου 1939. Αναφορές των Ελλήνων πρακτόρων στην Αλβανία, διαταγές ιταλικών μονάδων και απομνημονεύματα Ιταλών αξιωματικών περιγράφουν την ευρεία χρησιμοποίηση των Αλβανοτσάμηδων.

Οι πυρπολήσεις στην Ηγουμενίτσα κατά την κατάληψή της από τις ιταλικές δυνάμεις, τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι βιαιότητες, λεηλασίες, φόνοι, αποδίδονται στις αλβανικές συμμορίες, αποτελούμενες από τρία σώματα των 600 ανδρών και αποτελούμενες από μερικούς εξωμότες της Θεσπρωτίας (Αλβανοτσάμηδες) και Αλβανούς, από την περιοχή Κουρβελεσίου, είχαν μισθό 300 αλβανικών φράγκων ή λεκ. Ένα λεκ ισούνταν με 7 δραχμές κατά το 1940.

Στο χωριό Λεπτοκαρυά, ο Αθανάσιος Νικολαΐδης, απεσταλμένος του επιτελάρχη Λαλαούνη Β., διοικητή της VΙΙΙ ομάδας αναγνώρισης, ψάχνοντας έγγραφα των άταφων Ιταλών νεκρών που βρίσκονταν στην θέση Ντούπιανη (μεταξύ Βρουσίνας-Λεπτοκαρυάς-Ρεβενής), βρήκε έναν Αλβανό νεκρό, ντυμένο με λευκά σαλβάρια, φέροντα μπόγο πλήρη τιμαλφών, αποτέλεσμα ασφαλώς της ένδοξης δράσης του κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατά τους Αλβανούς, είναι ακατανόητες χωρίς το πατροπαράδοτο γι’ αυτούς «πλιάτσικο».

Εντός της πόλης των Φιλιατών, η δράση των Αλβανών ήταν τέτοια που οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να αφοπλίσουν πολλούς εξ αυτών (απομνημονεύματα Ιταλών αξιωματικών στην εφημερίδα «Θεσπρωτικά Νέα»).

Κατά την πρώτη φάση του πολέμου, κατά την οποία οι Ιταλοί έφτασαν και πέρα του ποταμού Καλαμά, επέδειξαν την προδοτική τους στάση οι Ντεμάτες και ο Χατζή Σέϊκος, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία των Αλβανοτσάμηδων φασιστών της πόλης των Φιλιατών.

Το σύνταγμα του Γιασίν Σαντήκ έλαβε μέρος στον κατά της Ελλάδας πόλεμο, στον παραλιακό τομέα με δύο τάγματά του, που ήταν μάλλον πολυάριθμη ληστρική συμμορία παρά στρατός. Οι συμμορίες αυτές τελούν υπό την αρχηγία του Ντέμο Χαμήτ με δράση κατά μήκος της παραλίας, και του Χουσεϊν Χαϋρουλά με δράση κάπως ενδότερα, προς την περιοχή της Σκάλας Φιλιατών. Οργίασαν λοιπόν τα τάγματα του Γιασίν Σαντήκ στις περιοχές της Ηγουμενίτσας και Σκάλας Φιλιατών, όπου συν τοις άλλοις έκαψαν και την οικία του Αντώνη Γκατζώνη, οδηγού των ελληνικών στρατευμάτων, του οποίου είχαν λεηλατηθεί και δύο καταστήματα στις Φιλιάτες κατά την πρώτη ιταλική κατοχή της Ηπείρου το 1917, ο δε Γκατζώνης, μετά και την νέα λεηλασία από τον Χουσεϊν Χαϋρουλά, περιήλθε εις την έσχατη ένδεια και μέχρι τον θάνατό του έζησε μεροκαματιάρης όπου έβρισκε ένα κομμάτι ψωμί.

Την 6η Νοεμβρίου 1940, ιταλικό σύνταγμα προέλασε προς το χωριό Δράγανη Παραμυθιάς (νυν Αμπελιά) και είχε οδηγό τον Βεήπ Μούχον από το Νικολίτσι, ντυμένο με ιταλική στολή και οπλισμένο με ιταλικό μουσκέτο. Κατά την εκ Σενεμηρίζης και Νικολιτσίου διέλευσή του, το σύνταγμα αυτό ενισχύθηκε και από άλλους Αλβανούς, οι οποίοι το ακολούθησαν και κατά την οπισθοχώρηση.

Την 7η Νοεμβρίου 1940 και αφού καλώς, ή κακώς, οι υπό τον στρατηγό Λιούμπαν ελληνικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν πέρα του Αχέροντα, η δε χωροφυλακή και οι δημόσιες αρχές είχαν εκκενώσει την επαρχία πλην των σταθμών χωροφυλακής Κερασόβου και Βλαχωρίου, του οποίου εμπόδισε να φύγουν το απόσπασμα Τσακαλώτου, ο οποίος μάλιστα παρ’ ολίγον να τουφεκίσει τον σταθμάρχη Βλαχωρίου, Γούδα, για εγκατάλειψη θέσης ενώπιον του εχθρού, ενώ ο Γούδας ακολουθούσε την εντολή των προϊσταμένων του.

Η VIII Μεραρχία Ηπείρου, προς κάλυψη του πλευρού της, που κακώς είχε μείνει ακάλυπτο, απέστειλε μονάδα δύναμης τάγματος στην Σκάλα Παραμυθιάς, υπό τον αντισυνταγματάρχη Προεστάκην, αν ενθυμούμαι καλώς. Αλλιώς ο εχθρός μπορούσε να προελάσει επί της ημιονικής οδού Παραμυθιάς-Ιωαννίνων, της βασικότερης τότε οδικής αρτηρίας στην δυτική Ήπειρο.

Κατά τις 8 το βράδυ, μπήκε στην κωμόπολη της Παραμυθιάς εχθρικό αναγνωριστικό απόσπασμα δύναμης 80 ανδρών, προερχόμενο από την Δράγανη, όπου είχαν ήδη φτάσει σημαντικές εχθρικές δυνάμεις που είχαν χάσει κάθε επαφή με τα ελληνικά τμήματα, χωρίς σημαντική μάχη. Δεν τολμούσαν να επιχειρήσουν προέλαση, διότι η μεν VIII Μεραρχία κρατούσε τις θέσεις σθεναρά, καταφέρνοντας καίρια πλήγματα κατά των επιτιθέμενων Ιταλών, τόσο στο Γκραμπάλα, όσο και στον Καλαμά (τομέας Ρεπετίστης), ενώ στην Πίνδο για την μεραρχία Τζούλια άρχισαν οι μαύρες μέρες, που κατέληξαν μετά από τετραήμερο στην πλήρη διάλυσή της. Έμειναν λοιπόν οι Ιταλοί εν αναμονή εξελίξεων, αντί να επιτεθούν ταχέως προς την κατεύθυνση της Πρέβεζας, πριν το 6ο Σύνταγμα Κορίνθου οργανώσει αμυντικά την διάβαση Μποντάρι.

Έστειλαν όμως αναγνωριστικές περιπόλους, εκ των οποίων η μία εισήλθε στην Παραμυθιά. Οδηγοί του αναγνωριστικού αυτού αποσπάσματος ήταν Αλβανοί, ανάμεσά του δύο πρώην ληστές Μελέκ Σιάνης και Μεϊντή Χότζιας, από το Ζερβοχώρι και οι δύο, συμμορίτης ο πρώτος, συμμορίτης και αδελφός του Νταούκ Χότζια ο δεύτερος, ανήκουν στην δύναμη του αποσπάσματος και φέρουν ιταλική στολή και ιταλικό οπλισμό.

Οι τσάμηδες της Παραμυθιά, έχοντας επικεφαλής τον μουφτή τον Χασάν Αβδουλά, βρέθηκαν στο πηγάδι της αγοράς, όπου ήταν το Ιερό Τέμενος, όπου δέχτηκαν με αγκαλιές τους ελευθερωτές τους και ξεφώνισαν: «Ντουά στο Γιαραμπή», ήτοι δέηση προς τον Ύψιστο υπέρ των Ιταλο-αλβανικών όπλων.

Κατά την στιγμή εκείνη, πενήντα περίπου μέτρα μακριά, στο καφενείο Κυριάκη, βρίσκονταν δύο στρατιώτες και ένας λοχίας του ελληνικού στρατού, οι οποίοι για να ικανοποιήσουν τον αλκοολισμό τους, μόλις είχε σκοτεινιάσει, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους στην Σκάλα. Έπιναν και βρίσκονταν σε εύθυμη διάθεση. Όταν ειδοποιήθηκαν ότι ήρθε στην πόλη ιταλικό απόσπασμα, αρνήθηκαν να φύγουν.

Ο Σιέφης (Εσρέφ Ντίνος), Αλβανός Παραμυθιώτης, που είχε αναλάβει πολιτοφύλακας κατ’ εντολή των Ιταλών, μπήκε και τους διέταξε να τον ακολουθήσουν, και όταν έλαβε την άρνησή τους, έτρεξε να ειδοποιήσει τους Ιταλούς. Οι Έλληνες πολίτες τότε, προεξάρχοντος του Ιωάννη Μητσιώνη, αντιπροσώπου της εταιρείας Σίγγερ, τους έσυραν βιαίως και εν τάχει έξω από την πόλη. Μόλις πέρασαν την οικία Νικ. Εργολάβου, τους χτύπησε κρύος αέρας, συνήλθαν και έτρεξαν προς τις θέσεις τους, όπου φτάνοντας πυροβολήθηκαν ανεπιτυχώς από τους συναδέλφους τους κατά τις 9 το βράδυ, και αφού μίλησαν, τους άφησαν να περάσουν.

Οι πυροβολισμοί αυτοί είχαν ευχάριστη συνέχεια: οι Ιταλοί μετά την υποδοχή, τους εναγκαλισμούς και τις δεήσεις, οδηγήθηκαν από τους τσάμηδες στην πυρπόληση καταστημάτων και των οικιών. Ήδη είχε πυρποληθεί το καφενείο του Σωτήρη Κουτούπη, καιγόταν ολόκληρο το τετράγωνο, όταν στο χωριό Καρυώτι συγκεντρώθηκαν προς άμυνα μερικοί ένοπλοι υπό τους αγροφύλακες Λάμπρο Γκάτζια, και Γεώργιο Θ. Τάχια, επιζώντα εισέτι, ενισχύθηκαν και από μερικούς πρόσφυγες χωριάτες από Ψάκκα, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Δήμα.

Οι χωρικοί εξήλθαν από το χωριό για να λάβουν αμυντική διάταξη, όταν άκουσαν τους πυροβολισμούς από την Σκάλα Παραμυθιάς, όπου ήταν τμήμα της VIII Μεραρχίας Ηπείρου και νομίζοντας ότι άρχισε ελληνική επίθεση προς εκείνο το σημείο, έτρεξαν και κατέβαλαν την ΝΑ παρυφή της Παραμυθιάς αντέρεισμα Ταμπούρι και έβαλαν κατά του πυρολυμένου κτιρίου, πέριξ του οποίου φώναζαν Ιταλοί και Τσάμηδες. Το ιταλικό απόσπασμα φοβούμενη την σοβαρή επίθεση και τον κίνδυνο να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, ετράπη σε άτακτη φυγή προς Δράγανη. Οι Γκάτζιας, Τάχιας και Δήμας παρασημοφορήθηκαν από την 8η Μεραρχία για την πρωτοβουλία τους αυτή.

Κατά την κατοχή όμως ο Δήμας υπέστη βασανιστήρια από τους Αλβανούς και την ιταλική καραμπινερία και εμπρησμό της οικίας του. Ομοίως ο Τάχιας συνελήφθη δις από την καραμπινερία Παραμυθιάς και κακοποιήθηκε, συλλήψεις που έγιναν με διάφορες προφάσεις.

Ο Σιέφης, που είχε αναλάβει ως πολιτοφύλακας κατ’ εντολή των Ιταλών, συνελήφθη μετά από εκείνη την ημέρα από τον στρατό μας, οδηγήθηκε σε έκτακτο στρατοδικείο, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο.

Μπροστά από την προέλαση του 6ου συντάγματος Κορίνθου και του τάγματος Προεστάκη, οι Ιταλοί αποσύρθηκαν πέρα του Καλαμά, φοβούμενοι ότι θα πάθουν ότι και η μεραρχία αλπινιστών στην Πίνδο. Τότε, ολόκληρος ο πληθυσμός της Παραμυθιάς, ο χριστιανικός βέβαια, μετέφερε στους ώμους (μην υπάρχοντας άλλα μεταφορικά μέσα) όλη την διαθέσιμη ξυλεία από τα ξυλουργεία της Παραμυθιάς, μέχρι Μενίνα, προς γεφύρωση του Καλαμά.
Στα εδάφη που ανακτήθηκαν από τον στρατό μας, οι χωροφύλακες και αγροφύλακες υπό τον ανθυπασπιστή Γυπάκη και αγρονόμο Καρβούνη, συγκέντρωσαν εν τάχει τους άνδρες Αλβανοτσάμηδες και τους οδήγησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κόρινθο και Χίο.

Για να τους συλλάβουν οι αγροφύλακες, οι οποίοι κυρίως γνώριζαν τους συνεργάτες των Ιταλών κατά πρόσωπο, έφθασαν μέχρι τα σύνορα. Πολλοί Αλβανοί σταμάτησαν εκεί, όταν εκδιώχθηκαν οι Ιταλοί, νομίζοντας πως είναι ασφαλείς. Ήταν από εκείνους που παρακολουθούσαν τον ιταλικό στρατό νικητή, αλλά τον εγκατέλειψαν όταν ετράπη σε φυγή. Στις σημειώσεις μου έχω τα ονόματα δύο εξ αυτών, συλληφθέντων στην κορυφογραμμή Βέρβα, τους Σελήμ Λιατίφ από Κορύτιανη και τον Σαντήκ Κερίμ από Σενεμηρίζα.

Όπως με τις ανοιξιάτικες ψιχάλες, εξαπατώνται οι κόχλοι και ανυψώνουν το κεφάλι, έτσι και με την ιταλική προέλαση των πρώτων ημερών, οι Αλβανοτσάμηδες νομίζοντας ότι έσβησε η Ελλάδα, αποκάλυψαν τον πραγματικό τους εαυτό.

Προ ετών ανέγνωσα, χωρίς να συγκρατήσω στοιχεία, ότι και οι Γερμανοί ασχολούμενοι με τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο περιγράφουν με μελανά χρώματα τους Αλβανούς, πρώτους στις λεηλασίες και τελευταίοι στην μάχη. Μία των αιτιών της ιταλικής ήττας θεωρούν την κακή εκτίμηση από τους Ιταλούς, των στρατιωτικών δυνατοτήτων των Αλβανών εν γένει.

* Απο το βιβλίο του Βασίλειου Παυλίδη: Οι Αλβανοτσάμηδες της Παραμυθιάς και η Κατοχή

 
Read More »
Τα "πανηγύρια" των Αλβανοτσάμηδων στην Παραμυθιά στις 28 Οκτωβρίου 1940 Τα "πανηγύρια" των Αλβανοτσάμηδων στην Παραμυθιά στις 28 Οκτωβρίου 1940 Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

Ηγουμενίτσα: Η απόβαση των κερκυραϊκού «Λόχου του Θανάτου» στις ακτές της Θεσπρωτίας

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023


Η αντίσταση των Κερκυραίων κατά το ηρωικό έπος του 1940 ήταν υψίστης σημασίας
Οι λαμπρές σελίδες της ιστορίας της Κέρκυρας κατά των Ιταλών γράφτηκαν από μία σκληρή μάχη που δόθηκε από μια «χούφτα» Κερκυραίους μαχητές, μόλις δύο εβδομάδες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας στο ηρωικό έπος 1940, στις μάχες που δόθηκαν ανά την Ελλάδα κατά της επέλασης των Ιταλών, για τους Κερκυραίους η αντίσταση και οι αγώνες που έδωσαν δεν ήταν μόνο ένας κοινός εθνικός στόχος, αλλά, όπως τη χαρακτηρίζει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Κερκυραίος Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Δρ Δημήτριος Μεταλληνός, «ήταν μία μοναδική ευκαιρία, ο κερκυραϊκός λαός να εκφράσει την καταπιεσμένη μακραίωνη εθνική αγανάκτηση στο δυτικό κατέναντι, έχοντας ήδη στις σελίδες της ιστορίας του, τέσσερεις και πλέον αιώνες, την πικρή εμπειρία της ενετικής κυριαρχίας, αλλά και τη νωπή ακόμη εθνική ταπείνωση από τον βομβαρδισμό και την ολιγοήμερη κατάληψη της Κέρκυρας το 1923 από τις φασιστικές δυνάμεις του ίδιου δικτάτορα Μουσολίνι».

Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Κερκυραίοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί μεταφέρθηκαν στην πρώτη γραμμή. Μεταξύ των εκατοντάδων Κερκυραίων, γνωστών ή αγνώστων μαχητών, ήταν και ο παππούς του καθηγητή Δημήτρη Μεταλληνού, ο έφεδρος αξιωματικός Δημήτριος Μεταλληνός.Οι αριθμητικά ελάχιστες εναπομείνασες στο νησί κερκυραϊκές στρατιωτικές δυνάμεις συγκροτούσαν το 10ο Πεζικό Σύνταγμα, που είχε ως αποστολή του την αμυντική θωράκιση της Κέρκυρας. Οι λαμπρές σελίδες της ιστορίας της Κέρκυρας κατά των Ιταλών γράφτηκαν από μία σκληρή μάχη που δόθηκε από μια «χούφτα» Κερκυραίους μαχητές, μόλις δύο εβδομάδες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, από τον «Λόχο Λατζίδη», ή ευρέως γνωστό ως «Λόχο Θανάτου»…

Ανασύνταξη δυνάμεων
«Στις 12 Νοεμβρίου 1940, οι ελληνικές δυνάμεις Ηπείρου ανασυντάχθηκαν με σκοπό την ανακατάληψη της Θεσπρωτίας. Η Στρατιωτική Διοίκηση Κερκύρας ανέλαβε να συγκροτήσει τις πρώτες ημέρες του πολέμου ένα αποβατικό απόσπασμα αιφνιδιασμού, αποτελούμενο από επίλεκτους και γενναίους Κερκυραίους οπλίτες και υπαξιωματικούς, με διοικητή τον λοχαγό Δημήτριο Λαντζίδη.Η Στρατιωτική Διοίκηση Κερκύρας το χαρακτήρισε ‘Αποβατικό Απόσπασμα’, όσοι αξιωματικοί γνώριζαν την αποστολή του το ονόμασαν ‘Λόχο Θανάτου’, στην Κέρκυρα έγινε ευρύτερα γνωστό ως ‘Λόχος Λαντζίδη’, ενώ ο ιστορικός ερευνητής Δρ Νικόλαος Φακιολάς, ο οποίος είναι ο δεύτερος μετά τον ιστορικό ερευνητή Κώστα Δαφνή που ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα, τον χαρακτηρίζει ‘Λόχο Ιερολοχιτών’», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μεταλληνός.



Ο στόχος
Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, η απόρρητη στρατιωτική επιχείρηση είχε στόχο την κατάληψη του υψώματος «Βαγκαλάτι». Ύψιστη προτεραιότητα αποτελούσε ο αιφνιδιασμός του εχθρού. Οι Ιταλοί έπρεπε να θεωρήσουν ότι είναι περικυκλωμένοι από ισχυρές ελληνικές δυνάμεις κι όχι από έναν απλό Λόχο Πεζικού. Η αναγγελία συγκρότησης ενός κερκυραϊκού στρατιωτικού αποσπάσματος, που θα μετέβαινε για ενίσχυση του ελληνοϊταλικού μετώπου, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους Κερκυραίους αξιωματικούς και οπλίτες του 10ου Πεζικού Συντάγματος.Οι αιτήσεις ξεπέρασαν κατά πολύ τον απαιτούμενο αριθμό. Κι ενώ προβλεπόταν η συγκρότηση μιας στρατιωτικής δύναμης εκατόν ανδρών, τελικά εξαιτίας του ενθουσιασμού διπλασιάσθηκε, ξεπερνώντας τους διακόσιους άνδρες. Διοικητής του αποσπάσματος ορίσθηκε ο λοχαγός Δημήτριος Λαντζίδης, με το όνομα του οποίου συνδέθηκε τελικά ο Λόχος στη μνήμη των σύγχρονων Κερκυραίων.
Η προσπάθεια
Υποδιοικητής του Λόχου ορίσθηκε ο υπολοχαγός πεζικού Ιωάννης Βλάχος, ο οποίος είχε σταλεί για αναγνώριση της περιοχής βορείως της Σαγιάδας, λίγες μόλις ημέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, αφού η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος γνώριζε τις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας και για τον λόγο αυτόν προετοιμαζόταν για ένοπλη σύγκρουση καθ' όλη τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας.Ο Λόχος, από τους Γιαννάδες, κατευθύνθηκε το βράδυ της 22ας Νοεμβρίου προς το παλαιό λιμάνι, όπου παρέμειναν μερικές ώρες. Ο χειμώνας του ΄40 είχε ξεκινήσει νωρίς και όπως διασώζεται από τις ιστορικές μαρτυρίες ήταν κι από τους βαρύτερους του 20ού αιώνα. Τη νύκτα εκείνη έβρεχε καταρρακτωδώς…«Τα μέσα Νοέμβρη μας ειδοποίησε το λιμεναρχείο, τα επίτακτα καΐκια να είμαστε πλευρισμένα στην προβλήτα του λιμεναρχείου, στις 12 το μεσονύχτιο. Δεν μας είπαν τι μας θέλουν. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα ήρθαν 200 στρατιώτες οπλισμένοι και με τους γνωστούς γυλιούς στην πλάτη τους. Είμαστε 10 καΐκια και έβαλαν 20 περίπου στρατιώτες στο κάθε καΐκι, μαζί ήτο και βαθμοφόροι. Στο δικό μας το καΐκι ήτο επικεφαλής ο λοχαγός Δημήτρης Λαντζίδης…Μας είπαν θα ξεκινήσουμε τη μια μετά τα μεσάνυχτα, φώτα δεν θα ανάψωμε, παρά μόνον ένα λαδοφάναρο στο κάθε καΐκι και θα πηγαίνουμε το κάθε σκάφος κατόπι στο άλλο…ένα-ένα καΐκι, αφού τους αποβίβαζε επέστρεφε στην Κέρκυρα. Μου έκανε λύπη όπως έβγαιναν σε αυτήν την παραλία…, αφού επήγαιναν σχεδόν στο παγωμένο νερό ώς την μέσην. Εκεί εμάθαμε ότι η παραλία λέγεται ‘Κάτω Αετός’, ήταν ελληνική περιοχή, αλλά οι Ιταλοί είχαν φθάσει τότε έως την Πάργα…», αναφέρεται στις ανέκδοτες σημειώσεις του Κερκυραίου Νικόλαου Καλούδη.
Η σπουδή του όλου εγχειρήματος
«Η σπουδή του εγχειρήματος αποδεικνύει ότι πράγματι επρόκειτο για έναν Λόχο μελλοθανάτων ή ορθότερα για έναν Λόχο ηρώων. Το στρατιωτικό απόσπασμα βρέθηκε μέσα στην κακοκαιρία απομονωμένο, αποπροσανατολισμένο, χωρίς επικοινωνία και οπτική επαφή με την Στρατιωτική Διοίκηση Κερκύρας. Οι Ιταλοί έστειλαν αναγνωριστικό αεροπλάνο, που εξακρίβωσε τη θέση και τη δύναμη του Λόχου.Γνώριζαν πλέον όλη την αλήθεια και ο θυμός τους έγινε απερίγραπτος, αφού διαπίστωναν ότι μια χούφτα Κερκυραίων στρατιωτών προκάλεσε μεγάλη ταραχή στο στράτευμά τους, οδηγώντας τους σε λανθασμένες εκτιμήσεις και στρατιωτικές επιλογές», εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μεταλληνός. «(…) Εφθάσαμε περί τας τελευταίας απογευματινάς ώρας, τελείως εξουθενωμένοι και βρεγμένοι μέχρι κοκκάλων, εις τι σημείον όπου ευρέθημεν εν όψει του εχθρού καταυλισμένου με πολλάς δυνάμεις...», ανέφερε στις σημειώσεις του ο ανθυπολοχαγός Νικόλαος Φραγκοπανάγος.
Αναπόφευκτη η σύγκρουση
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Τα χάραμα της 24ης Νοεμβρίου 1940 ξεκίνησε η άνιση μάχη. Οι πολυάριθμοι Ιταλοί ήταν οχυρωμένοι στα υψώματα των βουνοπλαγιών, ενώ το απόσπασμα των Κερκυραίων μαχητών ήταν ακάλυπτο στις παρυφές της ακτής και στην αμμώδη παραλία.Οι άνδρες του Λόχου ήταν πλέον περικυκλωμένοι. Οι εναπομείναντες, 160 περίπου άνδρες, καλούνταν να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον 3.000 Ιταλούς στρατιώτες. Η μάχη διήρκησε από τις 7.00 το πρωί μέχρι τις 5.00 το απόγευμα, την ώρα δηλαδή που εξαντλήθηκαν και τα τελευταία πυρομαχικά των Κερκυραίων μαχητών. Ο λοχαγός Λαντζίδης, αν και τραυματίας, δεν σταματούσε να εμψυχώνει τους άνδρες του. Στις 5.00 το απόγευμα αναγκάστηκε να υψώσει λευκή σημαία.
Ο απολογισμός και τα αντίποινα των Ιταλών
Ο τελικός απολογισμός για τις ελληνικές δυνάμεις ήταν 60 νεκροί και 80 αιχμάλωτοι, εκ των οποίων 45 τραυματίες, ενώ 20 άτομα κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη. Οι Κερκυραίοι αιχμάλωτοι δεν παρέδωσαν τα όπλα τους στους Ιταλούς, αλλά προτίμησαν να τα αχρηστεύσουν, πετώντας τα στη θάλασσα του αγαπημένου τους Ιονίου. Οι Ιταλοί προέβησαν άμεσα σε αντίποινα, βομβαρδίζοντας την πόλη της Κέρκυρας.Τις δύο επόμενες ημέρες, στις 25 Νοεμβρίου, της Αγίας Αικατερίνης και στις 26 του Αγίου Στυλιανού, ημέρες που εόρταζαν κεντρικοί ναοί της πόλεως, πραγματοποίησαν τον αγριότερο, μέχρι τότε, βομβαρδισμό της πόλης με αεροπλάνα, ενώ δύο ημέρες αργότερα την 28η Νοεμβρίου επανήλθαν με τον βομβαρδισμό και της κερκυραϊκής ενδοχώρας τόσο από αέρος, όσο και από θαλάσσης, αφού τέσσερα ιταλικά αντιτορπιλικά ήλεγχαν το στενό του Αίου Στεφάνου.«Την 25η και 26η Νοεμβρίου έγιναν οι σφοδρότεροι ιταλικοί βομβαρδισμοί της Κέρκυρας, αριθμούμενοι μέχρι οκτώ ημερησίως… Έληξαν την 21η Απριλίου 1941. Την 28η Απριλίου 1941 ο ιταλικός στρατός απεβιβάσθη και επάτησεν την Κέρκυραν, εισήλθον εις το Φρούριον…», σημειώνει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του «Αρχείον και καθημερινά περιστατικά γεγονότα επί Ιταλικής και Γερμανικής κατοχής» (Κέρκυρα 1949), ο Μητροπολίτης Κέρκυρας και Παξών Μεθόδιος...


Read More »
Ηγουμενίτσα: Η απόβαση των κερκυραϊκού «Λόχου του Θανάτου» στις ακτές της Θεσπρωτίας Ηγουμενίτσα: Η απόβαση των κερκυραϊκού «Λόχου του Θανάτου» στις ακτές της Θεσπρωτίας Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023
Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41


Τη φωτογραφία μού έδωσε η κόρη του, επίσης δασκάλα,
Σωτηρία Μούτσου-Χίνου την οποία ευχαριστώ θερμά.

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚ. ΜΟΥΤΣΟΣ (1910-1941)
Ήρωας του έπους του 1940

Ο Σωτήρης Νικ. Μούτσος, έπεσε στο ύψωμα Γκολέμι 1410 στο Τεπελένι, την Πέμπτη 30η Ιανουαρίου 1941.
Ήταν 30 ετών, έφεδρος δεκανέας Πεζικού του 85ου Συντάγματος της 8ης Μεραρχίας.

Κατάγετο από την Γλούστα (Κεφαλοχώρι) της επαρχίας Φιλιατών Θεσπρωτίας. Την δεκαετία του 1930 υπηρέτησε ως δάσκαλος στα χωριά του τόπου του: Νεροχώρι, Πηγαδούλια, Κοκκινιά, Φοινίκι και από την 26η Αυγούστου 1935 μέχρι του θανάτου του στο Δημοτικό Σχολείο της Γλούστας.

Τέσσερις μήνες μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του Σταματία Ματθαίου Πλόκα, από την Λίστα Φιλιατών, γέννησε την κόρη του Σωτηρία (Ρούλα) η οποία πήρε το όνομά του.

[Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού, Δ/νση Ιστορίας Στρατού,
“Αγώνες και νεκροί του ελληνικού στρατού κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο 1940-45” αφιερώνεται στους ηρωικούς νεκρούς μας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, σελ. 302]
Read More »
Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41 Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41 Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, διοικητής της VII Μεραρχίας Πεζικού

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023



Η καθοριστική συμβολή ενός άξιου ηγήτορα, του διοικητή της VII Μεραρχίας Πεζικού, στον θρίαμβο των ελληνικών όπλων. Συμβολή που συνήθως αγνοείται κατά τους εορτασμούς της ιστορικής επετείου.

Από τους πρώτους μήνες του 1939 τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό ουρανό.
Το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1939 η Ιταλία, με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας, καταλαμβάνει, με σαθρές αιτιολογίες, την Αλβανία, για ν' αποκαλύψει έτσι τα επεκτατικά σχέδια της στον χώρο της Χερσονήσου του Αίμου και στη Μεσόγειο.
Η κατάληψη της Αλβανίας και η προώθηση ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς την ελληνοαλβανική μεθόριο ήταν φυσικό ν' ανησυχήσουν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία σπεύδει να ενισχύσει με μικρές μονάδες τους τομείς ευθύνης της VIII Μεραρχίας (Ήπειρος) και της IX Μεραρχίας (Δ. Μακεδονία). Να τονίσουμε εδώ ότι από το 1936 έχει γίνει μια μεγάλη προσπάθεια ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων σε ελαφρύ και βαρύ οπλισμό.
Ο Μουσολίνι, με προσωπικές επιστολές προς τον Ιωάννη Μεταξά, προσπαθούσε να τον πείσει για τις φιλικές σχέσεις των δύο λαών και ότι η Ιταλία θα σεβόταν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, ο οποίος γνωρίζει όλες τις κινήσεις των Ιταλών στο αλβανικό έδαφος, περνάει στιγμές αγωνίας γιατί η δύναμη της μεραρχίας είναι ασήμαντη και δεν έχει γίνει καμιά αμυντική οργάνωση του εδάφους. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού δεν το είχε απασχολήσει ως το 1939 το ενδεχόμενο ιταλικής επίθεσης από την ξηρά. Γι' αυτό δεν υπήρχε σχέδιο επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής. Όμως, από το 1914, περίοδο του αγώνα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου για την αυτονομία τους, η Ιταλία έχει αποκαλύψει τα σχέδια της για την κυριαρχία της στην Αδριατική και στη χερσόνησο του Αίμου.
Οι αγωνίες του Κατσιμήτρου κορυφώνονται όταν την Κυριακή του Πάσχα (9 Απριλίου 1939) έλαβε τηλεφωνικά (χωρίς έγγραφη επιβεβαίωση) από το ΓΕΣ μια διαταγή «γρίφο» η οποία, μεταξύ των άλλων, περιείχε τούτες τις διαφορούμενες εντολές:
«Η κυβέρνηση εν όψει ενδεχομένης εισβολής του ιταλικού στρατού εις ημέτερον έδαφος, εξουσιοδοτεί τον διοικητήν της μεραρχίας να επιστράτευση ταύτην και δίδει αυτώ εντολήν ν' απόκρουση δια των όπλων πάσαν απόπειραν εισβολής».
Στη διαταγή τονίζεται ιδιαίτερα ότι: «Η επιστράτευσις της μεραρχίας θα ενεργηθή μόνο εν περιπτώσει επιθέσεως σοβαρών ιταλικών δυνάμεων κατά της μεθορίου...» Δηλαδή χρονικά αδύνατο, γιατί επιστράτευση στο θέατρο των επιχειρήσεων είναι ανέφικτη, εφόσον διεξάγονται επιχειρήσεις, ή τουλάχιστον είναι άκαιρη. Ακόμη, στην Ήπειρο δεν υπήρχε οργανωμένη τοποθεσία για την κάλυψη της επιστράτευσης με αμυντικό αγώνα.
Ο Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπειρος προμαχούσα (σελίδες 18-19) γράφει: «Είναι ευνόητον πάσας και ποίας βαρυτάτας ευθύνας δημιουργεί η εντολή αυτή εις τον διοικητήν της Μεραρχίας, όστις όμως δεν είχε τα μέσα ίνα εκπλήρωση την αποστολήν του». Και συνεχίζει: «Καθ’ όλην την μακράν αυτού στρατιωτ-κήν ζωήν και τους τεσσάρας πολέμους εις ους μετέσχεν από του 1912 και εντεύθεν, τους αγώνας και τας μάχας εις ας έλαβε μέρος, ουδέποτε ευρέθη υπό δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του».
Ο Χ. Κατσιμήτρος επισκέπτεται συχνά τις μονάδες της μεραρχίας από την Κακαβιά ως την Πρέβεζα, και με ομιλίες του προς τα στελέχη και τους οπλίτες τονώνει ιδιαίτερα το ηθικό. Δίνει επιτόπου εντολές, κυρίως στα τμήματα προκαλύψεως. Μεταβάλλει τη Μεραρχία σε εργοτάξιο αμυντικής οργάνωσης του εδάφους στον βόρειο μα και στον παραλιακό τομέα, αφού η απειλή είναι σχεδόν σφαιρική. Έχει επιλέξει ως κύρια αμυντική προσπάθεια την τοποθεσία Ελαίας. Διαμαρτύρεται εντονότατα προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού για την μη διάθεση επαρκών πιστώσεων για την αμυντική οργάνωση του εδάφους.

Το αμυντικό δόγμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της κυβέρνησης έχει μείνει στις αρχές άμυνας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή στη στατική άμυνα βασισμένη στην οχύρωση του εδάφους και όχι στην οργάνωση ευέλικτων και ταχυκίνητων μονάδων. Από τις 4 Μαΐου 1939 συντάχθηκε το σχέδιο IB (Ιταλία -Βουλγαρία) που ιεραρχούσε τις απειλές αντίστροφα: «Βουλγαρία - Ιταλία». Για την αμυντική οργάνωση του εδάφους από τον Απρίλιο του 1939 ως τον Οκτώβριο του 1940 επί συνολικής δαπάνης 851 εκατ. δραχμών, διετέθησαν 769 εκατ. (90,4%) για οχυρωματικά έργα στον βουλγαρικό τομέα και 82 εκατ. (9,6%) στον αλβανικό, αν και ήταν πλέον ορατή η ιταλική απειλή.
Η αμυντική οργάνωση του εδάφους στην Ήπειρο, για τον στρατηγό Κατσιμήτρο, ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας του σχεδίου του, μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων. Τον συγκινεί ιδιαίτερα η εθελοντική προσφορά εργασίας των κατοίκων.

Οι απροκάλυπτες πλέον υποσχέσεις προς τους Αλβανούς των Μουσολίνι, Τσιάνο και στρατάρχη Μπαντόλια, για επέκταση των ορίων της Αλβανίας προς «Τσαμουριά», η προώθηση σοβαρών ιταλικών δυνάμεων με επιθετική διάταξη, υποχρεώνουν το Γενικό Επιτελείο Στρατού στα τέλη του μηνός Αυγούστου 1939 να διατάξει την μερική αρχικά και καθολική αργότερα (5 Οκτωβρίου 1940), επιστράτευση της VIII Μεραρχίας. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ιταλοί «Τσαμουριά» έλεγαν την «Θεσπρωτία», γιατί εκεί υπήρχε η μειονότητα των Τουρκαλβανών «Τσάμηδων», οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου διέπραξαν βιαιότητες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής.

Το 1940 βρίσκει τη Μεραρχία σε πλήρη οργασμό, που καλύπτει όλους τους τομείς (οργάνωση, εκπαίδευση, αμυντική οργάνωση του εδάφους, διασπορά αποθηκών) από τη μια άκρη ως την άλλη, της πολύ μεγάλης ζώνης ευθύνης της.

Ο Μουσολίνι σπεύδει
Η έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939. η ραγδαία εξέλιξη της κατάληψης των κρατών της Ευρώπης από τη ναζιστική Γερμανία, η οποία, ως το τέλος Μαΐου του 1940, έχει καταλάβει την Πολωνία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η είσοδος του γερμανικού στρατού στη Γαλλία και ο εξαναγκασμός των Άγγλων να τραπούν προς την Δουνκέρκη, δίνουν την εικόνα της επερχόμενης συμφοράς της Ευρώπης.

Έκπληκτος ο Μουσολίνι από την απρόοπτη αυτή ταχύτητα της εξέλιξης της κατάστασης υπέρ της Γερμανίας, σπεύδει στις 10 Ιουνίου 1940 να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία έχει σχεδόν καταρρεύσει, γιατί φοβάται ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς αυτός να βρίσκεται στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου μας.

Με την κατάρρευση της Γαλλίας και την υπογραφή της ανακωχής στις 22 Ιουνίου 1940 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και στις 24 Ιουνίου μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας, η Ιταλία βγάζει τη μάσκα της προσποιητής ειρηνοφιλίας με την Ελλάδα και γίνεται απειλητική.

Ο ιταλικός Τύπος κατηγορεί την Ελλάδα ότι δήθεν συνεργάζεται με την Αγγλία και την απειλεί με δράση. Από 12 Ιουλίου μέχρι 6 Αυγούστου ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα προσβάλλουν χωρίς επιτυχία το βοηθητικό πλοίο του Στόλου Ωρίων και το αντιτορπιλικό Ύδρα στον Κόλπο Κισσάμου της Κρήτης. Βομβαρδίζουν, πάλι χωρίς επιτυχία, τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Τέλος, ο τορπιλισμός της Έλλης (2.115 τόνων), στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου, ήταν πια η κατηγορηματική διαπίστωση της επικείμενης επίθεσης κατά της Ελλάδας.

Τον τορπιλισμό της Έλλης από ιταλικό αντιτορπιλικό αποκαλύπτει στο Ημερολόγιό του ο κόμης Τσιάνο, ο οποίος επιρρίπτει τις ευθύνες στον «ανισόρροπο (έτσι τον αποκαλεί) Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι».

Η εγκληματική αυτή ιταλική ενέργεια βύθισε σε βαθιά θλίψη ολόκληρο τον ελληνικό λαό, ταυτόχρονα όμως ξεσήκωσε το μίσος κατά των Ιταλών. Η διαίσθησή του δεν του άφηνε αμφιβολίες ότι οι εγκληματίες ήταν οι Ιταλοί, αν και η κυβέρνηση, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας, δεν αποκάλυψε τις αποδείξεις του εξεταστικού πορίσματος.

Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Λίγο πριν από την εισβολή, η διάταξη των δυνάμεων είχε ως εξής:
Ιταλικές Δυνάμεις:
Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση: Διοικητής στρατηγός Βισκόντι Πράσκα. Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
Το XXV Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Κάρλο Ρόσσι. Τέσσερις μεραρχίες (η 23η «Φερράρα», η 51η «Σιένα», η 131η Τ/Θ «Κενταύρων» και μια μεραρχία ιππικού). Συνολική δύναμη 42.000 άνδρες περίπου.
Το XXVI Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι. Τέσσερις μεραρχίες (η 49η «Πάρμα», η 29η «Πιεμόντε», η 19η «Βενέτσια» και η 53η «Αρέτζο»). Συνολική δύναμη 44.000 άνδρες περίπου.
Μεταξύ των δύο σωμάτων στρατού στον Τομέα της Πίνδου. 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».
Γενικό σύνολο: 59 τάγματα πεζικού, 135 πυροβολαρχίες (23 βαριές), 150 άρματα μάχης, 18 ίλες ιππικού, έξι τάγματα όλμων και ένα τάγμα πολυβόλων.

Ελληνικές δυνάμεις:
Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
VIII Μεραρχία Πεζικού: Διοικητής υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος, και το στρατηγείο της III Ταξιαρχίας Πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη πεζικού Γιατζή Δημήτριο. Συνολικά περιλάμβανε: τέσσερις διοικήσεις συνταγμάτων πεζικού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυροβολαρχίες, πέντε ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, δύο τάγματα πολυβόλων κινήσεως, μία πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων, μία μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως. Το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας (κινούμενο από την Αιτωλοακαρνανία προς Ήπειρο).

Στις 12 Οκτωβρίου 1940: Τέθηκε στη διάθεση της μεραρχίας ο υποστράτηγος Λιούμπας Ν. στον οποίο ανατέθηκε η διοίκηση του τομέα της Θεσπρωτίας. Έφθασε μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία (τρία πυροβόλα), η οποία διατέθηκε για την προστασία των Ιωαννίνων. Συμπληρώθηκαν οι διοικήσεις της Μεραρχίας ως ακολούθως: Αρχηγός Πεζικού Μεραρχίας: σ/χης Ντρες Γεώργιος. Διοικητής του 4ου Συν/τος Πεζικού: σ/χης Παπαδόπουλος Κ. Διοικητής του 40ού Συν/τος Ευζώνων: σ/χης Τσακαλώτος Θρ.
Στις 27 Οκτωβρίου 1940 η VIII Μεραρχία έχει συμπληρώσει την επιστράτευσή της.
Θέατρο επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας.
Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ): Διοικητής αντιστράτηγος Πιτσίκας Ιωάννης (έδρα Κοζάνη).

Το Β' Σώμα Στρατού: Διοικητής αντιστράτηγος Παπαδόπουλος Δημήτριος με τις: Ι Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Βραχνός Δημήτριος, IX Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Ζυγούρης Χρίστος, V Ταξιαρχία Πεζικού: διοικητής συνταγματάρχης Πεζικού Καλής Αναστάσιος, IX Συνοριακό Τομέα.

Το Γ' Σώμα Στρατού: διοικητής αντιστράτηγος Τσολάκογλου Γεώργιος (έδρα Θεσσαλονίκη), με τις: Χ Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Κίτσος Χρίστος, XI Μεραρχία: διοικητής συνταγματάρχης Πυροβολικού Κώσταλος Γεώργιος: IV Ταξιαρχία Πεζικού, διοικητής υποστράτηγος Μεταξάς Αγαμέμνονας και τους IX, Χ και XI Συνοριακούς Τομείς.

Το Απόσπασμα Πίνδου: Διοικητής ο έφεδρος, εκ μονίμων, συνταγματάρχης Δαβάκης Κωνσταντίνος (Επταχώρι). Τομέας Ευθύνης: Μεταξύ του δεξιού της VIII Μεραρχίας και του αριστερού της IX Μεραρχίας (Ανάπτυγμα ΖΕ 37 χιλιόμετρα περίπου). Περιελάμβανε: Το 51 Σύνταγμα Πεζικού (μείον), μία ορειβατική πυροβολαρχία 75 χιλ., έναν ουλαμό πυροβολικού συνοδείας των 65 χιλ. και έναν ουλαμό ιππικού. Είχε σοβαρές ελλείψεις σε οπλισμό, ιματισμό, υπόδηση και εφεδρικά πυρομαχικά. Από οκτώ διοικητές λόχων δύο ήταν ανθυπολοχαγοί και δύο έφεδροι λοχαγοί. Από τους 32 διμοιρίτες τρεις μόνο ήταν μόνιμοι.

Συνολική ελληνική δύναμη: Τριάντα εννέα τάγματα πεζικού, 40½ πυροβολαρχίες διαφόρων διαμετρημάτων. Περίπου δύναμη 35.000 άνδρες.

Σύγκριση δυνάμεων
Στην Ήπειρο: Έναντι των 22 ταγμάτων πεζικού, τριών συνταγμάτων ιππικού, 61 πυροβολαρχιών (18 βαριές) και 90 αρμάτων μάχης του XXV Ιταλικού Σώματος Στρατού, υπήρχαν 15 τάγματα πεζικού, μια ομάδα αναγνωρίσεως και 16 πυροβολαρχίες (δύο μόνο βαριές), της VIII Μεραρχίας.

Στην Πίνδο: Έναντι πέντε ταγμάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού της Ιταλικής Μεραρχίας Αλπινιστών, υπήρχαν δύο τάγματα πεζικού, μία ίλη ιππικού και μιάμιση πυροβολαρχία του αποσπάσματος Πίνδου.

Στη Δυτική Μακεδονία: Έναντι 17 ταγμάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού, 24 πυροβολαρχιών (5 βαριές) και 10 αρμάτων μάχης του XXVI Ιταλικού Σώματος Στρατού, υπήρχαν 22 τάγματα πεζικού, δύο ομάδες αναγνωρίσεως και 22 πυροβολαρχίες (επτά βαριές) του ΤΣΔΜ.
Συμπεράσματα: Στην Ήπειρο ήταν συντριπτική η υπεροχή των Ιταλών σε πυροβολικό και άρματα. Στην περιοχή Δυτικής Μακεδονίας οι μονάδες ήταν ισοδύναμες με μικρή υπεροχή των ελληνικών. Στην περιοχή της Πίνδου οι Ιταλοί υπερτερούσαν, σε αναλογίες 1:2 περίπου στο πεζικό και 1:4 στο πυροβολικό.

Να επισημάνουμε και τα ακόλουθα:
Η ασφάλεια των ακτών μας ήταν επισφαλής, γιατί η ιταλική υπεροχή του ναυτικού ήταν συντριπτική. Στηριζόμαστε μόνο στις ναυτικές δυνάμεις της Μ. Βρετανίας και στις δεσμεύσεις της Ιταλίας με τη Λιβύη.

Στην αεροπορία, η ιταλική είχε την κυριαρχία αέρος σ' ολόκληρο τον ελληνικό και αλβανικό χώρο. Έναντι 400 αεροσκαφών της ιταλικής αεροπορίας διαθέταμε 143 αεροσκάφη παλαιού τύπου και μικρής αποδόσεως. Τα 65 διαφόρων αποστολών (βομβαρδιστικά κ.λπ.) ήταν σε καλή κατάσταση. (Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941 της Διεύθυνσης Ιστορίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού). Να προσθέσουμε ακόμη ότι: Η αμυντική οργάνωση του ελληνικού εδάφους, κυρίως στην Ήπειρο, με τις έντονες προσπάθειες της VIII Μεραρχίας, το δύσβατο του εδάφους με τα περιορισμένα δρομολόγια και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες ήταν αρνητικοί παράγοντες για τις επιθετικές επιχειρήσεις των Ιταλών. Το στρατηγικό συμπέρασμα ήταν ότι η έκβαση των επιχειρήσεων κυρίως στην Ήπειρο (τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά) ήταν υπόθεση τόλμης και αντοχής του προσωπικού της VIII Μεραρχίας, τις 5-10 πρώτες ημέρες, γιατί, με τον ερχομό των ενισχύσεων και την πτώση του ηθικού των Ιταλών (επακόλουθο της αποτυχίας), η πλάστιγγα της νίκης θα έγερνε υπέρ των ελληνικών δυνάμεων. Αυτό πέτυχε η VIII Μεραρχία με διοικητή τον γεναίο υποστράτηγο Χ. Κατσιμήτρο. Το πώς φτάσαμε σ' αυτή την κοσμοϊστορική επιτυχία θα το δούμε στη συνέχεια.

Αποστολή της VIII Μεραρχίας
Όταν από τα επίσημα αρχεία διαβάσεις την αποστολή που δόθηκε στη Μεραρχία και έχεις έστω και υποτυπώδεις γνώσεις τακτικής και στρατηγικής, σου είναι αδύνατον να πιστέψεις ότι μια τέτοια «αποστολή» δόθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με υπογραφή του τότε αρχηγού Αλέξανδρου Παπάγου. Μέσα από τρία σχέδια επιχειρήσεων (τα IB, ΙΒα και ΙΒβ) και τις προφορικές οδηγίες του αρχηγού ΓΕΣ προς τον διοικητή της Μεραρχίας, που μετέφερε ο ταγματάρχης Γρίβας Γεώργιος, επιτελής του ΓΕΣ (πήγε αεροπορικώς στα Γιάννινα στις 24.8.1940), σταχυολογώ τις κύριες εντολές:
«Αι δυνάμεις Ηπείρου έχουν ως αποστολήν:
• Την κάλυψιν του αριστερού του θεάτρου της Δυτικής Μακεδονίας από της γενικής κατευθύνσεως Ιωάννινα-Ζυγός Μετσόβου.
• Την απόφραξιν των προς Αιτωλοακαρνανίαν εξ Ηπείρου αγουσών οδεύσεων (κυρία προσπάθεια).
• Την απαγόρευση κατά το δυνατόν της υπό του αντιπάλου καταλήψεως της ηπειρωτικής ακτής και του ελέγχου των στενών Κερκύρας - Ηγουμενίτσας».
Στις αλλεπάλληλες διαταγές και οδηγίες του ΓΕΣ προς την Μεραρχία υπήρχαν και τα ακόλουθα:
...Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της μεραρχίας νίκας... Αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων.
...Ο κίνδυνος εχθρικής απειλής από της περιοχής Πρεβέζης υφίσταται και δέον να εξασφαλίσητε... τα νώτα σας.
...Η Μεραρχία να μην υπολογ-ζη επί μεταφορών των μονάδων της δια ταχυκινήτων μέσων.
...Η απώλεια του εθνικού εδάφους δεν θα είχε τόση σημασία, όση θα είχε η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας από των προς Θεσσσαλία και Αιτωλοακαρνανία συγκοινωνιών.
Αυτά τα διαδοχικά σχέδια, διαταγές και οδηγίες, δημιουργούσαν τεράστιες ευθύνες στον διοικητή της μεραρχίας. Μόνο μια στρατηγική μ. μονάδα (Σώμα Στρατού και άνω) θα μπορούσε ν' ανταποκριθεί σ' αυτόν το διμέτωπο αγώνα από του όρους Γκαμήλα μέχρι του Ιονίου Πελάγους (Ηγουμενίτσα), βάθους 80 περίπου χιλιομέτρων, και από της Ηγουμενίτσας μέχρι και του Αμβρακικού Κόλπου, του ιδίου περίπου αναπτύγματος.

Ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, πέρα από τις γνώσεις του (απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου), γνωρίζει άριστα τα προβλήματα της διοικήσεως ως διοικητής μονάδων και μεγάλων μονάδων. Έχει σπουδάσει την τακτική και τη στρατηγική στα πεδία των μαχών τεσσάρων πολέμων (τραυματίας στη Μ. Ασία). Κοσμείται δε με τα προσόντα ενός τέλειου ηγήτορα, προβληματίζεται αλλά δεν αιφνιδιάζεται. Τούτες τις καθοριστικές στιγμές της ζωής του ακούει το κάλεσμα της μοίρας και δεν υποτάσσεται στο ριζικό της. Είναι ο «εκλεκτός», και όχι ο «κλητός», ο ευθυνόφοβος, ο ηττοπαθής. Γνωρίζει άριστα τις συνθήκες, τα χαρακτηριστικά του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου και το προσωπικό της Μεραρχίας, το σύνολο του οποίου είναι Ηπειρώτες. Είναι διοικητής της Μεραρχίας από το 1938.

Έχει εκτιμήσει σωστά τις καταστροφικές συνέπειες σε περίπτωση επιβραδυντικού αγώνα και εγκατάλειψης της Ηπείρου. Απέκλεισε κατηγορηματικά την αναδίπλωση της Μεραρχίας επί της γραμμής Ζυγός Μετσόβου-Άραχθος Ποταμός. Παίρνει εκείνος τις δικές του αποφάσεις.
«Η Μεραρχία έχει την απόφασιν να παρασύρη τον αντίπαλον επί της οργανωμένης κατά το μάλλον και ήττον τοποθεσίας της Ελαίας και αφού επιφέρει εις τούτον φθοράν, δια γενικής αντεπιθέσεως θα επιδιώξη να τον απορρίψη πέραν των ουνόρων, αποκόπτουσα αυτόν από τας γραμμάς συγκοινωνιών και ανεφοδιασμού του».

Αυτά γράφει ο υποστράτηγος Χαρ. Κατσιμήτρος στη διαταγή του της 23ης Σεπτεμβρίου 1940. Νέες οδηγίες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, οι οποίες συνεχίζουν να φωτογραφίζουν την έλλειψη αποφασιστικότητας και ένα βαθμό ηττοπάθειας, δεν κλονίζουν την απόφαση του διοικητή της VIII Μεραρχίας.

Ιταλική επίθεση: 28 Οκτωβρίου 1940
Κατά την επεξεργασία των πληροφοριών που έφτασαν στις 27 Οκτωβρίου 1940 (ημέρα Κυριακή) στο στρατηγείο της VIII Μεραρχίας από το άρτια οργανωμένο σχέδιο αναζήτησης και συλλογής πληροφοριών, ο διοικητής της Μεραρχίας με τους βασικούς επιτελείς του (επιτελάρχη αν/χη Δρίβα Χαρ., αρχηγό Πυροβολικού συνταγματάρχη Μαυρογιάννη Π., δ/ντή 3ου επιτελ. γραφείου ταγ/ρχη Πετρουτσόπουλο Π.), κατέληξαν στο συμπέρασμα της εκδήλωσης ιταλικής επίθεσης την επομένη, 28η Οκτωβρίου 1940.

Ο διοικητής της Μεραρχίας, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με το ΓΕΣ (αν/χη Κορώζη) στις 27.10.1940 μεταβίβασε τα ακόλουθα: «Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα επιτελέση το καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του Γ.Ε.Σ. Δύνομαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι».
Αυτό το ιστορικό τηλεφώνημα επιβραβεύει την αυτοπεποίθηση και την γενναιότητα, ειδικά γνωρίσματα του υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου.

«Δηλαδή έχουμε πόλεμο»
Είναι γνωστή ή πρέπει να είναι γνωστή η επίδοση τελεσιγράφου, από τον πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι, την 03:00 ώρα της 28ης Οκτωβρίου 1940 στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, με το οποίο η ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να καταλάβει ο στρατός της ορισμένες στρατηγικές θέσεις στον ελληνικό χώρο, τις οποίες δεν προσδιόριζε.
Αν κοιτάξουμε ερευνητικά το κείμενο αυτού του ιταμού τελεσιγράφου, με την τρίωρη προθεσμία αποδοχής ή απόρριψης των όρων, θα διαπιστώσουμε ότι με οποιαδήποτε απάντηση οι Ιταλοί είχαν ήδη αποφασίσει την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας, Αυτό το επισήμανε ο Μεταξάς με την παρατήρηση που έκανε στον Ιταλό πρεσβευτή αμέσως μετά από την ανάγνωση του κείμενου. Του είπε ξεκάθαρα: «Δηλαδή έχουμε πόλεμο!».

Ο Μεταξάς, χωρίς να συμβουλευθεί τον βασιλιά Γεώργιο, είπε το ιστορικό ΟΧΙ στα αιτήματα των Ιταλών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ερχόταν σε πλήρη αρμονία με την θέληση του δοκιμασμένου από τη δικτατορία ελληνικού λαού. Η οργή και η αγανάκτηση για τον τορπιλισμό της Έλλης είχε οδηγήσει σε καθολική εθνική ενότητα.

Η άρνηση του πρωθυπουργού να αποδεχθεί τις ιταλικές απαιτήσεις ήταν το αποτέλεσμα μιας ορθολογιστικής εκτίμησης των συμφερόντων της χώρας. Πρέπει να αποδεχθούμε χωρίς υστεροβουλίες ότι με αυτή την απόφαση αποφύγαμε ένα νέο διχασμό, πολύ χειρότερο από εκείνον της περιόδου 1916-1922, με την γνωστή τραγική του κατάληξη. Εδώ ακριβώς γεννιέται το πελώριο ερώτημα: Οι ορθολογιστικές εκτιμήσεις του Ι. Μεταξά, που τον οδήγησαν στην απόφαση της αρνητικής απάντησης στις απαιτήσεις της Ιταλίας, ήταν ακριβώς όμοιες με εκείνες του Ε. Βενιζέλου για τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στην εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου· γιατί λοιπόν πολέμησε τον εθνάρχη τότε, με ξέσπασμα της διαμάχης τον εθνικό διχασμό; Είναι μάλλον βέβαιο ότι οι οδυνηρές εμπειρίες του από την περίοδο 1914-1922 είχαν επηρεάσει τους προσανατολισμούς του.
Με την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης από τα σπίτια τους, από την εξορία (το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ήταν εξορία στα νησιά), από τις φυλακές (ήταν ασφυκτικά γεμάτες από αντιφρονούντες), από το χωράφι, από το γραφείο, όλοι οι Έλληνες κρεμάστηκαν κυριολεκτικά σε κάθε μέσον συγκοινωνίας για να φτάσουν το συντομότερο στο μέτωπο.

Η μοίρα είχε διαλέξει τη Μεραρχία Ηπείρου (VIII Μεραρχία), μόνη από τις μεγάλες μονάδες, να υπερασπιστεί την τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας εναντίον εχθρού με ασύγκριτα περισσότερες δυνάμεις και με αντίθετες αποφάσεις ως προς την εκπλήρωση αυτής της αποστολής, μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου (έδρα το ξενοδοχείο Μ. Βρετανία στην Αθήνα) και του διοικητή της Μεραρχίας, ο οποίος από την πρώτη ημέρα της έναρξης των επιχειρήσεων εγκατέστησε το στρατηγείο του στη θέση Βρύση-Πασσά (10 χιλιόμετρα νότια από το Καλπάκι).

Στις 05:30 της 28ης Οκτωβρίου τα ιταλικά στρατεύματα, μισή ώρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου, παραβίασαν την ελληνική μεθόριο στην περιοχή Πίνδου - Ηπείρου.
Τα τμήματα προκάλυψης στον τομέα της Ηπείρου, μετά από διήμερο (28-29) σκληρό επιβραδυντικό αγώνα, μπήκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία και εγκαταστάθηκαν σε προβλεπόμενες από το σχέδιο επιχειρήσεων θέσεις για την ανασυγκρότηση τους.

Κατά το διήμερο 28-29 Οκτωβρίου, στον τομέα της Πίνδου δημιουργήθηκε σοβαρή κατάσταση. Οι λίγες δυνάμεις του αποσπάσματος Πίνδου δεν μπόρεσαν ν' αναχαιτίσουν τις ισχυρές δυνάμεις της Μεραρχίας «Τζούλια». Δημιουργήθηκε ρήγμα, κυρίως την κοιλάδα του Αώου, το οποίο αποκάλυπτε το πλευρό των μονάδων του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου. Τα ιταλικά τμήματα έφθαναν ως τη Σαμαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα. Το απόσπασμα Πίνδου, με διοικητή τον έφεδρο εκ μονίμων (ανακλήθηκε τον Αύγουστο του 1940 στην ενεργό υπηρεσία) συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, δεν μπόρεσε να κρατήσει τις επιθέσεις της μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια». Την 1η Νοεμβρίου είχε την ατυχία να τραυματιστεί σοβαρά και να αποχωρήσει. Την διοίκηση του αποσπάσματος Πίνδου ανέλαβε ο επίσης πανάξιος ηγήτορας, ταγματάρχης τότε, Ιωάννης Καραβίας.

Άνευ ιδέας αποχωρήσεως
Στις 30 Οκτωβρίου το Γενικό Στρατηγείο, με προσωπική διαταγή προς τον διοικητή της VIII Μεραρχίας, του επισημαίνει τα ακόλουθα:
«Να έχετε πάντοτε υπόψη σας ότι η αποστολή της Μεραρχίας είναι η κάλυψη του θεάτρου της Δυτ. Μακεδονίας από την γενική κατεύθυνση Ιωάννινα-Ζυγός και η απόφραξη των δρομολογίων από την Ήπειρο προς Αιτωλοακαρνανία (...) Προσπάθειές σας για την διεκδίκηση εθνικού εδάφους στην Ήπειρο δεν πρέπει να σας οδηγήσουν στην φθορά των μέσων, έτσι ώστε να κάνουν προβληματική την εκπλήρωση της πιο πάνω αποστολής».
Ο διοικητής της Μεραρχίας, αφού ανακοίνωσε την διαταγή του Γεν. Στρατηγείου στους διοικητές των τομέων Νεγράδων και Καλαμά, με έγγραφη απόρρητη διαταγή τους έκανε γνωστό ότι εξακολουθεί να εμμένει στην απόφαση του ν' αντιτάξει σταθερή άμυνα στην οργανωμένη τοποθεσία της Ελαίας άνευ ιδέας υποχωρήσεως. Για την αντιμετώπιση της απειλής από τις ορεινές διαβάσεις του όρους Σμόλικα έδωσε εντολή αναδίπλωσης στον υποτομέα του Αώου και στο απόσπασμα Μετσόβου, το οποίο είχε διατεθεί στη Μεραρχία από την 31η Αυγούστου.
Σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες της μάχης, ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, ηγέτης αλλά και οικογενειάρχης, νηφάλιος και ατάραχος, γράφει στην αγαπημένη σύζυγό του, μέσα από το αμπρί του, που είναι κοντά στο Καλπάκι:

Τ.Τ. 712 τη 30ή Οκτωβρίου 1940
«Αγαπημένη μου Ελένη,
»Μην ανηυχής, καλά πάνε τα πράγματα. Το σχέδιόν μου εφαρμόζεται όπως έχει καθορισθή εκ των προτέρων, μην πιστεύης καμμίαν διάδοσιν, γιατί όλα είναι φήμαι αδέσποτοι.
»Κρατάμε καλά και εντός ολίγou θα τους κανονίσωμε όπως χρειάζεται. Εξαιρετική είναι η δράσις του πυροβολικού μας το οποίοv έχει καταστρέψει αρκετά άρματα μάχης του εχθρού και το βαρύ πυροβολικό του το εσίγησε.
Σε ασπάζομαι
Χαράλαμπος»

Διαπίστωση, από τις λίγες αυτές γραμμές, είναι η ακλόνητη εμμονή του στην αρχική του απόφαση. (Το απόκομμα της επιστολής είναι ευγενική προσφορά του γιου του στρατηγού, υποστράτηγου ε.α. Γεωργίου Κατσιμήτρου).
Πρέπει να επισημανθεί η συμβολή, σε αυτό το απίστευτο κατόρθωμα, μιας φούχτας Ελλήνων, του διοικητή της Ι Μεραρχίας τότε υποστρατήγου Βασιλείου Βραχνού. Στις 30 Οκτωβρίου, στις κρίσιμες ώρες της μάχης της Πίνδου, πήγε ο ίδιος με μέρος του επιτελείου του στο Επταχώριο και ανέλαβε τη διοίκηση όλων των μονάδων στον τομέα εκείνο.
Ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, είχε διαβεβαιώσει τον Μουσολίνι στις 15 Οκτωβρίου 1940, ημέρα απόφασης της ιταλικής κυβέρνησης για την επίθεση κατά της Ελλάδας, ότι η ιταλική επίθεση θα δώσει την εντύπωση μιας συντριπτικής θυέλλης.
Δύο μεραρχίες, η Μεραρχία «Κενταύρων» και η Μεραρχία «Φεράρα», με την υποστήριξη της αεροπορίας και τον καταιγισμό πυρών πυροβολικού, που αργότερα ενισχύθηκαν από τρεις ακόμη επίλεκτες μ. μονάδες, επί 12 ημέρες δεν θα μπορέσουν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαίας. Θα δουν τα άρματα τους κατεστραμμένα και γκρεμισμένα σε παγίδες της αντιαρματικής οργάνωσης που φωτογραφίζει το ελληνικό δαιμόνιο. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη στρατιωτική ιστορία το φαινόμενο, μόνο το πυροβολικό να τρέπει σε φυγή μονάδες αρμάτων και πεζικού σε βάθος 20 χιλιομέτρων. Κάποια διείσδυση των Ιταλών στον τομέα της Θεσπρωτίας θ’ ανακοπεί στον ποταμό Αχέροντα.
Η 13η Νοεμβρίου βρίσκει τις ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο να έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού μας εδάφους. Στη ΒΔ Μακεδονία να βρίσκονται μέσα στο αλβανικό έδαφος (Βορείου Ηπείρου), έτοιμες να καταλάβουν τον ορεινό όγκο της Μόροβας και τον κόμβο των συγκοινωνιών της Κορυτσάς.
Το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων έχει ανέβει κατακόρυφα. Αντίθετα, το προσωπικό των ιταλικών μονάδων βρίσκεται ψυχικά σε απελπιστική κατάσταση. Ο δε αλαζόνας στρατηγός Πράσκα αντικαταστάθηκε ως ανίκανος, από τον στρατηγό Σοντού, που και εκείνος αργότερα αντικαταστάθηκε με το ίδιο αιτιολογικό.
Στην ίδια περίοδο επιστρατεύθηκαν, για το θέατρο επιχειρήσεων της Αλβανίας, 11 μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες πεζικού, μία μεραρχία και μία ταξιαρχία ιππικού. Συνολική δύναμη μαζί με τις μη μεραρχιακές μονάδες 232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα και 100.000 κτήνη περίπου. Το σύνολο των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, με την άφιξη νέων ενισχύσεων, ήταν δύο στρατιές, 240-250 χιλιάδες άνδρες περίπου.
Από αυτή τη στιγμή το άστρο της νίκης φωτίζει τα ελληνικά όπλα και ο απόηχος του έπους συγκλονίζει τον τότε φοβισμένο κόσμο μας.

Η ελληνική αντεπίθεση
Ούτε η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου, κυρίως σε οπλισμό, αεροπορία και μέσα μεταφοράς, ούτε οι αντίξοες καιρικές συνθήκες (βαρύς χειμώνας), ούτε το δύσβατο του εδάφους, ούτε οι φοβερές δυσχέρειες ανεφοδιασμού εμπόδισαν τον στρατό μας να αναλάβει γενική αντεπίθεση για την κατάληψη και απελευθέρωση της Β. Ηπείρου.
Στον Νότιο Τομέα, το Α' Σ.Σ. κατέλαβε τους Αγ. Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα και άνοιξε τον δρόμο για την προέλαση προς Αυλώνα.
Στον Κεντρικό Τομέα, το Β' Σ.Σ. κατέλαβε την Πρεμετή και στο τέλος Δεκεμβρίου έφτασε 15 χιλιόμετρα ανατολικά από την Κλεισούρα, την οποία κατέλαβε αργότερα.
Στον Βόρειο Τομέα, το ΤΣΔΜ (Γ' και Ε' Σ.Σ.) κατέλαβε τον ορεινό όγκο Μόροβας - Ιβάν, το Πόγραδετς και εξασφάλισε από δυτικά το υψίπεδο της Κορυτσάς, την οποία κατέλαβε αργότερα.
Τα ελληνικά στρατεύματα κατάφεραν να προελάσουν, μέσα σε ενάμιση μήνα, στο έδαφος της Β. Ηπείρου από 30 ως 80 χιλιόμετρα, μέσω ορεινών δρομολογίων. Δεν χρησιμοποιούσαν τους πεδινούς χώρους γιατί δεν είχαν τεθωρακισμένα και οχήματα.

«Εαρινή επίθεση»
Ο σκληρός χειμώνας αναγκάζει τα ελληνικά στρατεύματα να ανακόψουν την προέλασή τους, η οποία είχε ως τελικό αντικειμενικό σκοπό την απόρριψη των Ιταλών στη θάλασσα. Ο Μουσολίνι, που γνωρίζει την επικείμενη επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδας, για να εξευμενίσει τον Χίτλερ αποφασίζει την εξαπόλυση γενικής αντεπίθεσης στις 9 Μαρτίου 1941 με 10 μεραρχίες. Την αντεπίθεση παρακολουθεί ο ίδιος από το ύψωμα Καμάριτ (Γκλάβα).
Όμως και αυτή τη φορά το ακατάβλητο θάρρος και το πνεύμα αυτοθυσίας των ελληνικών στρατευμάτων τον απογοητεύουν, γιατί δεν παραχωρούν ούτε μια σπιθαμή εδάφους. Η αντεπίθεση στις 25 Μαρτίου εκφυλίζεται και ο Μουσολίνι ταπεινωμένος φεύγει από τα Τίρανα για την Ιταλία με πρόθεση να την επαναλάβει. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941 θα ματαιώσει τα σχέδιά του.
Στις 6 Απριλίου 1941 η μικρή Ελλάδα δεν θα διστάσει να πει και δεύτερο ΟΧΙ στην παντοδύναμη Γερμανία. Οι Γερμανοί θα περάσουν, όχι όμως από τα οχυρά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Εκείνα θα μείνουν απόρθητα, για να αναγκάσουν τον γερμανικό στρατό να «παρουσιάσει όπλα» προς τιμήν των υπερασπιστών τους, όταν όλα έχουν τελειώσει.
Ο δραματικός επίλογος αυτού του πολυαίμακτου για την Ελλάδα πολέμου, που σημαδεύει και το μεγαλείο της θυσίας για τα σύμβολα της πατρίδας και για τις ανθρώπινες αξίες, θα γραφεί στις 27 Απριλίου 1941 στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Κοντά στο μεσημέρι αυτής της ανοιξιάτικης ημέρας, ένα γερμανικό τμήμα θα φτάσει στην Ακρόπολη. Εκεί υπάρχει ο Έλληνας στρατιώτης, φρουρός της γαλανόλευκης που κυματίζει ακόμη ανέμελη στον αττικό ουρανό.
Αυτό που ακολούθησε, όταν κάποιος στρατιώτης Γερμανός τον πλησίασε, θα μας το πει με τον δικό του ποιητικό λόγο ο Γιάννης Γαλανός:
Τού 'παν να κατεβάσει τη σημαία οι Γερμανοί, θα ύψωναν τη δική τους. Ήταν αφτός φρουρός εκείνη την ώρα. Διπλώθηκε με αφτή κι έπεσε στο βράχο. Κάτω της Ακρόπολης. Δεν την παρέδωσε. Ήταν Έλληνας αφτός, πώς να το κάνει. Ένας στρατιώτης Έλληνας, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης. Κι ήταν η ώρα του μεγάλου όχι αφτή. Άξιος του γένους στάθηκε. Να τον θυμάστε.
(Γιάννης Γαλανός, από τη συλλογή Φύλλα της Ζωής. Εκδόσεις «Φαίδων» 1996).

Επίλογος
Επίκαιρο μα και βασανιστικό προβάλλει το ερώτημα: Πόσοι από μας θα νιώσουμε την ανάγκη, την 28η Οκτωβρίου, εκείνη την ημέρα της περισυλλογής για τον έπαινο των θριαμβευτών και τον εντοπισμό των σφαλμάτων για ένα σωστό φρονηματισμό μας; Πολλοί ή λίγοι; Δική σας η απάντηση.
Όμως και εδώ τα φαινόμενα δεν απατούν. Η ηθική διαφθορά κορυφής μα και βάσης, η ανευθυνότητα, η ανεμελιά μας, η απληστία και προ παντός η απώλεια της ιστορικής μας μνήμης, με επακόλουθα τη λήθη, την ασέβεια προς τους θριαμβευτές και ήρωες και πάνω από όλα την κατάπτωση των ηθικών αξιών, που δίνουν το νόημα του ανθρώπινου προορισμού μας, είναι οι αναμφισβήτητες διαπιστώσεις, που, αλίμονο, και αυτή τη φορά θα καταλήξουν σε κάποια τραγωδία της πατρίδας μας, αν δεν συνετιστούμε, αν δεν μας φρονηματίσει το βαθύτερο νόημα αυτής της επετείου.
Οι απογοητευτικές διαπιστώσεις είναι πολλές. Εγώ θα επισημάνω μία: Δεν άκουσα ποτέ μέχρι σήμερα από τους ομιλητές των «πανηγυρικών» αυτών των επετείων να μνημονεύουν τα ονόματα των κυρίων συντελεστών αυτού του θριάμβου, των υποστρατήγων Χ. Κατσιμήτρου και Β. Βραχνού, του γενναίου ταγματάρχη τότε Ι. Καραβία, ή και άλλων που δεν αναφέρονται σ' αυτό το κείμενο. Έχω την διαίσθηση ότι ο ελληνικός λαός, από λαθεμένη ενημέρωση, θεωρεί ως μόνους δημιουργούς αυτού του «Έπους» τους Ι. Μεταξά, Αλ. Παπάγο και τον βασιλέα Γεώργιο Β'. Κανείς δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει. Ήταν η ηγεσία της Ελλάδας τότε. Όμως και ο Ι. Μεταξάς και ο Αλ. Παπάγος έχουν υμνήσει απερίφραστα και έχουν επιβραβεύσει με ηθικές αμοιβές και τον ελιγμό της VIII Μεραρχίας και τις γενναίες ενέργειες ηγετών και οπλιτών του στρατού Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας τότε. Ο δε υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπειρος προμαχούσα, μνημεία της ιστορικής αλήθειας, στον επίλογο του, σελ. 255, γράφει: «...αι παρ' αυτού διατυπούμεναι γνώμαι και κρίσεις επί της πορείας και εξελίξεως των πολεμικών επιχειρήσεων, ουδέ πόρωθεν έχουσι σκοπόν επικρίσεως ουδενός...».
Εμείς γιατί είμαστε δέσμιοι των παθών μας;

Δημήτριος Λιμνιάτης, Αντιστράτηγος ε.α.
(Περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τ. 352, Οκτ. 1997)
Read More »
ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, διοικητής της VII Μεραρχίας Πεζικού ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, διοικητής της VII Μεραρχίας Πεζικού Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

Πώς η VΙΙΙ Μεραρχία συνέτριψε την ιταλική επίθεση στην Ηπειρο

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023

 
Ψηλά στην Ήπειρο, ο χειμώνας είχε ήδη έρθει. Στα Ιωάννινα, ο διοικητής της VΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, βρισκόταν στο γραφείο του.

Η ώρα είχε περάσει, αλλά ο έμπειρος στρατηγός, μαζί με τους επιτελείς του, βρίσκονταν σκυμμένοι επάνω από τους απλωμένους χάρτες τους, μελετώντας τους και ανταλλάσσοντας μόνο τα απαραίτητα λόγια.

Ο μέραρχος είχε ενημερώσει τους επιτελείς του για την αναφορά του διοικητή του Αποσπάσματος Πίνδου, του Δαβάκη, ο οποίος ήταν βέβαιος ότι η ιταλική εισβολή ήταν  ζήτημα ωρών.

Μέσα στη νύχτα έφτασε στο γραφείο του μέραρχου και ο συνταγματάρχης Μαυρογιάννης. Ήταν ο διοικητής πυροβολικού της Μεραρχίας, αλλά και ο άνθρωπος που επιμελήθηκε την οργάνωση του εδάφους στη ζώνη ευθύνης της.

Ο συγκεκριμένος αξιωματικός υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ο θεμελιωτής της νίκης του Καλπακίου. Ολόκληρο το καλοκαίρι του 1940 περιέτρεχε τη ζώνη της Μεραρχίας βάσει των εντολών που είχε δώσει στο ΓΕΣ ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.

Ο Μαυρογιάννης έκανε μεγάλο έργο: Κατόπτευε. Σχεδίαζε.

Με την αμέριστη συμπαράσταση των κατοίκων, είχε κατορθώσει να οργανώσει άριστα το έδαφος. Κατασκευάστηκαν 269 πολυβολεία αντοχής σε πλήγματα  οβίδων τουλάχιστον των 75 χιλ., 20 διπλά πολυβολεία σκαμμένα στους βράχους, 16 θέσεις τάξης πυροβόλων, και 30 καταφύγια για τους πυροβολητές, τα κτήνη και τα πυρομαχικά, 15 πυροβολεία αντοχής σε πλήγματα τουλάχιστον των 105 χιλ. Ανοίχτηκαν χαρακώματα συνολικού μήκους 66 χλμ. και στρώθηκαν ζώνες συρματοπλέγματος μήκους 5.700 μ., κατασκευάστηκαν 110 σκέπαστρα προστασίας του πεζικού, συνολικής χωρητικότητας 3.500 ανδρών, 10 ενισχυμένα παρατηρητήρια, υπόγεια τηλεφωνικά κέντρα, αντιαρματικές τάφροι συνολικού μήκους 4,5 χλμ. και 26 αντιαρματικά  φράγματα με σιδηροτροχιές.




Επίσης, στρώθηκαν ναρκοπέδια και υπονομεύτηκαν όλες οι γέφυρες στη ζώνη προκάλυψης της Μεραρχίας, ενώ ανοίχθηκαν και πολλαπλές ζώνες χαρακωμάτων, ώστε να διασπείρονται τα εχθρικά πυρά. Οι αφανείς ήρωες του τεράστιου αυτού επιτεύγματος ήταν οι απλοί κάτοικοι της Ηπείρου, οι οποίοι εργάζονταν χωρίς αμοιβή επί πέντε ημέρες κάθε μήνα, κατασκευάζοντας «προχώματα για τα παιδιά μας, που θα πολεμήσουν για την πατρίδα», όπως έλεγαν οι ίδιοι στον στρατηγό Κατσιμήτρο.

Ο Μαυρογιάννης παρουσιάστηκε στον μέραρχο και επιβεβαίωσε τις υπάρχουσες πληροφορίες. Ο Κατσιμήτρος άλλωστε ήταν πάντα καλά πληροφορημένος, έχοντας εγκαταστήσει, με τη βοήθεια του δασκάλου τού χωριού Μολυβδοσκέπαστη Σταύρου Γκατσόπουλου, εκτεταμένο δίκτυο πρακτόρων εντός του αλβανικού εδάφους. Με τον τρόπο αυτό γνώριζε τα πάντα σχετικά με τις μετακινήσεις των ιταλικών δυνάμεων εντός της Αλβανίας.

Οι Ιταλοί είχαν ήδη συγκεντρωθεί στα σύνορα. Η εισβολή δεν θα αργούσε να πραγματοποιηθεί. Μόλις ολοκληρώθηκε η σύσκεψη, ο  Κατσιμήτρος τηλεφώνησε στην Αθήνα, στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ). Του απάντησε ο αντισυνταγματάρχης Κορώζης.

Ο Κατσιμήτρος χωρίς να χάσει χρόνο είπε στον Κορώζη: «Αναφέρετε, παρακαλώ, κ. Κορώζη, στον κ. Αρχηγό του ΓΕΣ ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριο το πρωί, ίσως δε και κατά τη διάρκεια της νύκτας 27ης προς την 28η Οκτωβρίου, θα έχουμε ιταλική επίθεση. Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, σύμφωνα με τις διαταγές και τις οδηγίες του ΓΕΣ. Μπορώ να διαβεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγό -και το τονίζω  ιδιαιτέρως αυτό- ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι».

«Μάλιστα Στρατηγέ μου, θα αναφέρω τα ανωτέρω στον κ. Αρχηγό και θα τονίσω ιδιαιτέρως τη σοβαρή σας διαβεβαίωση. Εύχομαι, Στρατηγέ μου, καλή επιτυχία», απάντησε συγκινημένος ο Κορώζης.

Ο Κατσιμήτρος δεν ανήκε στους απλώς ρομαντικούς και φιλοπάτριδες αξιωματικούς. Είχε συμμετάσχει σε πέντε πολέμους και είχε τεράστια εμπειρία.

Η διαβεβαίωσή του λοιπόν προς τον Παπάγο ότι οι Ιταλοί δεν πρόκειται να διασπάσουν την κύρια γραμμή άμυνας της Μεραρχίας, τη λεγόμενη τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα.

Αυτό αποδεικνύεται και από τη διαταγή επιχειρήσεων που είχε εκδώσει, ήδη από τις 23 Σεπτεμβρίου 1940. «Η Μεραρχία έχει αποφασίσει να παρασύρει τον αντίπαλο επί της οργανωμένης τοποθεσίας Ελαίας και, αφού  επιφέρει σε αυτόν φθορά, με γενική αντεπίθεση θα επιδιώξει να τον απορρίψει πέρα από τα σύνορα, αποκόπτοντάς τον από τις γραμμές των συγκοινωνιών και του εφοδιασμού του.

Αξιώνω και απαιτώ όπως ενστερνιστείτε όλοι το πνεύμα της διαταγής αυτής, βαθμοφόροι και στρατιώτες παντός Όπλου και Σώματος και όλες οι διοικήσεις και τα επιτελεία...

Ενθυμούμενοι την Ιστορία και τις παραδόσεις μας, ας δείξουμε στους πιθανούς αντιπάλους μας ότι ούτε το πλήθος ούτε η υλική ισχύς φέρνουν τη νίκη, αλλά οι ψυχικές δυνάμεις και η στερεά  πεποίθηση σε αυτήν και στο δίκαιο του αγώνα μας, γιατί θα αγωνιστούμε υπέρ βωμών και εστιών.

Η τιμή των ελληνικών όπλων απαιτεί, όπως κάθε τμήμα, σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρεθεί, να πολεμήσει μέχρι του τελευταίου ανδρός και του τελευταίου φυσιγγίου, και να θυσιαστεί, αλλά ουδέποτε να παραδοθεί» (υπογραφή: Κατσιμήτρος).

Ο Κατσιμήτρος είχε επεξεργαστεί από καιρό λοιπόν τα σχέδια άμυνας της Μεραρχίας. Η αποστολή του ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς η Μεραρχία όφειλε να αμυνθεί μετώπου μήκους 100 χλμ. με 15 τάγματα πεζικού, 2 τάγματα πολυβόλων, 66 πυροβόλα -ορειβατικά, πεδινά και συνοδείας πεζικού– τη μεραρχιακή ομάδα αναγνώρισης, μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία των 37 χιλ. (4 πυροβόλα), μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία των 20 χιλ. (6 πυροβόλα), μία αντιαρματική πυροβολαρχία των 37 χιλ. (4 πυροβόλα), μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία των 88 χιλ. (3 πυροβόλα), η  οποία κάλυπτε την πόλη των Ιωαννίνων, 2 λόχους Μηχανικού και 3 λόχους Διαβιβάσεων.

Οι Ιταλοί απέναντί του είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις. Ενταγμένες στο ΧΧV Σώμα Στρατού -το λεγόμενο της «Τσαμουριάς»- οι Ιταλοί διέθεταν την ενισχυμένη 23η ΜΠ Φεράρα (47ο και 48ο Συντάγματα Πεζικού, δύο τάγματα Αλβανών, ένα μηχανοκίνητο τάγμα Βερσαλλιέρων, την 3/131 Επιλαρχία με 50 ελαφρά άρματα, ένα τάγμα όλμων, μία επιλαρχία ιππικού, 48 βαριά πυροβόλα, 68 ελαφρά πυροβόλα, ένα λόχο μοτοσικλετιστών, μία μοίρα αντιαεροπορικών πυροβόλων των 20 χιλ.,  αντιαρματικό ουλαμό των 47 χιλ., στοιχεία μηχανικού με υλικό γεφυροσκευής, συνολική δύναμη 21.000 ανδρών), την 51η ΜΠ Σιέννα (31ο και 32ο Συντάγματα Πεζικού και ένα σύνταγμα ιππικού.

Επίσης ένα τάγμα Αλβανών, ένα τάγμα Μελανοχιτώνων, ένα τάγμα όλμων, 24 βαριά πυροβόλα, 56 ελαφρά πυροβόλα και στοιχεία μηχανικού, συνολικής δύναμης 12.500 ανδρών), την 131η Τεθωρακισμένη Μεραρχία (ΤΘΜ) «Κένταυρος» (μία επιλαρχία αρμάτων με 40 άρματα, ένα μηχανοκίνητο τάγμα Βερσαλλιέρων, 24 ελαφρά πυροβόλα, μία αντιαρματική πυροβολαρχία των 47 χιλ. με 8 πυροβόλα, μία  αντιαεροπορική Μοίρα των 20 χιλ. με 16 πυροβόλα και ένα λόχο μοτοσικλετιστών, με συνολική δύναμη 2.200 ανδρών), τη Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ) με δύο συντάγματα ιππικού, ένα σύνταγμα Γρεναδιέρων (3 τάγματα), ένα τάγμα Αλβανών και 24 ελαφρά πυροβόλα, συνολικής δύναμης 5.500 ανδρών.

Συνολικά, οι Ιταλοί ανέπτυξαν απέναντι στην VIII ΜΠ περί τους 42.000 άνδρες, με 244 πυροβόλα κάθε διαμετρήματος και 90 άρματα μάχης. Θα μπορούσε να τους αδικήσει κανείς για τη βεβαιότητα που είχαν για τη νίκη; Μάλλον, όχι.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ο Κατσιμήτρος είχε αντίθετη γνώμη. Έχοντας να καλύψει ένα τεραστίου αναπτύγματος μέτωπο με τις δυνάμεις που διέθετε, έπρεπε να ενεργήσει έξυπνα.

Καταρχάς, θα επιχειρούσε να επιβραδύνει την εχθρική προέλαση, κυρίως για να προκαλέσει φθορά στον εχθρό, πριν ο όγκος του φτάσει ενώπιον της κύριας γραμμής αντίστασης.

Για το σκοπό αυτό ανέπτυξε το 1/3 των δυνάμεών του στην προκάλυψη (5 τάγματα πεζικού, 2 πυροβολαρχίες των 75 χιλ. και 6 πυροβόλα συνοδείας των 65 χιλ.), σε όλο το μήκος της μεθορίου, από την Κόνιτσα  έως το Ιόνιο.

Τον κεντρικό τομέα τον εμπιστεύτηκε στον αντισυνταγματάρχη Μαρδοχαίο Φριζή, στον οποίο διέθεσε το 1/15 Τάγμα Πεζικού (ΤΠ), το 2/42 Τάγμα Ευζώνων (ΤΕ), μία πυροβολαρχία των 75 χιλ., έναν ουλαμό των 65 χιλ. υπό τον ταγματάρχη πυροβολικού Κ. Βερσή, μία πυροβολαρχία των 75 χιλ. και δύο ουλαμούς των 65 χιλ. υπό τον ταγματάρχη του πυροβολικού Δ. Κωστάκη.

Οι δύο αυτοί αξιωματικοί του πυροβολικού αξίζουν ειδικής μνείας. Άριστοι αξιωματικοί και οι δύο, από την πρώτη μέρα του πολέμου μέχρι τη συνθηκολόγηση, είχαν καταστεί ο φόβος και ο τρόμος του Ιταλικού Στρατού.

Υποστήριζαν με τέτοια επιτυχία το πεζικό, που έγιναν θρύλοι, και στα δύο στρατόπεδα. Ένα «μνημείο» της δράσης του Κωστάκη υπάρχει ακόμα και σήμερα στο μουσείο του Αργυροκάστρου.

Πρόκειται για ένα ιταλικό πυροβόλο, με μια ελληνική οβίδα σφηνωμένη στην κάννη του. Σκοπευτής ήταν ο Κωστάκης! Τα τμήματα της προκάλυψης είχαν  ως αποστολή να επιβραδύνουν τις εχθρικές κινήσεις, να προκαλέσουν στον εχθρό τη μεγαλύτερη δυνατή φθορά και να αποσυρθούν κατόπιν στην κύρια γραμμή αντίστασης, όπου θα αποτελούσαν τις εφεδρείες των τομέων.

Όσον αφορά την κύρια γραμμή αντίστασης, αυτή εκτεινόταν από την Ηγουμενίτσα μέχρι τις παρυφές του Σμόλικα. Ο Κατσιμήτρος τη χώρισε σε τέσσερις τομείς. Ο πρώτος, από ανατολικά προς τα δυτικά, ήταν ο τομέας Νεγράδων, χωρισμένος με τη σειρά του σε τρεις υποτομείς, τους Σουδενών, Καλπακίου και Βροντισμένης.

Οι δυνάμεις του συγκεκριμένου τομέα κάλυπταν την τοποθεσία-κλειδί της μεραρχιακής διάταξης, τη διάβαση του Καλπακίου.

Το Καλπάκι είναι μια στενή σχετικά διάβαση, ανάμεσα στα υψώματα Ασσόνισα (ανατολικά) και Παλαιόκαστρο. Στην  τοποθεσία, δεσπόζει το βόρεια της Ασσόνισας ύψωμα Γκραμπάλα, ενώ στον μοναδικό οδικό άξονα δεσπόζει το ύψωμα του Καλπακίου (ύψωμα 493).

Υπήρχαν δύο οδοί, που από το αλβανικό έδαφος οδηγούσαν στην Ελλάδα. Οι δύο αυτοί δρόμοι όμως συνέκλιναν λίγο βορειότερα του Καλπακίου και ενώνονταν σε έναν. Όποιος ήθελε να κατευθυνθεί στα Ιωάννινα, από εκεί όφειλε να περάσει.

Ο Κατσιμήτρος το γνώριζε αυτό, και στο σημείο αυτό αποφάσισε να δώσει την κυρίως αμυντική του μάχη. Ήταν βέβαιος πως αν οι Ιταλοί δεν διασπούσαν την τοποθεσία του Καλπακίου, δεν θα αποτολμούσαν να προελάσουν σε βάθος ούτε στο πλευρό της τοποθεσίας, προς το Ιόνιο, εκεί που η τοποθεσία παρουσίαζε τη  μεγαλύτερη αδυναμία της.

Στον τομέα Νεγράδων λοιπόν έταξε ο στρατηγός δύο τάγματα του 15ου ΣΠ, το 1/40 ΤΕ, έναν λόχο πολυβόλων, τα τέσσερα αντιαρματικά πυροβόλα που διέθετε και το 1ο Τάγμα Πολυβόλων. Οι δυνάμεις αυτές επρόκειτο να σηκώσουν το βάρος του αγώνα. Δυτικότερα, στον τομέα Καλαμά, διατέθηκαν τέσσερα τάγματα ευζώνων του 40ού και 42ου Συνταγμάτων Ευζώνων, το 2ο Τάγμα Πολυβόλων και η ομάδα αναγνώρισης ιππικού της Μεραρχίας. Ακόμα πιο δυτικά, στον τομέα Θεσπρωτίας, διατέθηκαν δύο μόλις τάγματα πεζικού (2/24 και 3/24).

Ο φόβος ιταλικής απόβασης στα νώτα της τοποθεσίας, ανάγκασε τον Κατσιμήτρο να διαθέσει μέρος από τις μικρές του εφεδρείες στον τομέα Πρέβεζας-Φιλιππιάδας, οι δυνάμεις του οποίου (ένα τάγμα πεζικού, ένας λόχος πολυβόλων, τέσσερα πυροβόλα των 65 χιλ. και τέσσερα των 75 χιλ.) φρουρούσαν την ακτογραμμή.

Εφεδρεία της μεραρχίας ορίστηκε το 1/42 ΤΕ και τα τμήματα της προκάλυψης, που, μετά το πέρας του επιβραδυντικού αγώνα, θα έπαιρναν θέσεις πίσω από την τοποθεσία αντίστασης.

Στις 26 Οκτωβρίου, το ιταλικό ραδιόφωνο και οι εφημερίδες άρχισαν να εξαπολύουν μύδρους κατά της Ελλάδας, μεταδίδοντας την είδηση ότι ελληνικές «συμμορίες» εισέβαλαν στο αλβανικό έδαφος και άνοιξαν πυρ κατά ιταλικών τμημάτων.

Σύμφωνα με τους Ιταλούς, άλλες ελληνικές «συμμορίες» τοποθέτησαν βόμβα στους Αγίους Σαράντα.

Το συνοριακό επεισόδιο που ζητούσε ο Μουσολίνι και ετοίμασε ο Τσιάνο, ο πραγματικός εγκέφαλος πίσω από την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, είχε συμβεί. Φυσικά, θα έπρεπε να είναι κανείς πολύ αφελής για να  πιστέψει τα ιταλικά ψεύδη. Οι ημερήσιες διαταγές των ιταλικών μονάδων το φανερώνουν:

«26 Οκτωβρίου 1940 - Μεραρχία Φεράρα

»Από 19 μηνών, στην οχυρή και τραχιά αυτή γη της Αλβανίας χαλυβδώνουμε τα όπλα και τις καρδιές μας προσηλωμένοι προς έναν σκοπό, ο οποίος βρίσκεται πια κοντά. Συγκεντρωμένοι σε ένα φάτσιο (δέσμη) ενεργειών και θελήσεων, πεζοί, Μελανοχίτωνες, σκαπανείς, όλοι, Ιταλοί και Αλβανοί, προσηλώνουμε το βλέμμα μας προς την Ήπειρο. Θα κάνουμε να λάμψει η δάφνη της Φεράρα. Με αυτή την πεποίθηση σας κραυγάζω την ιαχή του αγώνα που είναι “Νίκη”. Ήρθε η ημέρα μας και είναι ανάγκη να νικήσουμε.

»Λ. Τζανίνι υποστράτηγος».

Πίσω στα Ιωάννινα, ο Κατσιμήτρος, με απόλυτη ψυχραιμία, έδωσε τις τελικές διαταγές. Κατόπιν, επέτρεψε να αποχωρήσουν όσοι αξιωματικοί δεν είχαν υπηρεσία, και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο του κτιρίου του στρατηγείου της Μεραρχίας, όπου βρισκόταν το σπίτι του. Πριν αναπαυθεί, μίλησε τηλεφωνικά με όλους τους διοικητές των τμημάτων της προκάλυψης. Ύστερα, ήσυχος, ξάπλωσε.

«Τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως αμύνονται του πατρίου εδάφους»

Στις 03.45 της 28ης Οκτωβρίου στο σπίτι του μέραρχου αντήχησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η μικρή κόρη του στρατηγού απάντησε. Ήταν από το ΓΕΣ. Ζητούσαν επειγόντως τον Κατσιμήτρο.

Ο στρατηγός κατάλαβε.

Πήρε το ακουστικό. Ήταν ο Κορώζης. Είπε στον Κατσιμήτρο τι είχε συμβεί, για το ιταλικό τελεσίγραφο και την απόρριψή του και για την επικείμενη ιταλική εισβολή. Ο Κατσιμήτρος αρκέστηκε να απαντήσει: «Αναφέρατε, παρακαλώ, στον κ. αρχιστράτηγο ότι η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, όπως επιβάλλει η εθνική τιμή  και με τον τρόπο που αυτή γνωρίζει». Αμέσως μετά, ο στρατηγός δρομολόγησε όλες τις από καιρό προετοιμασμένες κινήσεις του. Σε λίγες στιγμές ολόκληρη η VΙΙΙ ΜΠ ήταν σε ετοιμότητα.

Οι Ιταλοί πάντως δεν σεβάστηκαν ούτε το ίδιο τους το τελεσίγραφο. Η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα άρχισε ήδη από τις 04.30 της 28ης Οκτωβρίου, στην Ήπειρο και στην Πίνδο.

Έτσι, οι Ιταλοί κατόρθωσαν να σκοτώσουν έναν και να αιχμαλωτίσουν τέσσερις Έλληνες στρατιώτες.

Στη συντριπτική πάντως πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι Ιταλοί δεν πέτυχαν αιφνιδιασμό. Στις 05.30 το πρωί το πυροβολικό τους άρχισε καταιγιστικό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων της τοποθεσίας προκάλυψης, ιδίως κατά των συγκοινωνιακών κόμβων και του στενού στο Χάνι  Δελβινάκι. Ακολούθησε μαζική εισβολή του ιταλικού πεζικού, το οποίο απώθησε τα ελληνικά φυλάκια.

Τα ελληνικά τμήματα της προκάλυψης αποσύρθηκαν στην πρώτη τοποθεσία ανάσχεσης, και άρχισαν με πείσμα τον αγώνα. Παράλληλα, το Μηχανικό ανατίναζε όλες τις γέφυρες και τις οδούς, σύμφωνα με το σχέδιο καταστροφών. Μόνο η γέφυρα στο Χάνι Μπουραζάνι δεν ανατινάχτηκε, λόγω ελαττωματικών εκρηκτικών.

Οι ελληνικές δυνάμεις, έτοιμες, προετοιμασμένες, περίμεναν τους Ιταλούς και τους υποδέχτηκαν με πυκνά πυρά. Οι ιταλικές φάλαγγες, αιφνιδιάστηκαν από τα ελληνικά πυρά και είχαν τις πρώτες τους απώλειες.

Καθώς ξημέρωνε, εμφανίστηκε και η Ιταλική Αεροπορία και εκτέλεσε βομβαρδισμούς στη ζώνη επιχειρήσεων, αλλά και σε ελληνικές πόλεις, με απώλειες μεταξύ των αμάχων.

Την Αεροπορία συναγωνίζεται και το πυροβολικό, το οποίο βομβάρδισε την ανοχύρωτη κωμόπολη των Φιλιατών, προκαλώντας πολλά θύματα μεταξύ των αμάχων. Ο αγώνας στην  πρώτη τοποθεσία ανάσχεσης συνεχίστηκε.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι ιταλικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να θραύσουν την αντίσταση των ασθενών ελληνικών δυνάμεων, όπως στο Δελβινάκι, όπου ο λοχαγός Παπακώστας με τους άνδρες του απέκρουσαν κάθε απόπειρα των Ιταλών να διεισδύσουν στην τοποθεσία.

Ωστόσο, η εχθρική αριθμητική υπεροχή αναγκάζει τα ελληνικά τμήματα να συμπτυχθούν, για να μην περικυκλωθούν. Στον τομέα Κόνιτσας-Μέρτζανης, ο Φριζής κρατά τους Ιταλούς.

Για τη διάσπαση της τοποθεσίας, οι Ιταλοί ρίχνουν για πρώτη φορά στη μάχη τα άρματα μάχης τους. Περί τα 10 άρματα επιτέθηκαν, βάλλοντας συνεχώς με τα πολυβόλα τους. Ξαφνικά, δύο από αυτά βυθίστηκαν στο έδαφος.

Έπεσαν μέσα σε μία από τις αντιαρματικές τάφρους του Μαυρογιάννη. Τα υπόλοιπα προσπάθησαν να περάσουν εκατέρωθεν της τάφρου. Τότε όμως ακούστηκαν  εκρήξεις. Είχαν πέσει σε ναρκοπέδιο.

Άλλα δύο άρματα εξουδετερώθηκαν με τον τρόπο αυτό. Όσα απέμειναν σταμάτησαν την κίνησή τους. Τότε ήρθε η σειρά της πυροβολαρχίας του Βερσή. Τα ελληνικά πυρά αποτελείωσαν όσα είχαν απομείνει. Ο ενθουσιασμός του  ελληνικού πεζικού ήταν απερίγραπτος. Οι άνδρες βγήκαν από τα χαρακώματα και άρχισαν να φωνάζουν «Αέρα»!

Ωστόσο, η διαταγή της Μεραρχίας ήταν τα τμήματα προκάλυψης να υποχωρήσουν σταδιακά. Έπρεπε αυτά να φθείρουν τον αντίπαλο, και όχι τα ίδια να φθαρούν ανεπανόρθωτα. Ο συνταγματάρχης Μαυρογιάννης, επικεφαλής του δικτύου προκάλυψης της Μεραρχίας, επέβλεπε από κοντά τον αγώνα. Σε λίγο ο ήλιος έγειρε, και η πρώτη μέρα του πολέμου έγινε πια κομμάτι της Ιστορίας.

Το πρώτο ανακοινωθέν της ημέρας ανέφερε στερεότυπα: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της  ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Η πρώτη μέρα του αγώνα αναπτέρωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των Ελλήνων. Αντιμετώπισαν με θάρρος τους Ιταλούς, προκαλώντας τους μάλιστα σοβαρές απώλειες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η αντιμετώπιση των ιταλικών αρμάτων. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλο ψυχολογικό αντίκτυπο στους Έλληνες μαχητές. Έτσι, όταν ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων επισκέφθηκε τα μαχόμενα ελληνικά τμήματα για να τα εμψυχώσει, βρέθηκε προ εκπλήξεως.

Είπε μάλιστα γελώντας στον συνταγματάρχη Μαυρογιάννη που τον συνόδευε: «Μου φαίνεται, Μαυρογιάννη, ότι  εδώ που ήρθα για να δω τους πολεμιστές και να τους δώσω εγώ θάρρος και δύναμη, συνέβη το αντίθετο, και μου ενέπνευσαν αυτοί τόση δύναμη και πίστη, ώστε φεύγω ήσυχος και ικανοποιημένος».

Η 29η Οκτωβρίου ξημέρωσε με τους Ιταλούς να βρίσκονται σε επαφή με τις ελληνικές δυνάμεις. Μόνο στον παραλιακό τομέα, η Μεραρχία διέταξε τα εκεί προκαλυπτικά τμήματα να απαγκιστρωθούν και να πάρουν θέσεις στην κύρια γραμμή άμυνας, στη νότια όχθη του Καλαμά. Η Ιταλική Αεροπορία συνέχισε τη δράση της, και βομβάρδισε ακόμα και το στρατηγείο της Μεραρχίας στη θέση Βρύση Πασά.

Ευτυχώς, οι Ιταλοί βομβάρδισαν μόνο τις εγκαταλελειμμένες σκηνές, καθώς ο Κατσιμήτρος είχε μεταφέρει το στρατηγείο του νότια του Καλπακίου. Στον παραλιακό  τομέα, οι Ιταλοί επιχείρησαν και κατόρθωσαν να περάσουν τον Καλαμά. Ελληνική αντεπίθεση όμως τους έριξε και πάλι πίσω, στη βόρεια όχθη. Πίσω τους άφησαν 16 νεκρούς.

Στο Δελβινάκι επίσης οι Ιταλοί, πιστεύοντας ότι οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αποσυρθεί, κινήθηκαν να περάσουν τη στενωπό σε πυκνούς σχηματισμούς, συνοδεία ακόμα και στρατιωτικής μουσικής.

Η επιτροπή υποδοχής, όμως, ένας λόχος ευζώνων, ενισχυμένος με δύο πολυβόλα, τους απάντησε δεόντως. Οι Ιταλοί κυριολεκτικά αποδεκατίστηκαν, και για πρώτη φορά τράπηκαν σε φυγή.

Ύστερα από μία ώρα, εκδήλωσαν επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων, αλλά αποκρούστηκαν. Νοτιότερα, όμως, οι Ιταλοί είχαν κατορθώσει να υπερκεράσουν τις ελληνικές θέσεις.

Έτσι, ο Κατσιμήτρος αποφάσισε να διατάξει όλα τα τμήματα της προκάλυψης να υποχωρήσουν στην τοποθεσία αντίστασης. Εκεί θα ανασυγκροτούνταν και θα αποτελούσαν τις εφεδρείες των τομέων.

Ήπειρος Προμαχούσα

Η απόσυρση των ελληνικών προκαλυπτικών τμημάτων αποτέλεσε μία ακόμα πρώτου μεγέθους έκπληξη για τους Ιταλούς, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση.

Το μέγεθος του αιφνιδιασμού τους ήταν δε τέτοιο, ώστε δεν κατόρθωσαν να λάβουν καν επαφή με τις ελληνικές γραμμές. Για 32 περίπου ώρες, οι ιταλικές δυνάμεις είχαν χάσει τα ίχνη των ελληνικών.

Μόνο το ελληνικό πυροβολικό, έχοντας από πριν κανονίσει τη βολή του, έβαλλε, όχι πυκνά, μα εξαιρετικά εύστοχα κατά εισβολέων. Στο μεταξύ, ο Κατσιμήτρος είχε λάβει  καλές ειδήσεις από το ΓΕΣ.

Οι Βρετανοί θα κάλυπταν τις ελληνικές ακτές με το στόλο τους. Άρα, η Μεραρχία μπορούσε να αποσύρει τα τμήματα που είχε αγκιστρώσει να φρουρούν τις ακτές και να τα διαθέσει στην κρίσιμη μάχη.

Έφτασε έτσι η τελευταία μέρα του Οκτωβρίου. Από το πρωί της 31ης Οκτωβρίου, οι Ιταλοί επιδίωξαν να λάβουν στενή επαφή με την ελληνική τοποθεσία αντίστασης. Δεν το κατόρθωσαν, όμως, καθώς το ελληνικό πυροβολικό τούς προκάλεσε συντριπτικά πλήγματα.

Οι Ιταλοί επικέντρωσαν την προσπάθειά τους στον παραλιακό τομέα, όπου, με την υποστήριξη πυροβολικού και όλμων, επιχείρησαν να περάσουν τον Καλαμά. Αποκρούστηκαν, με απώλειες, από τα ελληνικά τμήματα. 7

Την ίδια ώρα, τα αλβανικά τμήματα του Ιταλικού Στρατού λεηλατούσαν τα ελληνικά  χωριά που κυριεύτηκαν από τους Ιταλούς. Από τις 10.30, το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Σε λίγο ακολούθησε και η Ιταλική Αεροπορία. Ο βομβαρδισμός αυτός δεν είχε αποτέλεσμα, και προκάλεσε ελάχιστες απώλειες στα ελληνικά τμήματα.

Βορειότερα, η κατάσταση για τα ελληνικά όπλα δεν ήταν ευνοϊκή. Το Απόσπασμα Πίνδου είχε καμφθεί και υποχωρήσει, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξί πλευρό της VΙΙΙ Μεραρχίας.

Για να αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή εξέλιξη, το ΓΕΣ ειδοποίησε τη Μεραρχία ότι πιθανόν θα έπρεπε να υποχωρήσει και αυτή. Ο Κατσιμήτρος βέβαια δεν σκεφτόταν καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Συγκρότησε το Απόσπασμα Αώου, με δύο τάγματα πεζικού, μία πυροβολαρχία, έναν ουλαμό των 65 χιλ. και μία διμοιρία πολυβόλων, το οποίο έθεσε υπό τον εβραϊκής καταγωγής ήρωα αντισυνταγματάρχη Μ.Φριζή, με εντολή  να καλύψει το δεξιό της Μεραρχίας.

Την ίδια ώρα, στο άλλο άκρο του μετώπου, συνέβη ένα άλλο σημαντικό γεγονός, τεράστιου ηθικού αντίκτυπου. Δύο ελληνικά αντιτορπιλικά, τα «Σπέτσαι» και «Ψαρά», με επικεφαλής τον τότε αντιπλοίαρχο Κώνστα, βομβάρδισαν τις ιταλικές θέσεις κατά μήκος των ακτών της Θεσπρωτίας, στην περιοχή Σαγιάδας.

Τα ελληνικά πλοία, σημαιοστολισμένα, βομβάρδισαν για δύο ώρες τις ιταλικές θέσεις, και κατόπιν αποχώρησαν ανενόχλητα. Ο ενθουσιασμός των στρατιωτών του παραλιακού τομέα ήταν απερίγραπτος, καθώς είδαν τα δύο μοναχικά ελληνικά  αντιτορπιλικά να αψηφούν τον πανίσχυρο ιταλικό στόλο και να ενισχύουν το σκληρό αγώνα τους.

Η πρώτη ημέρα του Νοεμβρίου κύλησε, με τους Ιταλούς να μην μπορούν ακόμα να λάβουν επαφή με την ελληνική τοποθεσία αντίστασης. Η Ιταλική Αεροπορία εξαπέλυσε σειρά επιδρομών.

Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν ελάχιστες, περιοριζόμενες σε λίγους τραυματίες και μερικά τηλεφωνικά καλώδια. Παράλληλα με τη δράση της Αεροπορίας, βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων άρχισε και το εχθρικό πυροβολικό.

Οι Ιταλοί, υπό την κάλυψη του βομβαρδισμού, σκόπευαν να προωθήσουν τις δυνάμεις, λαμβάνοντας στενή επαφή με την ελληνική αμυντική  τοποθεσία, με στόχο την εξαπόλυση σφοδρής, συνδυασμένης επίθεσης πεζικού και αρμάτων κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Πίσω, το Μηχανικό τους αγωνιζόταν να επισκευάσει τις ανατιναγμένες γέφυρες και τους κατεστραμμένους δρόμους.

Στην περιοχή των Αγίων, ιταλικός λόχος Μηχανικού γκρέμισε ένα μικρό εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής, για να επισκευάσει με το υλικό την ανατιναγμένη γέφυρα του Γόρμου.

Το ελληνικό πυροβολικό όμως απάντησε στην ιεροσυλία, μέσω της «πυροβολαρχίας-φάντασμα», όπως την ονόμασαν οι Ιταλοί, των 105 χιλ. του  λοχαγού Βαμβέτσου. Άνοιξε πυρ εναντίον τους από απόσταση 7 χλμ. περίπου, βρίσκοντας ακριβώς το στόχο.

Καίρια ελληνική βολή σκότωσε 50 Ιταλούς και τραυμάτισε άλλους τόσους. Το ιταλικό πυροβολικό επιχείρησε να απαντήσει με δύο πυροβολαρχίες. Και αυτές όμως αναγκάστηκαν να σιγήσουν από τα εύστοχα ελληνικά πυρά.

Αλλά και στην περιοχή του Παρακάλαμου, απόπειρα ιταλικού τεθωρακισμένου τμήματος να προελάσει, αναχαιτίστηκε από τον Κωστάκη.

Από απόσταση 5 χλμ., τα ελληνικά πυροβόλα τίναξαν στον αέρα ιταλικά άρματα και οχήματα,  αναγκάζοντας τα υπόλοιπα να τρέξουν να καλυφθούν. Βορειότερα, ο Βερσής καθήλωνε με τη σειρά του τις φάλαγγες της Φεράρα. Το ελληνικό πυροβολικό είχε καταστεί ο εφιάλτης των Ιταλών όλο αυτό το διάστημα.

Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου, οι διαβιβαστές της Μεραρχίας υπέκλεψαν ένα σήμα του Ιταλού διοικητή του ΧΧV Σώματος Στρατού, αντιστράτηγου Ρόσι, το οποίο προέτρεπε την Ιταλική Αεροπορία να πλήξει σκληρά τον εχθρό, εκμεταλλευόμενη την καλοκαιρία.

Πραγματικά, η Ιταλική Αεροπορία εμφανίστηκε μαζικά επάνω από το πεδίο της μάχης, χωρίς όμως να επιτύχει τίποτε το ιδιαίτερο. Μόνο η επίθεσή της κατά της πόλης των Ιωαννίνων στοίχισε τη ζωή σε αρκετούς άμαχους.

Η Ιταλική Αεροπορία βομβάρδιζε τις ελληνικές θέσεις επί τρεις συνεχόμενες  ώρες. Στις 12.00, η Αεροπορία αποχώρησε και τη σκυτάλη έλαβε το ιταλικό πυροβολικό. Η Γκραμπάλα, η Ασσόνισα, τα γύρω από το Καλπάκι υψώματα, κάηκαν από την ιταλική φωτιά. Τουλάχιστον 100 ιταλικά πυροβόλα κάθε διαμετρήματος συμμετείχαν στην προπαρασκευή, επί τρεις ώρες.

Τελικά, γύρω στις 15.00, το ιταλικό πυροβολικό ήρε τα πυρά του, και το πεζικό εξόρμησε. Το ιταλικό πεζικό εξόρμησε σε σχηματισμό, πυκνό, έτσι ώστε να διοικείται εύκολα. Σε καμία περίπτωση όμως ο σχηματισμός αυτός δεν ήταν κατάλληλος για προσπέλαση απέναντι στα ελληνικά όπλα.

Αμέσως, το ελληνικό πυροβολικό, έχοντας παρατηρητήρια σε όλα τα δεσπόζοντα υψώματα, άνοιξε καταχθόνιο πυρ κατά των Ιταλών, προκαλώντας τους συντριπτικά πλήγματα και αναγκάζοντάς τους, στις περισσότερες περιπτώσεις, να καθηλωθούν. Ένα δε συγκρότημα δύο  ταγμάτων βλήθηκε τόσο καίρια, που διαλύθηκε.

Οι άνδρες του εγκατέλειψαν τα όπλα τους και τράπηκαν σε φυγή – κατορθώθηκε η ανασυγκρότησή τους 20 χλμ. πίσω από το μέτωπο.

Κάποια εχθρικά τμήματα, υποστηριζόμενα από όλμους και πολυβόλα, κατάφεραν να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου από τις ελληνικές θέσεις. Τότε το λόγο έλαβαν τα Μάνλιχερ, τα πολυβόλα και τα οπλοπολυβόλα του πεζικού.

Οι Ιταλοί καθηλώθηκαν, μην μπορώντας να κινηθούν ούτε μπρος ούτε πίσω. Καθώς πλησίαζε η νύχτα και οι Ιταλοί δεν είχαν κατορθώσει το παραμικρό, άρχισε νέα ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού. Στόχος 32 ιταλικών πυροβόλων έγινε τώρα η Γκραμπάλα.

Το ύψωμα αυτό βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. περίπου από το Καλπάκι. Αποτελούσε το  άκρο δεξιό της τοποθεσίας αντίστασης, και κατ’ επέκταση σημείο-κλειδί της όλης τοποθεσίας.

Αν έπεφτε η Γκραμπάλα, ολόκληρη η τοποθεσία του Καλπακίου θα κατέρρεε. Αυτό το γνώριζαν και οι Ιταλοί, οι οποίοι, με οδηγούς Αλβανούς, που γνώριζαν καλά το έδαφος, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά το βράδυ της 2ας προς 3η Νοεμβρίου κατά της Γκραμπάλας, εν μέσω σφοδρής θύελλας, και κατέλαβαν δύο από τις τρεις κορυφές της. Ο Κατσιμήτρος στο άκουσμα της είδησης διέταξε άμεση αντεπίθεση με όλες τις διαθέσιμες εφεδρείες.

Τελικά, συγκεντρώθηκαν δύο  λόχοι του 15ου ΣΠ, υπό τους αντισυνταγματάρχη Κυριαζή και ταγματάρχη Πανταζή.

Οι ελληνικές δυνάμεις όμως καθηλώθηκαν από τη σφοδρή θύελλα. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο να εξαπολυθεί αντεπίθεση.

Η θύελλα ωστόσο εμπόδισε και τους Ιταλούς να ενισχύσουν τα επί της Γκραμπάλας τμήματά τους. Βορειότερα, στον Αώο, οι αλπινιστές της «Τζούλια» επιχείρησαν να ανατρέψουν το απόσπασμα Φριζή και να πλαγιοκοπήσουν την VIII MΠ. Αποκρούστηκαν και οι δύο απόπειρές τους με απώλειες – 5 νεκροί, 24 αιχμάλωτοι.

Τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου, ο 1ος και ο 7ος Λόχος του 15ου ΣΠ επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, και με την ξιφολόγχη και με την ιαχή «Αέρα», ανέτρεψαν τα εχθρικά τμήματα.

Την ίδια ώρα ένα ιταλικό τάγμα ανέβαινε στο ύψωμα για να ενισχύσει το τμήμα που το είχε καταλάβει, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό είχε ήδη ανατραπεί από την ελληνική αντεπίθεση.

Οι υποχωρούντες Ιταλοί και Αλβανοί αναμείχθηκαν με το εν λόγω τάγμα, προκαλώντας του σύγχυση. Έτσι, όταν και αυτό δέχτηκε με τη σειρά του την ελληνική επίθεση, τράπηκε σε φυγή. Πιο χαμηλά, σε μια  από τις πλαγιές της Γκραμπάλας, είχε πάρει θέσεις ολόκληρο το ιταλικό 47ο ΣΠ. Με την ανακατάληψη όμως του υψώματος από τους Έλληνες, έγινε αντιληπτό από τους παρατηρητές του πυροβολικού.

Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για τους Ιταλούς. Τέσσερις ελληνικές πυροβολαρχίες άρχισαν συγκεντρωτικό πυρ εναντίον του και το διέλυσαν. Οι ιταλικές απώλειες επί του υψώματος ήταν επίσης βαριές – 20 νεκροί, 60 τραυματίες και 6 αιχμάλωτοι. Στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν τρία πολυβόλα και τέσσερις όλμοι. Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 8 νεκρούς  και 27 τραυματίες.

Ωστόσο, η μόνη έως τότε ιταλική επιτυχία -και μάλιστα επιτυχία σοβαρή- είχε ακυρωθεί. Με το πρώτο φως της ημέρας, το ιταλικό πυροβολικό άρχισε και πάλι να βάλλει καταιγιστικά κατά των ελληνικών θέσεων.

Από τις 10.00, στο βομβαρδισμό συμμετείχε και η Ιταλική Αεροπορία. Με το βομβαρδισμό αυτό η ιταλική ηγεσία επιθυμούσε να ανοίξει δρόμο στην επίθεση των «Κενταύρων» της.

Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε με την ίδια ένταση μέχρι τις πρώτες απογευματινές ώρες, οπότε και εμφανίστηκαν εμπρός από το Καλπάκι 60 περίπου ιταλικά άρματα. Τα  άρματα αυτά, καλυπτόμενα από ένα λόχο μοτοσικλετιστών, θα αποτελούσαν το πρώτο κλιμάκιο εφόδου κατά του υψώματος του Καλπακίου. Τα ιταλικά άρματα προχώρησαν, παρά το φραγμό του ελληνικού πυροβολικού, φτάνοντας σε απόσταση 300 μ. από τις ελληνικές θέσεις.

Εκεί ακινητοποιήθηκαν από τα αντιαρματικά φράγματα σιδηροτροχιών και επιχείρησαν να κινηθούν εκατέρωθεν. Και πάλι όμως έπεσαν σε αντιαρματική τάφρο και στη συνέχεια σε ναρκοπέδιο.

Αμέσως μετά την ανατίναξη δύο ιταλικών αρμάτων, ανέλαβε δράση το αντιαρματικό συγκρότημα  που είχε οργανώσει ο Κατσιμήτρος – 8 πεδινά πυροβόλα των 75 χιλ., 4 πυροβόλα των 105 χιλ. και 4 αντιαρματικά πυροβόλα των 37 χιλ.

Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό. Τα ιταλικά άρματα τινάζονταν στο αέρα το ένα μετά το άλλο, την ώρα που οι Εύζωνοι του 40ού ΣΕ επιχειρούσαν να βγουν από τα χαρακώματα και να τα λογχίσουν! Πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών ανέβηκαν στα γύρω υψώματα και παρακολουθούσαν τη μάχη. Βλέποντας δε την τύχη των ιταλικών αρμάτων, άρχισαν όλοι μαζί να φωνάζουν: «Βάρα τους, κυρ λοχαγέ! Δώσε τους να καταλάβουν τι παει να πει Ελληνικός Στρατός»!

Υπό αυτές τις συνθήκες, όσα άρματα «επιβίωσαν», μαζί με τους Βερσαλιέρους μοτοσικλετιστές, υποχώρησαν  άτακτα, με τους Έλληνες να κραυγάζουν όρθιοι «Αέρα» και να σφυρίζουν περιπαικτικά. Καταστράφηκαν 9 άρματα μάχης, και κυριεύτηκαν 50 μοτοσικλέτες, ένα γεφυροφόρο άρμα, πολυβόλα, τυφέκια.

Επι τόπου μετρήθηκαν 20 Ιταλοί νεκροί και περισυνελέγησαν 12 βαριά τραυματίες.

Ωστόσο, φοβούμενος επίθεση κατά του υποτομέα Καλαμά με άρματα, ο Κατσιμήτρος διέταξε τα εκεί στρατεύματα να υποχωρήσουν πίσω από τη νότια όχθη του ποταμού. Η υποχώρηση έγινε χωρίς οι Ιταλοί να αντιληφθούν το παραμικρό.

Τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου, οι Ιταλοί επιχείρησαν να περάσουν τον Καλαμά στο ύψος της Βροντισμένης, και τα κατάφεραν. Άμεση όμως αντεπίθεση του 1ου Τάγματος Πολυβόλων τούς έριξε και πάλι πίσω, με σημαντικές απώλειες, κυρίως σε πνιγμένους.

Το πρωί το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να σφυροκοπά την Γκραμπάλα και την Ασσόνισα. Διαρκούντος του βομβαρδισμού του πυροβολικού, εμφανίστηκε και η Ιταλική Αεροπορία, τα αεροσκάφη της οποίας βομβάρδισαν και πολυβόλησαν τις ελληνικές θέσεις από χαμηλό ύψος. Παρ’ όλα αυτά, οι Ιταλοί δεν  αποτόλμησαν νέα επίθεση.

Ήταν εμφανές ότι συγκέντρωναν ακόμα ισχυρότερες δυνάμεις, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να καταπονήσουν τις ελληνικές. Ο Κατσιμήτρος φρόντισε να ενισχύσει και αυτός τις θέσεις του, προωθώντας το 39ο ΣΕ.

Επίσης, διέταξε την εκπομπή περιπόλων σε όλη τη ζώνη της Μεραρχίας, κυρίως για ψυχολογικούς λόγους. Οι ελληνικές περίπολοι όμως αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, σε σημείο ο Πράσκα να αναφέρει ότι «οι ηρωικοί Βερσαλιέροι υπέστησαν απροσδόκητη επίθεση από συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις»! Βορειότερα, οι Ιταλοί  επιχείρησαν να διασχίσουν τον Αώο, αλλά και πάλι αποκρούστηκαν.

Ωστόσο, επίθεση ετοίμαζαν οι Ιταλοί και κατά του παραλιακού τομέα. Το Μηχανικό τους κατασκεύαζε γέφυρες για να περάσουν τα τμήματα τον Καλαμά, νότια των Φιλιατών. Το ελληνικό πυροβολικό αντέδρασε και τίναξε στον αέρα μία από αυτές.

Την 5η Νοεμβρίου, οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν την επίθεσή τους τόσο κατά του Καλπακίου, όσο και στον παραλιακό τομέα. Για το σκοπό αυτό, το πυροβολικό τους άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων, συνεπικουρούμενο, λίγο αργότερα, και από την Αεροπορία.

Ο Κατσιμήτρος είχε στο μεταξύ ενισχύσει την αντιαεροπορική του άμυνα, διατάσσοντας την μεταστάθμευση μιας πυροβολαρχίας των 88 χιλ. από τα Ιωάννινα στο Καλπάκι. Η πυροβολαρχία αυτή, υπό τον λοχαγό Ζαρονίκο, κατέρριψε δύο ιταλικά βομβαρδιστικά. Σε ένα από αυτά  βρέθηκαν δύο δέματα με μαύρα μαντίλια.

Απορημένος ο Κατσιμήτρος, ρώτησε Ιταλούς αιχμαλώτους για τη σημειολογία τους, κι εκείνοι του απάντησαν ότι τα μαντίλια θα τα έριχναν τα αεροπλάνα πάνω από τα Ιωάννινα για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ο οποίος υποτίθεται θα πενθούσε τους χιλιάδες νεκρούς του.

Γύρω στις 14.30, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την αναμενόμενη επίθεσή τους. Στον τομέα του Καλπακίου, τα επιτιθέμενα τμήματά τους διαλύθηκαν από το ελληνικό πυροβολικό, πριν καν προλάβει το ελληνικό πεζικό να ανοίξει πυρ.

Στον κεντρικό τομέα, οι Ιταλοί κατάφεραν να περάσουν τον Καλαμά, αλλά ελληνική αντεπίθεση τους έριξε και πάλι μέσα και πέρα από τον ποταμό. Νέα επίθεση στο ύψος του χωριού Παρακάλαμου, υποστηριζόμενη από επιλαρχία αρμάτων, απέτυχε επίσης παταγωδώς και 15 άρματα εγκαταλείφθηκαν – αργότερα κυριεύτηκαν από τις  ελληνικές δυνάμεις.

Η μόνη ιταλική επιτυχία επετεύχθη στον παραλιακό τομέα. Εκεί οι Ιταλοί πέρασαν με ισχυρές δυνάμεις τον ποταμό και ανέτρεψαν ένα μοναχικό ελληνικό τάγμα. Ο Κατσιμήτρος διέταξε τότε τα εκεί τμήματα να συμπτυχθούν νοτιότερα, καλύπτοντας την οδό Ηγουμενίτσας-Μαργαριτίου.

Σε περίπτωση που οι Ιταλοί διασπούσαν και αυτή την τοποθεσία, τα ελληνικά τμήματα θα υποχωρούσαν πίσω από τον ποταμό Αχέροντα. Εκεί όφειλαν να κρατήσουν πάση θυσία τον εχθρό.

Το απόγευμα της 5ης Νοεμβρίου, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν και νέα επίθεση κατά του Καλπακίου, με την υποστήριξη του πυροβολικού.

Το ελληνικό πυροβολικό απάντησε με σφοδρότητα. Η πυροβολαρχία του Βαμβέτσου μάλιστα τίναξε στον αέρα ιταλικό παρατηρητήριο και τους εντός αυτού έξι Ιταλούς αξιωματικούς.

Κατόπιν τούτου, η ιταλική επίθεση εκφυλίστηκε. Το βράδυ οι Έλληνες διαβιβαστές υπέκλεψαν ιταλικά σήματα, που έκαναν λόγο για αναστολή των επιθέσεων, μέχρι την άφιξη ενισχύσεων.

Μιλούσαν μάλιστα και για τις μέχρι τότε ιταλικές  απώλειες, ανεβάζοντάς τες στους 2.228 άνδρες, και αυτά μόλις επτά ημέρες από την εισβολή και 56 ώρες από την έναρξη της πραγματικής μάχης.

Η επόμενη ημέρα πέρασε σχετικά ήρεμα. Οι Ιταλοί έλειχαν ακόμα τις πληγές τους, και μόνο στον τομέα Βροντισμένης αποτόλμησαν επίθεση, η οποία κατεπνίγη εν τη γενέσει της από το εξαίρετο ελληνικό πυροβολικό.

Στον παραλιακό τομέα, οι Ιταλοί, αφού κατέλαβαν την Ηγουμενίτσα, προήλασαν νοτιότερα, χωρίς να επιτύχουν επαφή με τα ελληνικά τμήματα που έπαιρναν θέσεις στον Αχέροντα. Τμήμα ωστόσο της Ηγουμενίτσας πυρπολήθηκε από τους Ιταλούς και τους Αλβανούς.

Οι Ιταλοί πάντως δεν είχαν ακόμα παντελώς απογοητευθεί. Έτσι, την 7η Νοεμβρίου εξαπέλυσαν την σοβαρότερη ίσως επίθεσή τους κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν και πάλι κατά της Γκραμπάλας και της Ασσόνισας. Οι πρώτες ιταλικές επιθέσεις αποκρούστηκαν μάλλον εύκολα και με σοβαρές για τους Ιταλούς απώλειες.

Το βράδυ, όμως, νέα ιταλική επίθεση, υποστηριζόμενη από σφοδρά πυρά πυροβολικού, κατόρθωσε να ανατρέψει τα ελληνικά τμήματα στην Γκραμπάλα και να καταλάβει μέρος του υψώματος.

Σχεδόν αμέσως  εξαπολύθηκε αντεπίθεση δύο ελληνικών λόχων, υπό τον ταγματάρχη Πανταζή. Με τη λόγχη και τις χειροβομβίδες, φωνάζοντας «Αέρα», τα ελληνικά τμήματα ξεχύθηκαν στη γυμνή βουνοπλαγιά. Ακολούθησε πραγματικά μάχη εκ του συστάδην. Οι αντίπαλοι πιάστηκαν στα χέρια. Πολεμούσαν ακόμα και με τα χέρια, ακόμα και με τα δόντια.

Στο τέλος όμως οι Ιταλοί λύγισαν. Οι Έλληνες φάνηκαν πολύ καλύτεροί τους. Τουλάχιστον 46 νεκροί Ιταλοί καταμετρήθηκαν. Άλλοι 7 αιχμαλωτίστηκαν. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν επίσης 5 όλμοι, 3 πολυβόλα, 4 οπλοπολυβόλα, τυφέκια και πυρομαχικά.

Οι Ιταλοί ανήκαν στο περίφημο 47ο ΣΠ, το λεγόμενο «Σύνταγμα Θανάτου». Οι Έλληνες είχαν 9 νεκρούς και 29 τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο ανθυπολοχαγός Νίκος Χατζόπουλος, ένας πραγματικός Έλληνας. Πρώτος όρμησε στη φωτιά, επικεφαλής των ανδρών, εμψυχώνοντάς τους και δίνοντάς τους το  παράδειγμα της αυτοθυσίας. Ολόκληρο το 15ο ΣΠ τον έκλαψε.

Η επίθεση αυτή αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ιταλικής επίθεσης κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Η ελληνική άμυνα συνέτριψε τις ιταλικές δυνάμεις και, πάνω από όλα, την ιταλική αλαζονεία.

Η νίκη του Καλπακίου είχε εξαιρετική σημασία. Πέραν του ότι ματαίωσε σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο την απόπειρα διείσδυσης των Ιταλών στο ελληνικό έδαφος, είχε και τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο και στα δύο στρατόπεδα, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο.

Η ήττα στο Καλπάκι αποτέλεσε εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη για την ιταλική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική. Η σιγουριά των Ιταλών για έναν γρήγορο, «ευχάριστο» πόλεμο, διαψεύστηκε, με τραγικά μάλιστα αποτελέσματα. Η νίκη έστεψε τα Ελληνικά Οπλα.

Ο Ιωάννης Μεταξάς στο άκουσμα της νίκης πήγε και προσευχήθηκε μόνος του στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης. Το ΟΧΙ που είπε, είχε γραφτεί και με το αίμα των εχθρών της Ελλάδας.
Read More »
Πώς η VΙΙΙ Μεραρχία συνέτριψε την ιταλική επίθεση στην Ηπειρο Πώς η VΙΙΙ Μεραρχία συνέτριψε την ιταλική επίθεση στην Ηπειρο Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

Σελίδες

Από το Blogger.