Μουργκάνα και Σουλιώτες
Μια απόπειρα ιστορικο-φιλολογικής προσέγγισης του γνωστού δημοτικού τραγουδιού
Τόμαθες μωρ’ δολιο-μάνα, μωρ’ γυαλένια κρουσταλλένια
τι’ χε γένει στη Μουργκάνα, κόρη-κόρη διαμαντένια
Πολεμούσαν οι Σουλιώτες με τους Κάτω Δελβινιώτες,
κι έκαναν δυο ώρες μάχη. Πήρανε φλουριά και γρόσια.
Πήραν και μια Ρωμιοπούλα, στο βουνό την ανεβάζουν.
Κάθονται και την ξετάζουν: Τούρκα είσαι για Ρωμιά;
Ρωμιοπούλα είμαι η καημένη και με λάδι βαφτισμένη.
Και με πήραν την καημένη απ’ της μάνας μου τα χέρια
του πατέρα τα καρτέρια.
Πολλά χρόνια τώρα είχα την απορία, ποια σχέση άραγε μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη Μουργκάνα και τους Σουλιώτες, που υποκρύπτεται στο παραπάνω ποιητικό έργο.
Η Μουργκάνα ή «Όρη Τσαμαντά» είναι σήμερα το γνωστό και ιστορικό (κυρίως από τον Εμφύλιο) βουνό του ανατολικού τμήματος περιοχής Φιλιατών Θεσπρωτίας, στα σύνορα με την Αλβανία (ή Βόρειο Ήπειρο) και υψόμετρο 1806 μ. Ψάχνοντας την ετυμολογία και σημασία της λέξης βρήκα ότι πρόκειται είτε για κάτι ιδιαίτερα φοβερό και τρομακτικό (μούργκος) ή προέρχεται από την αλβανική λέξη μούργκα (=πεδιάδα). Σχετικά με τη Μουργκάνα θα ταίριαζε άριστα το «τρομακτικό» αφού, αν δει κανείς το βουνό από τη δυτική του πλευρά (από τον Τσαμαντά) όντως προκαλεί τρόμο.
Με το όνομα Μούργκα υπάρχει και στο Σούλι βουνό, αμέσως ανατολικά του και ύψους περί τα 1100 μ. Η Μούργκα του Σουλίου είναι πολύ μικρότερη της Μουργκάνας και καθ’ ύψος και, κυρίως, κατά μήκος. Αν και δυτικά, προς την πλευρά του Σουλίου δηλαδή, είναι κι αυτή απόκρημνη. Δεν θα έλεγα ωστόσο πως προκαλεί το δέος της Μουργκάνας.
Ομοιάζουν όμως σε κάτι; Αν ανεβεί κανείς στις κορυφές τους, θα διαπιστώσει πως και τα δυο βουνά έχουν εντυπωσιακά πλούσια οροπέδια και μεγάλης έκτασης κατάφυτα ανατολικά πρανή, όπου μπορούν να ξεκαλοκαιριάσουν ευτυχισμένα χιλιάδες αιγοπρόβατα. Πάντως, κάποιος που έχει περπατήσει τα δυο βουνοκορφές, με το πρώτο άκουσμα «Μουργκάνα» σκέφτεται πως πρόκειται για μια μεγάλη «Μούργκα», αφού η θηλυκή κατάληξη -άνα προσδίδει αυξητική αίσθηση (όπως και η θηλ. κατάληξη -άρα)
Λίγα λόγια ως προς το περιεχόμενο του ποιήματος: πρόκειται για μια εξαίσια σύντομη, σχεδόν επιγραμματική, περιγραφή μιας δίωρης μάχης ανάμεσα στους Σουλιώτες και τους «Κάτω Δελβινιώτες». Η αναφορά αυτή παραπέμπει πιθανότατα στα χρόνια της κυριαρχίας του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Τότε που το Σούλι ήταν ελεύθερο και η περιοχή του Δελβίνου, όπως και ευρύτερα της Ηπείρου και της Βορείου Ηπείρου Αληπασιοκρατούμενη.
Συνεχίζοντας ο λαϊκός ποιητής αναφέρει: «πήρανε φλουριά και γρόσια» -οι Σουλιώτες εννοείται- χωρίς να εξηγεί αν αυτό ήταν η αιτία ή το αποτέλεσμα του πολέμου. Λογικά, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της νίκης των Σουλιωτών, αφού η μάχη ήταν μικρής διάρκειας και δεν αναφέρει στρατιωτικά γεγονότα. Ιστορικά δεν πρέπει να αποκλειστεί ότι οι Σουλιώτες, αν και πολύ μακριά τους, έφτασαν κάποια φορά μέχρι το Δέλβινο -μέσω Μουργκάνας για περισσότερη ασφάλεια- για να βρουν εφόδια. Εξάλλου είναι γνωστές οι ριψοκίνδυνες «έφοδοι», πιο κοντά και μακριά από το Σούλι, και μάλιστα στα χρόνια που ήταν δυνατοί κι ανίκητοι (μέχρι το 1800).
Αυτό που δίνει περισσότερη ομορφιά και ταυτόχρονα δραματικότητα στο τραγούδι είναι η αρπαγή από τους Μουσουλμάνους «Κάτω Δελβινιώτες» μιας πανέμορφης και πάναγνης κόρης μέσα από τα «χέρια της μάνας» και τα «καρτέρια του πατέρα».
Γεννιέται εύλογα η απορία: υπάρχει άραγε κάποια ιστορική συσχέτιση ανάμεσα στους Σουλιώτες και τους κατοίκους των ορεινών και απάτητων από τους τούρκους χωριών της περιοχής Μουργκάνας, η οποία μάς είναι άγνωστη; Πάντως αυτό που βγαίνει ως ιστορικό συμπέρασμα από το παραπάνω ωραιότατο δημοτικό τραγούδι -και ταυτόχρονα υπέροχο τραγουδημένο άσμα- είναι πως υπήρχε, τουλάχιστον, ισχυρή συναισθηματική σχέση.