Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023
Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41


Τη φωτογραφία μού έδωσε η κόρη του, επίσης δασκάλα,
Σωτηρία Μούτσου-Χίνου την οποία ευχαριστώ θερμά.

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚ. ΜΟΥΤΣΟΣ (1910-1941)
Ήρωας του έπους του 1940

Ο Σωτήρης Νικ. Μούτσος, έπεσε στο ύψωμα Γκολέμι 1410 στο Τεπελένι, την Πέμπτη 30η Ιανουαρίου 1941.
Ήταν 30 ετών, έφεδρος δεκανέας Πεζικού του 85ου Συντάγματος της 8ης Μεραρχίας.

Κατάγετο από την Γλούστα (Κεφαλοχώρι) της επαρχίας Φιλιατών Θεσπρωτίας. Την δεκαετία του 1930 υπηρέτησε ως δάσκαλος στα χωριά του τόπου του: Νεροχώρι, Πηγαδούλια, Κοκκινιά, Φοινίκι και από την 26η Αυγούστου 1935 μέχρι του θανάτου του στο Δημοτικό Σχολείο της Γλούστας.

Τέσσερις μήνες μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του Σταματία Ματθαίου Πλόκα, από την Λίστα Φιλιατών, γέννησε την κόρη του Σωτηρία (Ρούλα) η οποία πήρε το όνομά του.

[Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού, Δ/νση Ιστορίας Στρατού,
“Αγώνες και νεκροί του ελληνικού στρατού κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο 1940-45” αφιερώνεται στους ηρωικούς νεκρούς μας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, σελ. 302]
Read More »
Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41 Ο Γλουστινός δάσκαλος Σωτήριος Μούτσος, ήρωας του πολέμου '40 - '41 Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, διοικητής της VII Μεραρχίας Πεζικού

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023



Η καθοριστική συμβολή ενός άξιου ηγήτορα, του διοικητή της VII Μεραρχίας Πεζικού, στον θρίαμβο των ελληνικών όπλων. Συμβολή που συνήθως αγνοείται κατά τους εορτασμούς της ιστορικής επετείου.

Από τους πρώτους μήνες του 1939 τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό ουρανό.
Το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1939 η Ιταλία, με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας, καταλαμβάνει, με σαθρές αιτιολογίες, την Αλβανία, για ν' αποκαλύψει έτσι τα επεκτατικά σχέδια της στον χώρο της Χερσονήσου του Αίμου και στη Μεσόγειο.
Η κατάληψη της Αλβανίας και η προώθηση ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς την ελληνοαλβανική μεθόριο ήταν φυσικό ν' ανησυχήσουν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία σπεύδει να ενισχύσει με μικρές μονάδες τους τομείς ευθύνης της VIII Μεραρχίας (Ήπειρος) και της IX Μεραρχίας (Δ. Μακεδονία). Να τονίσουμε εδώ ότι από το 1936 έχει γίνει μια μεγάλη προσπάθεια ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων σε ελαφρύ και βαρύ οπλισμό.
Ο Μουσολίνι, με προσωπικές επιστολές προς τον Ιωάννη Μεταξά, προσπαθούσε να τον πείσει για τις φιλικές σχέσεις των δύο λαών και ότι η Ιταλία θα σεβόταν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, ο οποίος γνωρίζει όλες τις κινήσεις των Ιταλών στο αλβανικό έδαφος, περνάει στιγμές αγωνίας γιατί η δύναμη της μεραρχίας είναι ασήμαντη και δεν έχει γίνει καμιά αμυντική οργάνωση του εδάφους. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού δεν το είχε απασχολήσει ως το 1939 το ενδεχόμενο ιταλικής επίθεσης από την ξηρά. Γι' αυτό δεν υπήρχε σχέδιο επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής. Όμως, από το 1914, περίοδο του αγώνα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου για την αυτονομία τους, η Ιταλία έχει αποκαλύψει τα σχέδια της για την κυριαρχία της στην Αδριατική και στη χερσόνησο του Αίμου.
Οι αγωνίες του Κατσιμήτρου κορυφώνονται όταν την Κυριακή του Πάσχα (9 Απριλίου 1939) έλαβε τηλεφωνικά (χωρίς έγγραφη επιβεβαίωση) από το ΓΕΣ μια διαταγή «γρίφο» η οποία, μεταξύ των άλλων, περιείχε τούτες τις διαφορούμενες εντολές:
«Η κυβέρνηση εν όψει ενδεχομένης εισβολής του ιταλικού στρατού εις ημέτερον έδαφος, εξουσιοδοτεί τον διοικητήν της μεραρχίας να επιστράτευση ταύτην και δίδει αυτώ εντολήν ν' απόκρουση δια των όπλων πάσαν απόπειραν εισβολής».
Στη διαταγή τονίζεται ιδιαίτερα ότι: «Η επιστράτευσις της μεραρχίας θα ενεργηθή μόνο εν περιπτώσει επιθέσεως σοβαρών ιταλικών δυνάμεων κατά της μεθορίου...» Δηλαδή χρονικά αδύνατο, γιατί επιστράτευση στο θέατρο των επιχειρήσεων είναι ανέφικτη, εφόσον διεξάγονται επιχειρήσεις, ή τουλάχιστον είναι άκαιρη. Ακόμη, στην Ήπειρο δεν υπήρχε οργανωμένη τοποθεσία για την κάλυψη της επιστράτευσης με αμυντικό αγώνα.
Ο Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπειρος προμαχούσα (σελίδες 18-19) γράφει: «Είναι ευνόητον πάσας και ποίας βαρυτάτας ευθύνας δημιουργεί η εντολή αυτή εις τον διοικητήν της Μεραρχίας, όστις όμως δεν είχε τα μέσα ίνα εκπλήρωση την αποστολήν του». Και συνεχίζει: «Καθ’ όλην την μακράν αυτού στρατιωτ-κήν ζωήν και τους τεσσάρας πολέμους εις ους μετέσχεν από του 1912 και εντεύθεν, τους αγώνας και τας μάχας εις ας έλαβε μέρος, ουδέποτε ευρέθη υπό δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του».
Ο Χ. Κατσιμήτρος επισκέπτεται συχνά τις μονάδες της μεραρχίας από την Κακαβιά ως την Πρέβεζα, και με ομιλίες του προς τα στελέχη και τους οπλίτες τονώνει ιδιαίτερα το ηθικό. Δίνει επιτόπου εντολές, κυρίως στα τμήματα προκαλύψεως. Μεταβάλλει τη Μεραρχία σε εργοτάξιο αμυντικής οργάνωσης του εδάφους στον βόρειο μα και στον παραλιακό τομέα, αφού η απειλή είναι σχεδόν σφαιρική. Έχει επιλέξει ως κύρια αμυντική προσπάθεια την τοποθεσία Ελαίας. Διαμαρτύρεται εντονότατα προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού για την μη διάθεση επαρκών πιστώσεων για την αμυντική οργάνωση του εδάφους.

Το αμυντικό δόγμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της κυβέρνησης έχει μείνει στις αρχές άμυνας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή στη στατική άμυνα βασισμένη στην οχύρωση του εδάφους και όχι στην οργάνωση ευέλικτων και ταχυκίνητων μονάδων. Από τις 4 Μαΐου 1939 συντάχθηκε το σχέδιο IB (Ιταλία -Βουλγαρία) που ιεραρχούσε τις απειλές αντίστροφα: «Βουλγαρία - Ιταλία». Για την αμυντική οργάνωση του εδάφους από τον Απρίλιο του 1939 ως τον Οκτώβριο του 1940 επί συνολικής δαπάνης 851 εκατ. δραχμών, διετέθησαν 769 εκατ. (90,4%) για οχυρωματικά έργα στον βουλγαρικό τομέα και 82 εκατ. (9,6%) στον αλβανικό, αν και ήταν πλέον ορατή η ιταλική απειλή.
Η αμυντική οργάνωση του εδάφους στην Ήπειρο, για τον στρατηγό Κατσιμήτρο, ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας του σχεδίου του, μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων. Τον συγκινεί ιδιαίτερα η εθελοντική προσφορά εργασίας των κατοίκων.

Οι απροκάλυπτες πλέον υποσχέσεις προς τους Αλβανούς των Μουσολίνι, Τσιάνο και στρατάρχη Μπαντόλια, για επέκταση των ορίων της Αλβανίας προς «Τσαμουριά», η προώθηση σοβαρών ιταλικών δυνάμεων με επιθετική διάταξη, υποχρεώνουν το Γενικό Επιτελείο Στρατού στα τέλη του μηνός Αυγούστου 1939 να διατάξει την μερική αρχικά και καθολική αργότερα (5 Οκτωβρίου 1940), επιστράτευση της VIII Μεραρχίας. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ιταλοί «Τσαμουριά» έλεγαν την «Θεσπρωτία», γιατί εκεί υπήρχε η μειονότητα των Τουρκαλβανών «Τσάμηδων», οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου διέπραξαν βιαιότητες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής.

Το 1940 βρίσκει τη Μεραρχία σε πλήρη οργασμό, που καλύπτει όλους τους τομείς (οργάνωση, εκπαίδευση, αμυντική οργάνωση του εδάφους, διασπορά αποθηκών) από τη μια άκρη ως την άλλη, της πολύ μεγάλης ζώνης ευθύνης της.

Ο Μουσολίνι σπεύδει
Η έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939. η ραγδαία εξέλιξη της κατάληψης των κρατών της Ευρώπης από τη ναζιστική Γερμανία, η οποία, ως το τέλος Μαΐου του 1940, έχει καταλάβει την Πολωνία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η είσοδος του γερμανικού στρατού στη Γαλλία και ο εξαναγκασμός των Άγγλων να τραπούν προς την Δουνκέρκη, δίνουν την εικόνα της επερχόμενης συμφοράς της Ευρώπης.

Έκπληκτος ο Μουσολίνι από την απρόοπτη αυτή ταχύτητα της εξέλιξης της κατάστασης υπέρ της Γερμανίας, σπεύδει στις 10 Ιουνίου 1940 να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία έχει σχεδόν καταρρεύσει, γιατί φοβάται ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς αυτός να βρίσκεται στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου μας.

Με την κατάρρευση της Γαλλίας και την υπογραφή της ανακωχής στις 22 Ιουνίου 1940 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και στις 24 Ιουνίου μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας, η Ιταλία βγάζει τη μάσκα της προσποιητής ειρηνοφιλίας με την Ελλάδα και γίνεται απειλητική.

Ο ιταλικός Τύπος κατηγορεί την Ελλάδα ότι δήθεν συνεργάζεται με την Αγγλία και την απειλεί με δράση. Από 12 Ιουλίου μέχρι 6 Αυγούστου ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα προσβάλλουν χωρίς επιτυχία το βοηθητικό πλοίο του Στόλου Ωρίων και το αντιτορπιλικό Ύδρα στον Κόλπο Κισσάμου της Κρήτης. Βομβαρδίζουν, πάλι χωρίς επιτυχία, τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Τέλος, ο τορπιλισμός της Έλλης (2.115 τόνων), στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου, ήταν πια η κατηγορηματική διαπίστωση της επικείμενης επίθεσης κατά της Ελλάδας.

Τον τορπιλισμό της Έλλης από ιταλικό αντιτορπιλικό αποκαλύπτει στο Ημερολόγιό του ο κόμης Τσιάνο, ο οποίος επιρρίπτει τις ευθύνες στον «ανισόρροπο (έτσι τον αποκαλεί) Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι».

Η εγκληματική αυτή ιταλική ενέργεια βύθισε σε βαθιά θλίψη ολόκληρο τον ελληνικό λαό, ταυτόχρονα όμως ξεσήκωσε το μίσος κατά των Ιταλών. Η διαίσθησή του δεν του άφηνε αμφιβολίες ότι οι εγκληματίες ήταν οι Ιταλοί, αν και η κυβέρνηση, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας, δεν αποκάλυψε τις αποδείξεις του εξεταστικού πορίσματος.

Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Λίγο πριν από την εισβολή, η διάταξη των δυνάμεων είχε ως εξής:
Ιταλικές Δυνάμεις:
Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση: Διοικητής στρατηγός Βισκόντι Πράσκα. Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
Το XXV Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Κάρλο Ρόσσι. Τέσσερις μεραρχίες (η 23η «Φερράρα», η 51η «Σιένα», η 131η Τ/Θ «Κενταύρων» και μια μεραρχία ιππικού). Συνολική δύναμη 42.000 άνδρες περίπου.
Το XXVI Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι. Τέσσερις μεραρχίες (η 49η «Πάρμα», η 29η «Πιεμόντε», η 19η «Βενέτσια» και η 53η «Αρέτζο»). Συνολική δύναμη 44.000 άνδρες περίπου.
Μεταξύ των δύο σωμάτων στρατού στον Τομέα της Πίνδου. 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».
Γενικό σύνολο: 59 τάγματα πεζικού, 135 πυροβολαρχίες (23 βαριές), 150 άρματα μάχης, 18 ίλες ιππικού, έξι τάγματα όλμων και ένα τάγμα πολυβόλων.

Ελληνικές δυνάμεις:
Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
VIII Μεραρχία Πεζικού: Διοικητής υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος, και το στρατηγείο της III Ταξιαρχίας Πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη πεζικού Γιατζή Δημήτριο. Συνολικά περιλάμβανε: τέσσερις διοικήσεις συνταγμάτων πεζικού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυροβολαρχίες, πέντε ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, δύο τάγματα πολυβόλων κινήσεως, μία πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων, μία μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως. Το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας (κινούμενο από την Αιτωλοακαρνανία προς Ήπειρο).

Στις 12 Οκτωβρίου 1940: Τέθηκε στη διάθεση της μεραρχίας ο υποστράτηγος Λιούμπας Ν. στον οποίο ανατέθηκε η διοίκηση του τομέα της Θεσπρωτίας. Έφθασε μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία (τρία πυροβόλα), η οποία διατέθηκε για την προστασία των Ιωαννίνων. Συμπληρώθηκαν οι διοικήσεις της Μεραρχίας ως ακολούθως: Αρχηγός Πεζικού Μεραρχίας: σ/χης Ντρες Γεώργιος. Διοικητής του 4ου Συν/τος Πεζικού: σ/χης Παπαδόπουλος Κ. Διοικητής του 40ού Συν/τος Ευζώνων: σ/χης Τσακαλώτος Θρ.
Στις 27 Οκτωβρίου 1940 η VIII Μεραρχία έχει συμπληρώσει την επιστράτευσή της.
Θέατρο επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας.
Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ): Διοικητής αντιστράτηγος Πιτσίκας Ιωάννης (έδρα Κοζάνη).

Το Β' Σώμα Στρατού: Διοικητής αντιστράτηγος Παπαδόπουλος Δημήτριος με τις: Ι Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Βραχνός Δημήτριος, IX Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Ζυγούρης Χρίστος, V Ταξιαρχία Πεζικού: διοικητής συνταγματάρχης Πεζικού Καλής Αναστάσιος, IX Συνοριακό Τομέα.

Το Γ' Σώμα Στρατού: διοικητής αντιστράτηγος Τσολάκογλου Γεώργιος (έδρα Θεσσαλονίκη), με τις: Χ Μεραρχία: διοικητής υποστράτηγος Κίτσος Χρίστος, XI Μεραρχία: διοικητής συνταγματάρχης Πυροβολικού Κώσταλος Γεώργιος: IV Ταξιαρχία Πεζικού, διοικητής υποστράτηγος Μεταξάς Αγαμέμνονας και τους IX, Χ και XI Συνοριακούς Τομείς.

Το Απόσπασμα Πίνδου: Διοικητής ο έφεδρος, εκ μονίμων, συνταγματάρχης Δαβάκης Κωνσταντίνος (Επταχώρι). Τομέας Ευθύνης: Μεταξύ του δεξιού της VIII Μεραρχίας και του αριστερού της IX Μεραρχίας (Ανάπτυγμα ΖΕ 37 χιλιόμετρα περίπου). Περιελάμβανε: Το 51 Σύνταγμα Πεζικού (μείον), μία ορειβατική πυροβολαρχία 75 χιλ., έναν ουλαμό πυροβολικού συνοδείας των 65 χιλ. και έναν ουλαμό ιππικού. Είχε σοβαρές ελλείψεις σε οπλισμό, ιματισμό, υπόδηση και εφεδρικά πυρομαχικά. Από οκτώ διοικητές λόχων δύο ήταν ανθυπολοχαγοί και δύο έφεδροι λοχαγοί. Από τους 32 διμοιρίτες τρεις μόνο ήταν μόνιμοι.

Συνολική ελληνική δύναμη: Τριάντα εννέα τάγματα πεζικού, 40½ πυροβολαρχίες διαφόρων διαμετρημάτων. Περίπου δύναμη 35.000 άνδρες.

Σύγκριση δυνάμεων
Στην Ήπειρο: Έναντι των 22 ταγμάτων πεζικού, τριών συνταγμάτων ιππικού, 61 πυροβολαρχιών (18 βαριές) και 90 αρμάτων μάχης του XXV Ιταλικού Σώματος Στρατού, υπήρχαν 15 τάγματα πεζικού, μια ομάδα αναγνωρίσεως και 16 πυροβολαρχίες (δύο μόνο βαριές), της VIII Μεραρχίας.

Στην Πίνδο: Έναντι πέντε ταγμάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού της Ιταλικής Μεραρχίας Αλπινιστών, υπήρχαν δύο τάγματα πεζικού, μία ίλη ιππικού και μιάμιση πυροβολαρχία του αποσπάσματος Πίνδου.

Στη Δυτική Μακεδονία: Έναντι 17 ταγμάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού, 24 πυροβολαρχιών (5 βαριές) και 10 αρμάτων μάχης του XXVI Ιταλικού Σώματος Στρατού, υπήρχαν 22 τάγματα πεζικού, δύο ομάδες αναγνωρίσεως και 22 πυροβολαρχίες (επτά βαριές) του ΤΣΔΜ.
Συμπεράσματα: Στην Ήπειρο ήταν συντριπτική η υπεροχή των Ιταλών σε πυροβολικό και άρματα. Στην περιοχή Δυτικής Μακεδονίας οι μονάδες ήταν ισοδύναμες με μικρή υπεροχή των ελληνικών. Στην περιοχή της Πίνδου οι Ιταλοί υπερτερούσαν, σε αναλογίες 1:2 περίπου στο πεζικό και 1:4 στο πυροβολικό.

Να επισημάνουμε και τα ακόλουθα:
Η ασφάλεια των ακτών μας ήταν επισφαλής, γιατί η ιταλική υπεροχή του ναυτικού ήταν συντριπτική. Στηριζόμαστε μόνο στις ναυτικές δυνάμεις της Μ. Βρετανίας και στις δεσμεύσεις της Ιταλίας με τη Λιβύη.

Στην αεροπορία, η ιταλική είχε την κυριαρχία αέρος σ' ολόκληρο τον ελληνικό και αλβανικό χώρο. Έναντι 400 αεροσκαφών της ιταλικής αεροπορίας διαθέταμε 143 αεροσκάφη παλαιού τύπου και μικρής αποδόσεως. Τα 65 διαφόρων αποστολών (βομβαρδιστικά κ.λπ.) ήταν σε καλή κατάσταση. (Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941 της Διεύθυνσης Ιστορίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού). Να προσθέσουμε ακόμη ότι: Η αμυντική οργάνωση του ελληνικού εδάφους, κυρίως στην Ήπειρο, με τις έντονες προσπάθειες της VIII Μεραρχίας, το δύσβατο του εδάφους με τα περιορισμένα δρομολόγια και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες ήταν αρνητικοί παράγοντες για τις επιθετικές επιχειρήσεις των Ιταλών. Το στρατηγικό συμπέρασμα ήταν ότι η έκβαση των επιχειρήσεων κυρίως στην Ήπειρο (τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά) ήταν υπόθεση τόλμης και αντοχής του προσωπικού της VIII Μεραρχίας, τις 5-10 πρώτες ημέρες, γιατί, με τον ερχομό των ενισχύσεων και την πτώση του ηθικού των Ιταλών (επακόλουθο της αποτυχίας), η πλάστιγγα της νίκης θα έγερνε υπέρ των ελληνικών δυνάμεων. Αυτό πέτυχε η VIII Μεραρχία με διοικητή τον γεναίο υποστράτηγο Χ. Κατσιμήτρο. Το πώς φτάσαμε σ' αυτή την κοσμοϊστορική επιτυχία θα το δούμε στη συνέχεια.

Αποστολή της VIII Μεραρχίας
Όταν από τα επίσημα αρχεία διαβάσεις την αποστολή που δόθηκε στη Μεραρχία και έχεις έστω και υποτυπώδεις γνώσεις τακτικής και στρατηγικής, σου είναι αδύνατον να πιστέψεις ότι μια τέτοια «αποστολή» δόθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με υπογραφή του τότε αρχηγού Αλέξανδρου Παπάγου. Μέσα από τρία σχέδια επιχειρήσεων (τα IB, ΙΒα και ΙΒβ) και τις προφορικές οδηγίες του αρχηγού ΓΕΣ προς τον διοικητή της Μεραρχίας, που μετέφερε ο ταγματάρχης Γρίβας Γεώργιος, επιτελής του ΓΕΣ (πήγε αεροπορικώς στα Γιάννινα στις 24.8.1940), σταχυολογώ τις κύριες εντολές:
«Αι δυνάμεις Ηπείρου έχουν ως αποστολήν:
• Την κάλυψιν του αριστερού του θεάτρου της Δυτικής Μακεδονίας από της γενικής κατευθύνσεως Ιωάννινα-Ζυγός Μετσόβου.
• Την απόφραξιν των προς Αιτωλοακαρνανίαν εξ Ηπείρου αγουσών οδεύσεων (κυρία προσπάθεια).
• Την απαγόρευση κατά το δυνατόν της υπό του αντιπάλου καταλήψεως της ηπειρωτικής ακτής και του ελέγχου των στενών Κερκύρας - Ηγουμενίτσας».
Στις αλλεπάλληλες διαταγές και οδηγίες του ΓΕΣ προς την Μεραρχία υπήρχαν και τα ακόλουθα:
...Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της μεραρχίας νίκας... Αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων.
...Ο κίνδυνος εχθρικής απειλής από της περιοχής Πρεβέζης υφίσταται και δέον να εξασφαλίσητε... τα νώτα σας.
...Η Μεραρχία να μην υπολογ-ζη επί μεταφορών των μονάδων της δια ταχυκινήτων μέσων.
...Η απώλεια του εθνικού εδάφους δεν θα είχε τόση σημασία, όση θα είχε η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας από των προς Θεσσσαλία και Αιτωλοακαρνανία συγκοινωνιών.
Αυτά τα διαδοχικά σχέδια, διαταγές και οδηγίες, δημιουργούσαν τεράστιες ευθύνες στον διοικητή της μεραρχίας. Μόνο μια στρατηγική μ. μονάδα (Σώμα Στρατού και άνω) θα μπορούσε ν' ανταποκριθεί σ' αυτόν το διμέτωπο αγώνα από του όρους Γκαμήλα μέχρι του Ιονίου Πελάγους (Ηγουμενίτσα), βάθους 80 περίπου χιλιομέτρων, και από της Ηγουμενίτσας μέχρι και του Αμβρακικού Κόλπου, του ιδίου περίπου αναπτύγματος.

Ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, πέρα από τις γνώσεις του (απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου), γνωρίζει άριστα τα προβλήματα της διοικήσεως ως διοικητής μονάδων και μεγάλων μονάδων. Έχει σπουδάσει την τακτική και τη στρατηγική στα πεδία των μαχών τεσσάρων πολέμων (τραυματίας στη Μ. Ασία). Κοσμείται δε με τα προσόντα ενός τέλειου ηγήτορα, προβληματίζεται αλλά δεν αιφνιδιάζεται. Τούτες τις καθοριστικές στιγμές της ζωής του ακούει το κάλεσμα της μοίρας και δεν υποτάσσεται στο ριζικό της. Είναι ο «εκλεκτός», και όχι ο «κλητός», ο ευθυνόφοβος, ο ηττοπαθής. Γνωρίζει άριστα τις συνθήκες, τα χαρακτηριστικά του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου και το προσωπικό της Μεραρχίας, το σύνολο του οποίου είναι Ηπειρώτες. Είναι διοικητής της Μεραρχίας από το 1938.

Έχει εκτιμήσει σωστά τις καταστροφικές συνέπειες σε περίπτωση επιβραδυντικού αγώνα και εγκατάλειψης της Ηπείρου. Απέκλεισε κατηγορηματικά την αναδίπλωση της Μεραρχίας επί της γραμμής Ζυγός Μετσόβου-Άραχθος Ποταμός. Παίρνει εκείνος τις δικές του αποφάσεις.
«Η Μεραρχία έχει την απόφασιν να παρασύρη τον αντίπαλον επί της οργανωμένης κατά το μάλλον και ήττον τοποθεσίας της Ελαίας και αφού επιφέρει εις τούτον φθοράν, δια γενικής αντεπιθέσεως θα επιδιώξη να τον απορρίψη πέραν των ουνόρων, αποκόπτουσα αυτόν από τας γραμμάς συγκοινωνιών και ανεφοδιασμού του».

Αυτά γράφει ο υποστράτηγος Χαρ. Κατσιμήτρος στη διαταγή του της 23ης Σεπτεμβρίου 1940. Νέες οδηγίες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, οι οποίες συνεχίζουν να φωτογραφίζουν την έλλειψη αποφασιστικότητας και ένα βαθμό ηττοπάθειας, δεν κλονίζουν την απόφαση του διοικητή της VIII Μεραρχίας.

Ιταλική επίθεση: 28 Οκτωβρίου 1940
Κατά την επεξεργασία των πληροφοριών που έφτασαν στις 27 Οκτωβρίου 1940 (ημέρα Κυριακή) στο στρατηγείο της VIII Μεραρχίας από το άρτια οργανωμένο σχέδιο αναζήτησης και συλλογής πληροφοριών, ο διοικητής της Μεραρχίας με τους βασικούς επιτελείς του (επιτελάρχη αν/χη Δρίβα Χαρ., αρχηγό Πυροβολικού συνταγματάρχη Μαυρογιάννη Π., δ/ντή 3ου επιτελ. γραφείου ταγ/ρχη Πετρουτσόπουλο Π.), κατέληξαν στο συμπέρασμα της εκδήλωσης ιταλικής επίθεσης την επομένη, 28η Οκτωβρίου 1940.

Ο διοικητής της Μεραρχίας, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με το ΓΕΣ (αν/χη Κορώζη) στις 27.10.1940 μεταβίβασε τα ακόλουθα: «Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα επιτελέση το καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του Γ.Ε.Σ. Δύνομαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι».
Αυτό το ιστορικό τηλεφώνημα επιβραβεύει την αυτοπεποίθηση και την γενναιότητα, ειδικά γνωρίσματα του υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου.

«Δηλαδή έχουμε πόλεμο»
Είναι γνωστή ή πρέπει να είναι γνωστή η επίδοση τελεσιγράφου, από τον πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι, την 03:00 ώρα της 28ης Οκτωβρίου 1940 στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, με το οποίο η ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να καταλάβει ο στρατός της ορισμένες στρατηγικές θέσεις στον ελληνικό χώρο, τις οποίες δεν προσδιόριζε.
Αν κοιτάξουμε ερευνητικά το κείμενο αυτού του ιταμού τελεσιγράφου, με την τρίωρη προθεσμία αποδοχής ή απόρριψης των όρων, θα διαπιστώσουμε ότι με οποιαδήποτε απάντηση οι Ιταλοί είχαν ήδη αποφασίσει την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας, Αυτό το επισήμανε ο Μεταξάς με την παρατήρηση που έκανε στον Ιταλό πρεσβευτή αμέσως μετά από την ανάγνωση του κείμενου. Του είπε ξεκάθαρα: «Δηλαδή έχουμε πόλεμο!».

Ο Μεταξάς, χωρίς να συμβουλευθεί τον βασιλιά Γεώργιο, είπε το ιστορικό ΟΧΙ στα αιτήματα των Ιταλών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ερχόταν σε πλήρη αρμονία με την θέληση του δοκιμασμένου από τη δικτατορία ελληνικού λαού. Η οργή και η αγανάκτηση για τον τορπιλισμό της Έλλης είχε οδηγήσει σε καθολική εθνική ενότητα.

Η άρνηση του πρωθυπουργού να αποδεχθεί τις ιταλικές απαιτήσεις ήταν το αποτέλεσμα μιας ορθολογιστικής εκτίμησης των συμφερόντων της χώρας. Πρέπει να αποδεχθούμε χωρίς υστεροβουλίες ότι με αυτή την απόφαση αποφύγαμε ένα νέο διχασμό, πολύ χειρότερο από εκείνον της περιόδου 1916-1922, με την γνωστή τραγική του κατάληξη. Εδώ ακριβώς γεννιέται το πελώριο ερώτημα: Οι ορθολογιστικές εκτιμήσεις του Ι. Μεταξά, που τον οδήγησαν στην απόφαση της αρνητικής απάντησης στις απαιτήσεις της Ιταλίας, ήταν ακριβώς όμοιες με εκείνες του Ε. Βενιζέλου για τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στην εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου· γιατί λοιπόν πολέμησε τον εθνάρχη τότε, με ξέσπασμα της διαμάχης τον εθνικό διχασμό; Είναι μάλλον βέβαιο ότι οι οδυνηρές εμπειρίες του από την περίοδο 1914-1922 είχαν επηρεάσει τους προσανατολισμούς του.
Με την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης από τα σπίτια τους, από την εξορία (το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ήταν εξορία στα νησιά), από τις φυλακές (ήταν ασφυκτικά γεμάτες από αντιφρονούντες), από το χωράφι, από το γραφείο, όλοι οι Έλληνες κρεμάστηκαν κυριολεκτικά σε κάθε μέσον συγκοινωνίας για να φτάσουν το συντομότερο στο μέτωπο.

Η μοίρα είχε διαλέξει τη Μεραρχία Ηπείρου (VIII Μεραρχία), μόνη από τις μεγάλες μονάδες, να υπερασπιστεί την τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας εναντίον εχθρού με ασύγκριτα περισσότερες δυνάμεις και με αντίθετες αποφάσεις ως προς την εκπλήρωση αυτής της αποστολής, μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου (έδρα το ξενοδοχείο Μ. Βρετανία στην Αθήνα) και του διοικητή της Μεραρχίας, ο οποίος από την πρώτη ημέρα της έναρξης των επιχειρήσεων εγκατέστησε το στρατηγείο του στη θέση Βρύση-Πασσά (10 χιλιόμετρα νότια από το Καλπάκι).

Στις 05:30 της 28ης Οκτωβρίου τα ιταλικά στρατεύματα, μισή ώρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου, παραβίασαν την ελληνική μεθόριο στην περιοχή Πίνδου - Ηπείρου.
Τα τμήματα προκάλυψης στον τομέα της Ηπείρου, μετά από διήμερο (28-29) σκληρό επιβραδυντικό αγώνα, μπήκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία και εγκαταστάθηκαν σε προβλεπόμενες από το σχέδιο επιχειρήσεων θέσεις για την ανασυγκρότηση τους.

Κατά το διήμερο 28-29 Οκτωβρίου, στον τομέα της Πίνδου δημιουργήθηκε σοβαρή κατάσταση. Οι λίγες δυνάμεις του αποσπάσματος Πίνδου δεν μπόρεσαν ν' αναχαιτίσουν τις ισχυρές δυνάμεις της Μεραρχίας «Τζούλια». Δημιουργήθηκε ρήγμα, κυρίως την κοιλάδα του Αώου, το οποίο αποκάλυπτε το πλευρό των μονάδων του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου. Τα ιταλικά τμήματα έφθαναν ως τη Σαμαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα. Το απόσπασμα Πίνδου, με διοικητή τον έφεδρο εκ μονίμων (ανακλήθηκε τον Αύγουστο του 1940 στην ενεργό υπηρεσία) συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, δεν μπόρεσε να κρατήσει τις επιθέσεις της μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια». Την 1η Νοεμβρίου είχε την ατυχία να τραυματιστεί σοβαρά και να αποχωρήσει. Την διοίκηση του αποσπάσματος Πίνδου ανέλαβε ο επίσης πανάξιος ηγήτορας, ταγματάρχης τότε, Ιωάννης Καραβίας.

Άνευ ιδέας αποχωρήσεως
Στις 30 Οκτωβρίου το Γενικό Στρατηγείο, με προσωπική διαταγή προς τον διοικητή της VIII Μεραρχίας, του επισημαίνει τα ακόλουθα:
«Να έχετε πάντοτε υπόψη σας ότι η αποστολή της Μεραρχίας είναι η κάλυψη του θεάτρου της Δυτ. Μακεδονίας από την γενική κατεύθυνση Ιωάννινα-Ζυγός και η απόφραξη των δρομολογίων από την Ήπειρο προς Αιτωλοακαρνανία (...) Προσπάθειές σας για την διεκδίκηση εθνικού εδάφους στην Ήπειρο δεν πρέπει να σας οδηγήσουν στην φθορά των μέσων, έτσι ώστε να κάνουν προβληματική την εκπλήρωση της πιο πάνω αποστολής».
Ο διοικητής της Μεραρχίας, αφού ανακοίνωσε την διαταγή του Γεν. Στρατηγείου στους διοικητές των τομέων Νεγράδων και Καλαμά, με έγγραφη απόρρητη διαταγή τους έκανε γνωστό ότι εξακολουθεί να εμμένει στην απόφαση του ν' αντιτάξει σταθερή άμυνα στην οργανωμένη τοποθεσία της Ελαίας άνευ ιδέας υποχωρήσεως. Για την αντιμετώπιση της απειλής από τις ορεινές διαβάσεις του όρους Σμόλικα έδωσε εντολή αναδίπλωσης στον υποτομέα του Αώου και στο απόσπασμα Μετσόβου, το οποίο είχε διατεθεί στη Μεραρχία από την 31η Αυγούστου.
Σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες της μάχης, ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, ηγέτης αλλά και οικογενειάρχης, νηφάλιος και ατάραχος, γράφει στην αγαπημένη σύζυγό του, μέσα από το αμπρί του, που είναι κοντά στο Καλπάκι:

Τ.Τ. 712 τη 30ή Οκτωβρίου 1940
«Αγαπημένη μου Ελένη,
»Μην ανηυχής, καλά πάνε τα πράγματα. Το σχέδιόν μου εφαρμόζεται όπως έχει καθορισθή εκ των προτέρων, μην πιστεύης καμμίαν διάδοσιν, γιατί όλα είναι φήμαι αδέσποτοι.
»Κρατάμε καλά και εντός ολίγou θα τους κανονίσωμε όπως χρειάζεται. Εξαιρετική είναι η δράσις του πυροβολικού μας το οποίοv έχει καταστρέψει αρκετά άρματα μάχης του εχθρού και το βαρύ πυροβολικό του το εσίγησε.
Σε ασπάζομαι
Χαράλαμπος»

Διαπίστωση, από τις λίγες αυτές γραμμές, είναι η ακλόνητη εμμονή του στην αρχική του απόφαση. (Το απόκομμα της επιστολής είναι ευγενική προσφορά του γιου του στρατηγού, υποστράτηγου ε.α. Γεωργίου Κατσιμήτρου).
Πρέπει να επισημανθεί η συμβολή, σε αυτό το απίστευτο κατόρθωμα, μιας φούχτας Ελλήνων, του διοικητή της Ι Μεραρχίας τότε υποστρατήγου Βασιλείου Βραχνού. Στις 30 Οκτωβρίου, στις κρίσιμες ώρες της μάχης της Πίνδου, πήγε ο ίδιος με μέρος του επιτελείου του στο Επταχώριο και ανέλαβε τη διοίκηση όλων των μονάδων στον τομέα εκείνο.
Ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, είχε διαβεβαιώσει τον Μουσολίνι στις 15 Οκτωβρίου 1940, ημέρα απόφασης της ιταλικής κυβέρνησης για την επίθεση κατά της Ελλάδας, ότι η ιταλική επίθεση θα δώσει την εντύπωση μιας συντριπτικής θυέλλης.
Δύο μεραρχίες, η Μεραρχία «Κενταύρων» και η Μεραρχία «Φεράρα», με την υποστήριξη της αεροπορίας και τον καταιγισμό πυρών πυροβολικού, που αργότερα ενισχύθηκαν από τρεις ακόμη επίλεκτες μ. μονάδες, επί 12 ημέρες δεν θα μπορέσουν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαίας. Θα δουν τα άρματα τους κατεστραμμένα και γκρεμισμένα σε παγίδες της αντιαρματικής οργάνωσης που φωτογραφίζει το ελληνικό δαιμόνιο. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη στρατιωτική ιστορία το φαινόμενο, μόνο το πυροβολικό να τρέπει σε φυγή μονάδες αρμάτων και πεζικού σε βάθος 20 χιλιομέτρων. Κάποια διείσδυση των Ιταλών στον τομέα της Θεσπρωτίας θ’ ανακοπεί στον ποταμό Αχέροντα.
Η 13η Νοεμβρίου βρίσκει τις ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο να έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού μας εδάφους. Στη ΒΔ Μακεδονία να βρίσκονται μέσα στο αλβανικό έδαφος (Βορείου Ηπείρου), έτοιμες να καταλάβουν τον ορεινό όγκο της Μόροβας και τον κόμβο των συγκοινωνιών της Κορυτσάς.
Το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων έχει ανέβει κατακόρυφα. Αντίθετα, το προσωπικό των ιταλικών μονάδων βρίσκεται ψυχικά σε απελπιστική κατάσταση. Ο δε αλαζόνας στρατηγός Πράσκα αντικαταστάθηκε ως ανίκανος, από τον στρατηγό Σοντού, που και εκείνος αργότερα αντικαταστάθηκε με το ίδιο αιτιολογικό.
Στην ίδια περίοδο επιστρατεύθηκαν, για το θέατρο επιχειρήσεων της Αλβανίας, 11 μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες πεζικού, μία μεραρχία και μία ταξιαρχία ιππικού. Συνολική δύναμη μαζί με τις μη μεραρχιακές μονάδες 232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα και 100.000 κτήνη περίπου. Το σύνολο των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, με την άφιξη νέων ενισχύσεων, ήταν δύο στρατιές, 240-250 χιλιάδες άνδρες περίπου.
Από αυτή τη στιγμή το άστρο της νίκης φωτίζει τα ελληνικά όπλα και ο απόηχος του έπους συγκλονίζει τον τότε φοβισμένο κόσμο μας.

Η ελληνική αντεπίθεση
Ούτε η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου, κυρίως σε οπλισμό, αεροπορία και μέσα μεταφοράς, ούτε οι αντίξοες καιρικές συνθήκες (βαρύς χειμώνας), ούτε το δύσβατο του εδάφους, ούτε οι φοβερές δυσχέρειες ανεφοδιασμού εμπόδισαν τον στρατό μας να αναλάβει γενική αντεπίθεση για την κατάληψη και απελευθέρωση της Β. Ηπείρου.
Στον Νότιο Τομέα, το Α' Σ.Σ. κατέλαβε τους Αγ. Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα και άνοιξε τον δρόμο για την προέλαση προς Αυλώνα.
Στον Κεντρικό Τομέα, το Β' Σ.Σ. κατέλαβε την Πρεμετή και στο τέλος Δεκεμβρίου έφτασε 15 χιλιόμετρα ανατολικά από την Κλεισούρα, την οποία κατέλαβε αργότερα.
Στον Βόρειο Τομέα, το ΤΣΔΜ (Γ' και Ε' Σ.Σ.) κατέλαβε τον ορεινό όγκο Μόροβας - Ιβάν, το Πόγραδετς και εξασφάλισε από δυτικά το υψίπεδο της Κορυτσάς, την οποία κατέλαβε αργότερα.
Τα ελληνικά στρατεύματα κατάφεραν να προελάσουν, μέσα σε ενάμιση μήνα, στο έδαφος της Β. Ηπείρου από 30 ως 80 χιλιόμετρα, μέσω ορεινών δρομολογίων. Δεν χρησιμοποιούσαν τους πεδινούς χώρους γιατί δεν είχαν τεθωρακισμένα και οχήματα.

«Εαρινή επίθεση»
Ο σκληρός χειμώνας αναγκάζει τα ελληνικά στρατεύματα να ανακόψουν την προέλασή τους, η οποία είχε ως τελικό αντικειμενικό σκοπό την απόρριψη των Ιταλών στη θάλασσα. Ο Μουσολίνι, που γνωρίζει την επικείμενη επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδας, για να εξευμενίσει τον Χίτλερ αποφασίζει την εξαπόλυση γενικής αντεπίθεσης στις 9 Μαρτίου 1941 με 10 μεραρχίες. Την αντεπίθεση παρακολουθεί ο ίδιος από το ύψωμα Καμάριτ (Γκλάβα).
Όμως και αυτή τη φορά το ακατάβλητο θάρρος και το πνεύμα αυτοθυσίας των ελληνικών στρατευμάτων τον απογοητεύουν, γιατί δεν παραχωρούν ούτε μια σπιθαμή εδάφους. Η αντεπίθεση στις 25 Μαρτίου εκφυλίζεται και ο Μουσολίνι ταπεινωμένος φεύγει από τα Τίρανα για την Ιταλία με πρόθεση να την επαναλάβει. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941 θα ματαιώσει τα σχέδιά του.
Στις 6 Απριλίου 1941 η μικρή Ελλάδα δεν θα διστάσει να πει και δεύτερο ΟΧΙ στην παντοδύναμη Γερμανία. Οι Γερμανοί θα περάσουν, όχι όμως από τα οχυρά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Εκείνα θα μείνουν απόρθητα, για να αναγκάσουν τον γερμανικό στρατό να «παρουσιάσει όπλα» προς τιμήν των υπερασπιστών τους, όταν όλα έχουν τελειώσει.
Ο δραματικός επίλογος αυτού του πολυαίμακτου για την Ελλάδα πολέμου, που σημαδεύει και το μεγαλείο της θυσίας για τα σύμβολα της πατρίδας και για τις ανθρώπινες αξίες, θα γραφεί στις 27 Απριλίου 1941 στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Κοντά στο μεσημέρι αυτής της ανοιξιάτικης ημέρας, ένα γερμανικό τμήμα θα φτάσει στην Ακρόπολη. Εκεί υπάρχει ο Έλληνας στρατιώτης, φρουρός της γαλανόλευκης που κυματίζει ακόμη ανέμελη στον αττικό ουρανό.
Αυτό που ακολούθησε, όταν κάποιος στρατιώτης Γερμανός τον πλησίασε, θα μας το πει με τον δικό του ποιητικό λόγο ο Γιάννης Γαλανός:
Τού 'παν να κατεβάσει τη σημαία οι Γερμανοί, θα ύψωναν τη δική τους. Ήταν αφτός φρουρός εκείνη την ώρα. Διπλώθηκε με αφτή κι έπεσε στο βράχο. Κάτω της Ακρόπολης. Δεν την παρέδωσε. Ήταν Έλληνας αφτός, πώς να το κάνει. Ένας στρατιώτης Έλληνας, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης. Κι ήταν η ώρα του μεγάλου όχι αφτή. Άξιος του γένους στάθηκε. Να τον θυμάστε.
(Γιάννης Γαλανός, από τη συλλογή Φύλλα της Ζωής. Εκδόσεις «Φαίδων» 1996).

Επίλογος
Επίκαιρο μα και βασανιστικό προβάλλει το ερώτημα: Πόσοι από μας θα νιώσουμε την ανάγκη, την 28η Οκτωβρίου, εκείνη την ημέρα της περισυλλογής για τον έπαινο των θριαμβευτών και τον εντοπισμό των σφαλμάτων για ένα σωστό φρονηματισμό μας; Πολλοί ή λίγοι; Δική σας η απάντηση.
Όμως και εδώ τα φαινόμενα δεν απατούν. Η ηθική διαφθορά κορυφής μα και βάσης, η ανευθυνότητα, η ανεμελιά μας, η απληστία και προ παντός η απώλεια της ιστορικής μας μνήμης, με επακόλουθα τη λήθη, την ασέβεια προς τους θριαμβευτές και ήρωες και πάνω από όλα την κατάπτωση των ηθικών αξιών, που δίνουν το νόημα του ανθρώπινου προορισμού μας, είναι οι αναμφισβήτητες διαπιστώσεις, που, αλίμονο, και αυτή τη φορά θα καταλήξουν σε κάποια τραγωδία της πατρίδας μας, αν δεν συνετιστούμε, αν δεν μας φρονηματίσει το βαθύτερο νόημα αυτής της επετείου.
Οι απογοητευτικές διαπιστώσεις είναι πολλές. Εγώ θα επισημάνω μία: Δεν άκουσα ποτέ μέχρι σήμερα από τους ομιλητές των «πανηγυρικών» αυτών των επετείων να μνημονεύουν τα ονόματα των κυρίων συντελεστών αυτού του θριάμβου, των υποστρατήγων Χ. Κατσιμήτρου και Β. Βραχνού, του γενναίου ταγματάρχη τότε Ι. Καραβία, ή και άλλων που δεν αναφέρονται σ' αυτό το κείμενο. Έχω την διαίσθηση ότι ο ελληνικός λαός, από λαθεμένη ενημέρωση, θεωρεί ως μόνους δημιουργούς αυτού του «Έπους» τους Ι. Μεταξά, Αλ. Παπάγο και τον βασιλέα Γεώργιο Β'. Κανείς δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει. Ήταν η ηγεσία της Ελλάδας τότε. Όμως και ο Ι. Μεταξάς και ο Αλ. Παπάγος έχουν υμνήσει απερίφραστα και έχουν επιβραβεύσει με ηθικές αμοιβές και τον ελιγμό της VIII Μεραρχίας και τις γενναίες ενέργειες ηγετών και οπλιτών του στρατού Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας τότε. Ο δε υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπειρος προμαχούσα, μνημεία της ιστορικής αλήθειας, στον επίλογο του, σελ. 255, γράφει: «...αι παρ' αυτού διατυπούμεναι γνώμαι και κρίσεις επί της πορείας και εξελίξεως των πολεμικών επιχειρήσεων, ουδέ πόρωθεν έχουσι σκοπόν επικρίσεως ουδενός...».
Εμείς γιατί είμαστε δέσμιοι των παθών μας;

Δημήτριος Λιμνιάτης, Αντιστράτηγος ε.α.
(Περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τ. 352, Οκτ. 1997)
Read More »
ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, διοικητής της VII Μεραρχίας Πεζικού ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, διοικητής της VII Μεραρχίας Πεζικού Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

Πώς η VΙΙΙ Μεραρχία συνέτριψε την ιταλική επίθεση στην Ηπειρο

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023

 
Ψηλά στην Ήπειρο, ο χειμώνας είχε ήδη έρθει. Στα Ιωάννινα, ο διοικητής της VΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, βρισκόταν στο γραφείο του.

Η ώρα είχε περάσει, αλλά ο έμπειρος στρατηγός, μαζί με τους επιτελείς του, βρίσκονταν σκυμμένοι επάνω από τους απλωμένους χάρτες τους, μελετώντας τους και ανταλλάσσοντας μόνο τα απαραίτητα λόγια.

Ο μέραρχος είχε ενημερώσει τους επιτελείς του για την αναφορά του διοικητή του Αποσπάσματος Πίνδου, του Δαβάκη, ο οποίος ήταν βέβαιος ότι η ιταλική εισβολή ήταν  ζήτημα ωρών.

Μέσα στη νύχτα έφτασε στο γραφείο του μέραρχου και ο συνταγματάρχης Μαυρογιάννης. Ήταν ο διοικητής πυροβολικού της Μεραρχίας, αλλά και ο άνθρωπος που επιμελήθηκε την οργάνωση του εδάφους στη ζώνη ευθύνης της.

Ο συγκεκριμένος αξιωματικός υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ο θεμελιωτής της νίκης του Καλπακίου. Ολόκληρο το καλοκαίρι του 1940 περιέτρεχε τη ζώνη της Μεραρχίας βάσει των εντολών που είχε δώσει στο ΓΕΣ ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.

Ο Μαυρογιάννης έκανε μεγάλο έργο: Κατόπτευε. Σχεδίαζε.

Με την αμέριστη συμπαράσταση των κατοίκων, είχε κατορθώσει να οργανώσει άριστα το έδαφος. Κατασκευάστηκαν 269 πολυβολεία αντοχής σε πλήγματα  οβίδων τουλάχιστον των 75 χιλ., 20 διπλά πολυβολεία σκαμμένα στους βράχους, 16 θέσεις τάξης πυροβόλων, και 30 καταφύγια για τους πυροβολητές, τα κτήνη και τα πυρομαχικά, 15 πυροβολεία αντοχής σε πλήγματα τουλάχιστον των 105 χιλ. Ανοίχτηκαν χαρακώματα συνολικού μήκους 66 χλμ. και στρώθηκαν ζώνες συρματοπλέγματος μήκους 5.700 μ., κατασκευάστηκαν 110 σκέπαστρα προστασίας του πεζικού, συνολικής χωρητικότητας 3.500 ανδρών, 10 ενισχυμένα παρατηρητήρια, υπόγεια τηλεφωνικά κέντρα, αντιαρματικές τάφροι συνολικού μήκους 4,5 χλμ. και 26 αντιαρματικά  φράγματα με σιδηροτροχιές.




Επίσης, στρώθηκαν ναρκοπέδια και υπονομεύτηκαν όλες οι γέφυρες στη ζώνη προκάλυψης της Μεραρχίας, ενώ ανοίχθηκαν και πολλαπλές ζώνες χαρακωμάτων, ώστε να διασπείρονται τα εχθρικά πυρά. Οι αφανείς ήρωες του τεράστιου αυτού επιτεύγματος ήταν οι απλοί κάτοικοι της Ηπείρου, οι οποίοι εργάζονταν χωρίς αμοιβή επί πέντε ημέρες κάθε μήνα, κατασκευάζοντας «προχώματα για τα παιδιά μας, που θα πολεμήσουν για την πατρίδα», όπως έλεγαν οι ίδιοι στον στρατηγό Κατσιμήτρο.

Ο Μαυρογιάννης παρουσιάστηκε στον μέραρχο και επιβεβαίωσε τις υπάρχουσες πληροφορίες. Ο Κατσιμήτρος άλλωστε ήταν πάντα καλά πληροφορημένος, έχοντας εγκαταστήσει, με τη βοήθεια του δασκάλου τού χωριού Μολυβδοσκέπαστη Σταύρου Γκατσόπουλου, εκτεταμένο δίκτυο πρακτόρων εντός του αλβανικού εδάφους. Με τον τρόπο αυτό γνώριζε τα πάντα σχετικά με τις μετακινήσεις των ιταλικών δυνάμεων εντός της Αλβανίας.

Οι Ιταλοί είχαν ήδη συγκεντρωθεί στα σύνορα. Η εισβολή δεν θα αργούσε να πραγματοποιηθεί. Μόλις ολοκληρώθηκε η σύσκεψη, ο  Κατσιμήτρος τηλεφώνησε στην Αθήνα, στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ). Του απάντησε ο αντισυνταγματάρχης Κορώζης.

Ο Κατσιμήτρος χωρίς να χάσει χρόνο είπε στον Κορώζη: «Αναφέρετε, παρακαλώ, κ. Κορώζη, στον κ. Αρχηγό του ΓΕΣ ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριο το πρωί, ίσως δε και κατά τη διάρκεια της νύκτας 27ης προς την 28η Οκτωβρίου, θα έχουμε ιταλική επίθεση. Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, σύμφωνα με τις διαταγές και τις οδηγίες του ΓΕΣ. Μπορώ να διαβεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγό -και το τονίζω  ιδιαιτέρως αυτό- ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι».

«Μάλιστα Στρατηγέ μου, θα αναφέρω τα ανωτέρω στον κ. Αρχηγό και θα τονίσω ιδιαιτέρως τη σοβαρή σας διαβεβαίωση. Εύχομαι, Στρατηγέ μου, καλή επιτυχία», απάντησε συγκινημένος ο Κορώζης.

Ο Κατσιμήτρος δεν ανήκε στους απλώς ρομαντικούς και φιλοπάτριδες αξιωματικούς. Είχε συμμετάσχει σε πέντε πολέμους και είχε τεράστια εμπειρία.

Η διαβεβαίωσή του λοιπόν προς τον Παπάγο ότι οι Ιταλοί δεν πρόκειται να διασπάσουν την κύρια γραμμή άμυνας της Μεραρχίας, τη λεγόμενη τοποθεσία Ελαίας-Καλαμά, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα.

Αυτό αποδεικνύεται και από τη διαταγή επιχειρήσεων που είχε εκδώσει, ήδη από τις 23 Σεπτεμβρίου 1940. «Η Μεραρχία έχει αποφασίσει να παρασύρει τον αντίπαλο επί της οργανωμένης τοποθεσίας Ελαίας και, αφού  επιφέρει σε αυτόν φθορά, με γενική αντεπίθεση θα επιδιώξει να τον απορρίψει πέρα από τα σύνορα, αποκόπτοντάς τον από τις γραμμές των συγκοινωνιών και του εφοδιασμού του.

Αξιώνω και απαιτώ όπως ενστερνιστείτε όλοι το πνεύμα της διαταγής αυτής, βαθμοφόροι και στρατιώτες παντός Όπλου και Σώματος και όλες οι διοικήσεις και τα επιτελεία...

Ενθυμούμενοι την Ιστορία και τις παραδόσεις μας, ας δείξουμε στους πιθανούς αντιπάλους μας ότι ούτε το πλήθος ούτε η υλική ισχύς φέρνουν τη νίκη, αλλά οι ψυχικές δυνάμεις και η στερεά  πεποίθηση σε αυτήν και στο δίκαιο του αγώνα μας, γιατί θα αγωνιστούμε υπέρ βωμών και εστιών.

Η τιμή των ελληνικών όπλων απαιτεί, όπως κάθε τμήμα, σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρεθεί, να πολεμήσει μέχρι του τελευταίου ανδρός και του τελευταίου φυσιγγίου, και να θυσιαστεί, αλλά ουδέποτε να παραδοθεί» (υπογραφή: Κατσιμήτρος).

Ο Κατσιμήτρος είχε επεξεργαστεί από καιρό λοιπόν τα σχέδια άμυνας της Μεραρχίας. Η αποστολή του ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς η Μεραρχία όφειλε να αμυνθεί μετώπου μήκους 100 χλμ. με 15 τάγματα πεζικού, 2 τάγματα πολυβόλων, 66 πυροβόλα -ορειβατικά, πεδινά και συνοδείας πεζικού– τη μεραρχιακή ομάδα αναγνώρισης, μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία των 37 χιλ. (4 πυροβόλα), μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία των 20 χιλ. (6 πυροβόλα), μία αντιαρματική πυροβολαρχία των 37 χιλ. (4 πυροβόλα), μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία των 88 χιλ. (3 πυροβόλα), η  οποία κάλυπτε την πόλη των Ιωαννίνων, 2 λόχους Μηχανικού και 3 λόχους Διαβιβάσεων.

Οι Ιταλοί απέναντί του είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις. Ενταγμένες στο ΧΧV Σώμα Στρατού -το λεγόμενο της «Τσαμουριάς»- οι Ιταλοί διέθεταν την ενισχυμένη 23η ΜΠ Φεράρα (47ο και 48ο Συντάγματα Πεζικού, δύο τάγματα Αλβανών, ένα μηχανοκίνητο τάγμα Βερσαλλιέρων, την 3/131 Επιλαρχία με 50 ελαφρά άρματα, ένα τάγμα όλμων, μία επιλαρχία ιππικού, 48 βαριά πυροβόλα, 68 ελαφρά πυροβόλα, ένα λόχο μοτοσικλετιστών, μία μοίρα αντιαεροπορικών πυροβόλων των 20 χιλ.,  αντιαρματικό ουλαμό των 47 χιλ., στοιχεία μηχανικού με υλικό γεφυροσκευής, συνολική δύναμη 21.000 ανδρών), την 51η ΜΠ Σιέννα (31ο και 32ο Συντάγματα Πεζικού και ένα σύνταγμα ιππικού.

Επίσης ένα τάγμα Αλβανών, ένα τάγμα Μελανοχιτώνων, ένα τάγμα όλμων, 24 βαριά πυροβόλα, 56 ελαφρά πυροβόλα και στοιχεία μηχανικού, συνολικής δύναμης 12.500 ανδρών), την 131η Τεθωρακισμένη Μεραρχία (ΤΘΜ) «Κένταυρος» (μία επιλαρχία αρμάτων με 40 άρματα, ένα μηχανοκίνητο τάγμα Βερσαλλιέρων, 24 ελαφρά πυροβόλα, μία αντιαρματική πυροβολαρχία των 47 χιλ. με 8 πυροβόλα, μία  αντιαεροπορική Μοίρα των 20 χιλ. με 16 πυροβόλα και ένα λόχο μοτοσικλετιστών, με συνολική δύναμη 2.200 ανδρών), τη Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ) με δύο συντάγματα ιππικού, ένα σύνταγμα Γρεναδιέρων (3 τάγματα), ένα τάγμα Αλβανών και 24 ελαφρά πυροβόλα, συνολικής δύναμης 5.500 ανδρών.

Συνολικά, οι Ιταλοί ανέπτυξαν απέναντι στην VIII ΜΠ περί τους 42.000 άνδρες, με 244 πυροβόλα κάθε διαμετρήματος και 90 άρματα μάχης. Θα μπορούσε να τους αδικήσει κανείς για τη βεβαιότητα που είχαν για τη νίκη; Μάλλον, όχι.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ο Κατσιμήτρος είχε αντίθετη γνώμη. Έχοντας να καλύψει ένα τεραστίου αναπτύγματος μέτωπο με τις δυνάμεις που διέθετε, έπρεπε να ενεργήσει έξυπνα.

Καταρχάς, θα επιχειρούσε να επιβραδύνει την εχθρική προέλαση, κυρίως για να προκαλέσει φθορά στον εχθρό, πριν ο όγκος του φτάσει ενώπιον της κύριας γραμμής αντίστασης.

Για το σκοπό αυτό ανέπτυξε το 1/3 των δυνάμεών του στην προκάλυψη (5 τάγματα πεζικού, 2 πυροβολαρχίες των 75 χιλ. και 6 πυροβόλα συνοδείας των 65 χιλ.), σε όλο το μήκος της μεθορίου, από την Κόνιτσα  έως το Ιόνιο.

Τον κεντρικό τομέα τον εμπιστεύτηκε στον αντισυνταγματάρχη Μαρδοχαίο Φριζή, στον οποίο διέθεσε το 1/15 Τάγμα Πεζικού (ΤΠ), το 2/42 Τάγμα Ευζώνων (ΤΕ), μία πυροβολαρχία των 75 χιλ., έναν ουλαμό των 65 χιλ. υπό τον ταγματάρχη πυροβολικού Κ. Βερσή, μία πυροβολαρχία των 75 χιλ. και δύο ουλαμούς των 65 χιλ. υπό τον ταγματάρχη του πυροβολικού Δ. Κωστάκη.

Οι δύο αυτοί αξιωματικοί του πυροβολικού αξίζουν ειδικής μνείας. Άριστοι αξιωματικοί και οι δύο, από την πρώτη μέρα του πολέμου μέχρι τη συνθηκολόγηση, είχαν καταστεί ο φόβος και ο τρόμος του Ιταλικού Στρατού.

Υποστήριζαν με τέτοια επιτυχία το πεζικό, που έγιναν θρύλοι, και στα δύο στρατόπεδα. Ένα «μνημείο» της δράσης του Κωστάκη υπάρχει ακόμα και σήμερα στο μουσείο του Αργυροκάστρου.

Πρόκειται για ένα ιταλικό πυροβόλο, με μια ελληνική οβίδα σφηνωμένη στην κάννη του. Σκοπευτής ήταν ο Κωστάκης! Τα τμήματα της προκάλυψης είχαν  ως αποστολή να επιβραδύνουν τις εχθρικές κινήσεις, να προκαλέσουν στον εχθρό τη μεγαλύτερη δυνατή φθορά και να αποσυρθούν κατόπιν στην κύρια γραμμή αντίστασης, όπου θα αποτελούσαν τις εφεδρείες των τομέων.

Όσον αφορά την κύρια γραμμή αντίστασης, αυτή εκτεινόταν από την Ηγουμενίτσα μέχρι τις παρυφές του Σμόλικα. Ο Κατσιμήτρος τη χώρισε σε τέσσερις τομείς. Ο πρώτος, από ανατολικά προς τα δυτικά, ήταν ο τομέας Νεγράδων, χωρισμένος με τη σειρά του σε τρεις υποτομείς, τους Σουδενών, Καλπακίου και Βροντισμένης.

Οι δυνάμεις του συγκεκριμένου τομέα κάλυπταν την τοποθεσία-κλειδί της μεραρχιακής διάταξης, τη διάβαση του Καλπακίου.

Το Καλπάκι είναι μια στενή σχετικά διάβαση, ανάμεσα στα υψώματα Ασσόνισα (ανατολικά) και Παλαιόκαστρο. Στην  τοποθεσία, δεσπόζει το βόρεια της Ασσόνισας ύψωμα Γκραμπάλα, ενώ στον μοναδικό οδικό άξονα δεσπόζει το ύψωμα του Καλπακίου (ύψωμα 493).

Υπήρχαν δύο οδοί, που από το αλβανικό έδαφος οδηγούσαν στην Ελλάδα. Οι δύο αυτοί δρόμοι όμως συνέκλιναν λίγο βορειότερα του Καλπακίου και ενώνονταν σε έναν. Όποιος ήθελε να κατευθυνθεί στα Ιωάννινα, από εκεί όφειλε να περάσει.

Ο Κατσιμήτρος το γνώριζε αυτό, και στο σημείο αυτό αποφάσισε να δώσει την κυρίως αμυντική του μάχη. Ήταν βέβαιος πως αν οι Ιταλοί δεν διασπούσαν την τοποθεσία του Καλπακίου, δεν θα αποτολμούσαν να προελάσουν σε βάθος ούτε στο πλευρό της τοποθεσίας, προς το Ιόνιο, εκεί που η τοποθεσία παρουσίαζε τη  μεγαλύτερη αδυναμία της.

Στον τομέα Νεγράδων λοιπόν έταξε ο στρατηγός δύο τάγματα του 15ου ΣΠ, το 1/40 ΤΕ, έναν λόχο πολυβόλων, τα τέσσερα αντιαρματικά πυροβόλα που διέθετε και το 1ο Τάγμα Πολυβόλων. Οι δυνάμεις αυτές επρόκειτο να σηκώσουν το βάρος του αγώνα. Δυτικότερα, στον τομέα Καλαμά, διατέθηκαν τέσσερα τάγματα ευζώνων του 40ού και 42ου Συνταγμάτων Ευζώνων, το 2ο Τάγμα Πολυβόλων και η ομάδα αναγνώρισης ιππικού της Μεραρχίας. Ακόμα πιο δυτικά, στον τομέα Θεσπρωτίας, διατέθηκαν δύο μόλις τάγματα πεζικού (2/24 και 3/24).

Ο φόβος ιταλικής απόβασης στα νώτα της τοποθεσίας, ανάγκασε τον Κατσιμήτρο να διαθέσει μέρος από τις μικρές του εφεδρείες στον τομέα Πρέβεζας-Φιλιππιάδας, οι δυνάμεις του οποίου (ένα τάγμα πεζικού, ένας λόχος πολυβόλων, τέσσερα πυροβόλα των 65 χιλ. και τέσσερα των 75 χιλ.) φρουρούσαν την ακτογραμμή.

Εφεδρεία της μεραρχίας ορίστηκε το 1/42 ΤΕ και τα τμήματα της προκάλυψης, που, μετά το πέρας του επιβραδυντικού αγώνα, θα έπαιρναν θέσεις πίσω από την τοποθεσία αντίστασης.

Στις 26 Οκτωβρίου, το ιταλικό ραδιόφωνο και οι εφημερίδες άρχισαν να εξαπολύουν μύδρους κατά της Ελλάδας, μεταδίδοντας την είδηση ότι ελληνικές «συμμορίες» εισέβαλαν στο αλβανικό έδαφος και άνοιξαν πυρ κατά ιταλικών τμημάτων.

Σύμφωνα με τους Ιταλούς, άλλες ελληνικές «συμμορίες» τοποθέτησαν βόμβα στους Αγίους Σαράντα.

Το συνοριακό επεισόδιο που ζητούσε ο Μουσολίνι και ετοίμασε ο Τσιάνο, ο πραγματικός εγκέφαλος πίσω από την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, είχε συμβεί. Φυσικά, θα έπρεπε να είναι κανείς πολύ αφελής για να  πιστέψει τα ιταλικά ψεύδη. Οι ημερήσιες διαταγές των ιταλικών μονάδων το φανερώνουν:

«26 Οκτωβρίου 1940 - Μεραρχία Φεράρα

»Από 19 μηνών, στην οχυρή και τραχιά αυτή γη της Αλβανίας χαλυβδώνουμε τα όπλα και τις καρδιές μας προσηλωμένοι προς έναν σκοπό, ο οποίος βρίσκεται πια κοντά. Συγκεντρωμένοι σε ένα φάτσιο (δέσμη) ενεργειών και θελήσεων, πεζοί, Μελανοχίτωνες, σκαπανείς, όλοι, Ιταλοί και Αλβανοί, προσηλώνουμε το βλέμμα μας προς την Ήπειρο. Θα κάνουμε να λάμψει η δάφνη της Φεράρα. Με αυτή την πεποίθηση σας κραυγάζω την ιαχή του αγώνα που είναι “Νίκη”. Ήρθε η ημέρα μας και είναι ανάγκη να νικήσουμε.

»Λ. Τζανίνι υποστράτηγος».

Πίσω στα Ιωάννινα, ο Κατσιμήτρος, με απόλυτη ψυχραιμία, έδωσε τις τελικές διαταγές. Κατόπιν, επέτρεψε να αποχωρήσουν όσοι αξιωματικοί δεν είχαν υπηρεσία, και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο του κτιρίου του στρατηγείου της Μεραρχίας, όπου βρισκόταν το σπίτι του. Πριν αναπαυθεί, μίλησε τηλεφωνικά με όλους τους διοικητές των τμημάτων της προκάλυψης. Ύστερα, ήσυχος, ξάπλωσε.

«Τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως αμύνονται του πατρίου εδάφους»

Στις 03.45 της 28ης Οκτωβρίου στο σπίτι του μέραρχου αντήχησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η μικρή κόρη του στρατηγού απάντησε. Ήταν από το ΓΕΣ. Ζητούσαν επειγόντως τον Κατσιμήτρο.

Ο στρατηγός κατάλαβε.

Πήρε το ακουστικό. Ήταν ο Κορώζης. Είπε στον Κατσιμήτρο τι είχε συμβεί, για το ιταλικό τελεσίγραφο και την απόρριψή του και για την επικείμενη ιταλική εισβολή. Ο Κατσιμήτρος αρκέστηκε να απαντήσει: «Αναφέρατε, παρακαλώ, στον κ. αρχιστράτηγο ότι η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, όπως επιβάλλει η εθνική τιμή  και με τον τρόπο που αυτή γνωρίζει». Αμέσως μετά, ο στρατηγός δρομολόγησε όλες τις από καιρό προετοιμασμένες κινήσεις του. Σε λίγες στιγμές ολόκληρη η VΙΙΙ ΜΠ ήταν σε ετοιμότητα.

Οι Ιταλοί πάντως δεν σεβάστηκαν ούτε το ίδιο τους το τελεσίγραφο. Η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα άρχισε ήδη από τις 04.30 της 28ης Οκτωβρίου, στην Ήπειρο και στην Πίνδο.

Έτσι, οι Ιταλοί κατόρθωσαν να σκοτώσουν έναν και να αιχμαλωτίσουν τέσσερις Έλληνες στρατιώτες.

Στη συντριπτική πάντως πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι Ιταλοί δεν πέτυχαν αιφνιδιασμό. Στις 05.30 το πρωί το πυροβολικό τους άρχισε καταιγιστικό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων της τοποθεσίας προκάλυψης, ιδίως κατά των συγκοινωνιακών κόμβων και του στενού στο Χάνι  Δελβινάκι. Ακολούθησε μαζική εισβολή του ιταλικού πεζικού, το οποίο απώθησε τα ελληνικά φυλάκια.

Τα ελληνικά τμήματα της προκάλυψης αποσύρθηκαν στην πρώτη τοποθεσία ανάσχεσης, και άρχισαν με πείσμα τον αγώνα. Παράλληλα, το Μηχανικό ανατίναζε όλες τις γέφυρες και τις οδούς, σύμφωνα με το σχέδιο καταστροφών. Μόνο η γέφυρα στο Χάνι Μπουραζάνι δεν ανατινάχτηκε, λόγω ελαττωματικών εκρηκτικών.

Οι ελληνικές δυνάμεις, έτοιμες, προετοιμασμένες, περίμεναν τους Ιταλούς και τους υποδέχτηκαν με πυκνά πυρά. Οι ιταλικές φάλαγγες, αιφνιδιάστηκαν από τα ελληνικά πυρά και είχαν τις πρώτες τους απώλειες.

Καθώς ξημέρωνε, εμφανίστηκε και η Ιταλική Αεροπορία και εκτέλεσε βομβαρδισμούς στη ζώνη επιχειρήσεων, αλλά και σε ελληνικές πόλεις, με απώλειες μεταξύ των αμάχων.

Την Αεροπορία συναγωνίζεται και το πυροβολικό, το οποίο βομβάρδισε την ανοχύρωτη κωμόπολη των Φιλιατών, προκαλώντας πολλά θύματα μεταξύ των αμάχων. Ο αγώνας στην  πρώτη τοποθεσία ανάσχεσης συνεχίστηκε.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι ιταλικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να θραύσουν την αντίσταση των ασθενών ελληνικών δυνάμεων, όπως στο Δελβινάκι, όπου ο λοχαγός Παπακώστας με τους άνδρες του απέκρουσαν κάθε απόπειρα των Ιταλών να διεισδύσουν στην τοποθεσία.

Ωστόσο, η εχθρική αριθμητική υπεροχή αναγκάζει τα ελληνικά τμήματα να συμπτυχθούν, για να μην περικυκλωθούν. Στον τομέα Κόνιτσας-Μέρτζανης, ο Φριζής κρατά τους Ιταλούς.

Για τη διάσπαση της τοποθεσίας, οι Ιταλοί ρίχνουν για πρώτη φορά στη μάχη τα άρματα μάχης τους. Περί τα 10 άρματα επιτέθηκαν, βάλλοντας συνεχώς με τα πολυβόλα τους. Ξαφνικά, δύο από αυτά βυθίστηκαν στο έδαφος.

Έπεσαν μέσα σε μία από τις αντιαρματικές τάφρους του Μαυρογιάννη. Τα υπόλοιπα προσπάθησαν να περάσουν εκατέρωθεν της τάφρου. Τότε όμως ακούστηκαν  εκρήξεις. Είχαν πέσει σε ναρκοπέδιο.

Άλλα δύο άρματα εξουδετερώθηκαν με τον τρόπο αυτό. Όσα απέμειναν σταμάτησαν την κίνησή τους. Τότε ήρθε η σειρά της πυροβολαρχίας του Βερσή. Τα ελληνικά πυρά αποτελείωσαν όσα είχαν απομείνει. Ο ενθουσιασμός του  ελληνικού πεζικού ήταν απερίγραπτος. Οι άνδρες βγήκαν από τα χαρακώματα και άρχισαν να φωνάζουν «Αέρα»!

Ωστόσο, η διαταγή της Μεραρχίας ήταν τα τμήματα προκάλυψης να υποχωρήσουν σταδιακά. Έπρεπε αυτά να φθείρουν τον αντίπαλο, και όχι τα ίδια να φθαρούν ανεπανόρθωτα. Ο συνταγματάρχης Μαυρογιάννης, επικεφαλής του δικτύου προκάλυψης της Μεραρχίας, επέβλεπε από κοντά τον αγώνα. Σε λίγο ο ήλιος έγειρε, και η πρώτη μέρα του πολέμου έγινε πια κομμάτι της Ιστορίας.

Το πρώτο ανακοινωθέν της ημέρας ανέφερε στερεότυπα: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της  ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Η πρώτη μέρα του αγώνα αναπτέρωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των Ελλήνων. Αντιμετώπισαν με θάρρος τους Ιταλούς, προκαλώντας τους μάλιστα σοβαρές απώλειες. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η αντιμετώπιση των ιταλικών αρμάτων. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλο ψυχολογικό αντίκτυπο στους Έλληνες μαχητές. Έτσι, όταν ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων επισκέφθηκε τα μαχόμενα ελληνικά τμήματα για να τα εμψυχώσει, βρέθηκε προ εκπλήξεως.

Είπε μάλιστα γελώντας στον συνταγματάρχη Μαυρογιάννη που τον συνόδευε: «Μου φαίνεται, Μαυρογιάννη, ότι  εδώ που ήρθα για να δω τους πολεμιστές και να τους δώσω εγώ θάρρος και δύναμη, συνέβη το αντίθετο, και μου ενέπνευσαν αυτοί τόση δύναμη και πίστη, ώστε φεύγω ήσυχος και ικανοποιημένος».

Η 29η Οκτωβρίου ξημέρωσε με τους Ιταλούς να βρίσκονται σε επαφή με τις ελληνικές δυνάμεις. Μόνο στον παραλιακό τομέα, η Μεραρχία διέταξε τα εκεί προκαλυπτικά τμήματα να απαγκιστρωθούν και να πάρουν θέσεις στην κύρια γραμμή άμυνας, στη νότια όχθη του Καλαμά. Η Ιταλική Αεροπορία συνέχισε τη δράση της, και βομβάρδισε ακόμα και το στρατηγείο της Μεραρχίας στη θέση Βρύση Πασά.

Ευτυχώς, οι Ιταλοί βομβάρδισαν μόνο τις εγκαταλελειμμένες σκηνές, καθώς ο Κατσιμήτρος είχε μεταφέρει το στρατηγείο του νότια του Καλπακίου. Στον παραλιακό  τομέα, οι Ιταλοί επιχείρησαν και κατόρθωσαν να περάσουν τον Καλαμά. Ελληνική αντεπίθεση όμως τους έριξε και πάλι πίσω, στη βόρεια όχθη. Πίσω τους άφησαν 16 νεκρούς.

Στο Δελβινάκι επίσης οι Ιταλοί, πιστεύοντας ότι οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αποσυρθεί, κινήθηκαν να περάσουν τη στενωπό σε πυκνούς σχηματισμούς, συνοδεία ακόμα και στρατιωτικής μουσικής.

Η επιτροπή υποδοχής, όμως, ένας λόχος ευζώνων, ενισχυμένος με δύο πολυβόλα, τους απάντησε δεόντως. Οι Ιταλοί κυριολεκτικά αποδεκατίστηκαν, και για πρώτη φορά τράπηκαν σε φυγή.

Ύστερα από μία ώρα, εκδήλωσαν επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων, αλλά αποκρούστηκαν. Νοτιότερα, όμως, οι Ιταλοί είχαν κατορθώσει να υπερκεράσουν τις ελληνικές θέσεις.

Έτσι, ο Κατσιμήτρος αποφάσισε να διατάξει όλα τα τμήματα της προκάλυψης να υποχωρήσουν στην τοποθεσία αντίστασης. Εκεί θα ανασυγκροτούνταν και θα αποτελούσαν τις εφεδρείες των τομέων.

Ήπειρος Προμαχούσα

Η απόσυρση των ελληνικών προκαλυπτικών τμημάτων αποτέλεσε μία ακόμα πρώτου μεγέθους έκπληξη για τους Ιταλούς, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση.

Το μέγεθος του αιφνιδιασμού τους ήταν δε τέτοιο, ώστε δεν κατόρθωσαν να λάβουν καν επαφή με τις ελληνικές γραμμές. Για 32 περίπου ώρες, οι ιταλικές δυνάμεις είχαν χάσει τα ίχνη των ελληνικών.

Μόνο το ελληνικό πυροβολικό, έχοντας από πριν κανονίσει τη βολή του, έβαλλε, όχι πυκνά, μα εξαιρετικά εύστοχα κατά εισβολέων. Στο μεταξύ, ο Κατσιμήτρος είχε λάβει  καλές ειδήσεις από το ΓΕΣ.

Οι Βρετανοί θα κάλυπταν τις ελληνικές ακτές με το στόλο τους. Άρα, η Μεραρχία μπορούσε να αποσύρει τα τμήματα που είχε αγκιστρώσει να φρουρούν τις ακτές και να τα διαθέσει στην κρίσιμη μάχη.

Έφτασε έτσι η τελευταία μέρα του Οκτωβρίου. Από το πρωί της 31ης Οκτωβρίου, οι Ιταλοί επιδίωξαν να λάβουν στενή επαφή με την ελληνική τοποθεσία αντίστασης. Δεν το κατόρθωσαν, όμως, καθώς το ελληνικό πυροβολικό τούς προκάλεσε συντριπτικά πλήγματα.

Οι Ιταλοί επικέντρωσαν την προσπάθειά τους στον παραλιακό τομέα, όπου, με την υποστήριξη πυροβολικού και όλμων, επιχείρησαν να περάσουν τον Καλαμά. Αποκρούστηκαν, με απώλειες, από τα ελληνικά τμήματα. 7

Την ίδια ώρα, τα αλβανικά τμήματα του Ιταλικού Στρατού λεηλατούσαν τα ελληνικά  χωριά που κυριεύτηκαν από τους Ιταλούς. Από τις 10.30, το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Σε λίγο ακολούθησε και η Ιταλική Αεροπορία. Ο βομβαρδισμός αυτός δεν είχε αποτέλεσμα, και προκάλεσε ελάχιστες απώλειες στα ελληνικά τμήματα.

Βορειότερα, η κατάσταση για τα ελληνικά όπλα δεν ήταν ευνοϊκή. Το Απόσπασμα Πίνδου είχε καμφθεί και υποχωρήσει, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξί πλευρό της VΙΙΙ Μεραρχίας.

Για να αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή εξέλιξη, το ΓΕΣ ειδοποίησε τη Μεραρχία ότι πιθανόν θα έπρεπε να υποχωρήσει και αυτή. Ο Κατσιμήτρος βέβαια δεν σκεφτόταν καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Συγκρότησε το Απόσπασμα Αώου, με δύο τάγματα πεζικού, μία πυροβολαρχία, έναν ουλαμό των 65 χιλ. και μία διμοιρία πολυβόλων, το οποίο έθεσε υπό τον εβραϊκής καταγωγής ήρωα αντισυνταγματάρχη Μ.Φριζή, με εντολή  να καλύψει το δεξιό της Μεραρχίας.

Την ίδια ώρα, στο άλλο άκρο του μετώπου, συνέβη ένα άλλο σημαντικό γεγονός, τεράστιου ηθικού αντίκτυπου. Δύο ελληνικά αντιτορπιλικά, τα «Σπέτσαι» και «Ψαρά», με επικεφαλής τον τότε αντιπλοίαρχο Κώνστα, βομβάρδισαν τις ιταλικές θέσεις κατά μήκος των ακτών της Θεσπρωτίας, στην περιοχή Σαγιάδας.

Τα ελληνικά πλοία, σημαιοστολισμένα, βομβάρδισαν για δύο ώρες τις ιταλικές θέσεις, και κατόπιν αποχώρησαν ανενόχλητα. Ο ενθουσιασμός των στρατιωτών του παραλιακού τομέα ήταν απερίγραπτος, καθώς είδαν τα δύο μοναχικά ελληνικά  αντιτορπιλικά να αψηφούν τον πανίσχυρο ιταλικό στόλο και να ενισχύουν το σκληρό αγώνα τους.

Η πρώτη ημέρα του Νοεμβρίου κύλησε, με τους Ιταλούς να μην μπορούν ακόμα να λάβουν επαφή με την ελληνική τοποθεσία αντίστασης. Η Ιταλική Αεροπορία εξαπέλυσε σειρά επιδρομών.

Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν ελάχιστες, περιοριζόμενες σε λίγους τραυματίες και μερικά τηλεφωνικά καλώδια. Παράλληλα με τη δράση της Αεροπορίας, βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων άρχισε και το εχθρικό πυροβολικό.

Οι Ιταλοί, υπό την κάλυψη του βομβαρδισμού, σκόπευαν να προωθήσουν τις δυνάμεις, λαμβάνοντας στενή επαφή με την ελληνική αμυντική  τοποθεσία, με στόχο την εξαπόλυση σφοδρής, συνδυασμένης επίθεσης πεζικού και αρμάτων κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Πίσω, το Μηχανικό τους αγωνιζόταν να επισκευάσει τις ανατιναγμένες γέφυρες και τους κατεστραμμένους δρόμους.

Στην περιοχή των Αγίων, ιταλικός λόχος Μηχανικού γκρέμισε ένα μικρό εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής, για να επισκευάσει με το υλικό την ανατιναγμένη γέφυρα του Γόρμου.

Το ελληνικό πυροβολικό όμως απάντησε στην ιεροσυλία, μέσω της «πυροβολαρχίας-φάντασμα», όπως την ονόμασαν οι Ιταλοί, των 105 χιλ. του  λοχαγού Βαμβέτσου. Άνοιξε πυρ εναντίον τους από απόσταση 7 χλμ. περίπου, βρίσκοντας ακριβώς το στόχο.

Καίρια ελληνική βολή σκότωσε 50 Ιταλούς και τραυμάτισε άλλους τόσους. Το ιταλικό πυροβολικό επιχείρησε να απαντήσει με δύο πυροβολαρχίες. Και αυτές όμως αναγκάστηκαν να σιγήσουν από τα εύστοχα ελληνικά πυρά.

Αλλά και στην περιοχή του Παρακάλαμου, απόπειρα ιταλικού τεθωρακισμένου τμήματος να προελάσει, αναχαιτίστηκε από τον Κωστάκη.

Από απόσταση 5 χλμ., τα ελληνικά πυροβόλα τίναξαν στον αέρα ιταλικά άρματα και οχήματα,  αναγκάζοντας τα υπόλοιπα να τρέξουν να καλυφθούν. Βορειότερα, ο Βερσής καθήλωνε με τη σειρά του τις φάλαγγες της Φεράρα. Το ελληνικό πυροβολικό είχε καταστεί ο εφιάλτης των Ιταλών όλο αυτό το διάστημα.

Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου, οι διαβιβαστές της Μεραρχίας υπέκλεψαν ένα σήμα του Ιταλού διοικητή του ΧΧV Σώματος Στρατού, αντιστράτηγου Ρόσι, το οποίο προέτρεπε την Ιταλική Αεροπορία να πλήξει σκληρά τον εχθρό, εκμεταλλευόμενη την καλοκαιρία.

Πραγματικά, η Ιταλική Αεροπορία εμφανίστηκε μαζικά επάνω από το πεδίο της μάχης, χωρίς όμως να επιτύχει τίποτε το ιδιαίτερο. Μόνο η επίθεσή της κατά της πόλης των Ιωαννίνων στοίχισε τη ζωή σε αρκετούς άμαχους.

Η Ιταλική Αεροπορία βομβάρδιζε τις ελληνικές θέσεις επί τρεις συνεχόμενες  ώρες. Στις 12.00, η Αεροπορία αποχώρησε και τη σκυτάλη έλαβε το ιταλικό πυροβολικό. Η Γκραμπάλα, η Ασσόνισα, τα γύρω από το Καλπάκι υψώματα, κάηκαν από την ιταλική φωτιά. Τουλάχιστον 100 ιταλικά πυροβόλα κάθε διαμετρήματος συμμετείχαν στην προπαρασκευή, επί τρεις ώρες.

Τελικά, γύρω στις 15.00, το ιταλικό πυροβολικό ήρε τα πυρά του, και το πεζικό εξόρμησε. Το ιταλικό πεζικό εξόρμησε σε σχηματισμό, πυκνό, έτσι ώστε να διοικείται εύκολα. Σε καμία περίπτωση όμως ο σχηματισμός αυτός δεν ήταν κατάλληλος για προσπέλαση απέναντι στα ελληνικά όπλα.

Αμέσως, το ελληνικό πυροβολικό, έχοντας παρατηρητήρια σε όλα τα δεσπόζοντα υψώματα, άνοιξε καταχθόνιο πυρ κατά των Ιταλών, προκαλώντας τους συντριπτικά πλήγματα και αναγκάζοντάς τους, στις περισσότερες περιπτώσεις, να καθηλωθούν. Ένα δε συγκρότημα δύο  ταγμάτων βλήθηκε τόσο καίρια, που διαλύθηκε.

Οι άνδρες του εγκατέλειψαν τα όπλα τους και τράπηκαν σε φυγή – κατορθώθηκε η ανασυγκρότησή τους 20 χλμ. πίσω από το μέτωπο.

Κάποια εχθρικά τμήματα, υποστηριζόμενα από όλμους και πολυβόλα, κατάφεραν να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου από τις ελληνικές θέσεις. Τότε το λόγο έλαβαν τα Μάνλιχερ, τα πολυβόλα και τα οπλοπολυβόλα του πεζικού.

Οι Ιταλοί καθηλώθηκαν, μην μπορώντας να κινηθούν ούτε μπρος ούτε πίσω. Καθώς πλησίαζε η νύχτα και οι Ιταλοί δεν είχαν κατορθώσει το παραμικρό, άρχισε νέα ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού. Στόχος 32 ιταλικών πυροβόλων έγινε τώρα η Γκραμπάλα.

Το ύψωμα αυτό βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. περίπου από το Καλπάκι. Αποτελούσε το  άκρο δεξιό της τοποθεσίας αντίστασης, και κατ’ επέκταση σημείο-κλειδί της όλης τοποθεσίας.

Αν έπεφτε η Γκραμπάλα, ολόκληρη η τοποθεσία του Καλπακίου θα κατέρρεε. Αυτό το γνώριζαν και οι Ιταλοί, οι οποίοι, με οδηγούς Αλβανούς, που γνώριζαν καλά το έδαφος, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά το βράδυ της 2ας προς 3η Νοεμβρίου κατά της Γκραμπάλας, εν μέσω σφοδρής θύελλας, και κατέλαβαν δύο από τις τρεις κορυφές της. Ο Κατσιμήτρος στο άκουσμα της είδησης διέταξε άμεση αντεπίθεση με όλες τις διαθέσιμες εφεδρείες.

Τελικά, συγκεντρώθηκαν δύο  λόχοι του 15ου ΣΠ, υπό τους αντισυνταγματάρχη Κυριαζή και ταγματάρχη Πανταζή.

Οι ελληνικές δυνάμεις όμως καθηλώθηκαν από τη σφοδρή θύελλα. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο να εξαπολυθεί αντεπίθεση.

Η θύελλα ωστόσο εμπόδισε και τους Ιταλούς να ενισχύσουν τα επί της Γκραμπάλας τμήματά τους. Βορειότερα, στον Αώο, οι αλπινιστές της «Τζούλια» επιχείρησαν να ανατρέψουν το απόσπασμα Φριζή και να πλαγιοκοπήσουν την VIII MΠ. Αποκρούστηκαν και οι δύο απόπειρές τους με απώλειες – 5 νεκροί, 24 αιχμάλωτοι.

Τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου, ο 1ος και ο 7ος Λόχος του 15ου ΣΠ επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, και με την ξιφολόγχη και με την ιαχή «Αέρα», ανέτρεψαν τα εχθρικά τμήματα.

Την ίδια ώρα ένα ιταλικό τάγμα ανέβαινε στο ύψωμα για να ενισχύσει το τμήμα που το είχε καταλάβει, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό είχε ήδη ανατραπεί από την ελληνική αντεπίθεση.

Οι υποχωρούντες Ιταλοί και Αλβανοί αναμείχθηκαν με το εν λόγω τάγμα, προκαλώντας του σύγχυση. Έτσι, όταν και αυτό δέχτηκε με τη σειρά του την ελληνική επίθεση, τράπηκε σε φυγή. Πιο χαμηλά, σε μια  από τις πλαγιές της Γκραμπάλας, είχε πάρει θέσεις ολόκληρο το ιταλικό 47ο ΣΠ. Με την ανακατάληψη όμως του υψώματος από τους Έλληνες, έγινε αντιληπτό από τους παρατηρητές του πυροβολικού.

Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για τους Ιταλούς. Τέσσερις ελληνικές πυροβολαρχίες άρχισαν συγκεντρωτικό πυρ εναντίον του και το διέλυσαν. Οι ιταλικές απώλειες επί του υψώματος ήταν επίσης βαριές – 20 νεκροί, 60 τραυματίες και 6 αιχμάλωτοι. Στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν τρία πολυβόλα και τέσσερις όλμοι. Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 8 νεκρούς  και 27 τραυματίες.

Ωστόσο, η μόνη έως τότε ιταλική επιτυχία -και μάλιστα επιτυχία σοβαρή- είχε ακυρωθεί. Με το πρώτο φως της ημέρας, το ιταλικό πυροβολικό άρχισε και πάλι να βάλλει καταιγιστικά κατά των ελληνικών θέσεων.

Από τις 10.00, στο βομβαρδισμό συμμετείχε και η Ιταλική Αεροπορία. Με το βομβαρδισμό αυτό η ιταλική ηγεσία επιθυμούσε να ανοίξει δρόμο στην επίθεση των «Κενταύρων» της.

Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε με την ίδια ένταση μέχρι τις πρώτες απογευματινές ώρες, οπότε και εμφανίστηκαν εμπρός από το Καλπάκι 60 περίπου ιταλικά άρματα. Τα  άρματα αυτά, καλυπτόμενα από ένα λόχο μοτοσικλετιστών, θα αποτελούσαν το πρώτο κλιμάκιο εφόδου κατά του υψώματος του Καλπακίου. Τα ιταλικά άρματα προχώρησαν, παρά το φραγμό του ελληνικού πυροβολικού, φτάνοντας σε απόσταση 300 μ. από τις ελληνικές θέσεις.

Εκεί ακινητοποιήθηκαν από τα αντιαρματικά φράγματα σιδηροτροχιών και επιχείρησαν να κινηθούν εκατέρωθεν. Και πάλι όμως έπεσαν σε αντιαρματική τάφρο και στη συνέχεια σε ναρκοπέδιο.

Αμέσως μετά την ανατίναξη δύο ιταλικών αρμάτων, ανέλαβε δράση το αντιαρματικό συγκρότημα  που είχε οργανώσει ο Κατσιμήτρος – 8 πεδινά πυροβόλα των 75 χιλ., 4 πυροβόλα των 105 χιλ. και 4 αντιαρματικά πυροβόλα των 37 χιλ.

Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό. Τα ιταλικά άρματα τινάζονταν στο αέρα το ένα μετά το άλλο, την ώρα που οι Εύζωνοι του 40ού ΣΕ επιχειρούσαν να βγουν από τα χαρακώματα και να τα λογχίσουν! Πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών ανέβηκαν στα γύρω υψώματα και παρακολουθούσαν τη μάχη. Βλέποντας δε την τύχη των ιταλικών αρμάτων, άρχισαν όλοι μαζί να φωνάζουν: «Βάρα τους, κυρ λοχαγέ! Δώσε τους να καταλάβουν τι παει να πει Ελληνικός Στρατός»!

Υπό αυτές τις συνθήκες, όσα άρματα «επιβίωσαν», μαζί με τους Βερσαλιέρους μοτοσικλετιστές, υποχώρησαν  άτακτα, με τους Έλληνες να κραυγάζουν όρθιοι «Αέρα» και να σφυρίζουν περιπαικτικά. Καταστράφηκαν 9 άρματα μάχης, και κυριεύτηκαν 50 μοτοσικλέτες, ένα γεφυροφόρο άρμα, πολυβόλα, τυφέκια.

Επι τόπου μετρήθηκαν 20 Ιταλοί νεκροί και περισυνελέγησαν 12 βαριά τραυματίες.

Ωστόσο, φοβούμενος επίθεση κατά του υποτομέα Καλαμά με άρματα, ο Κατσιμήτρος διέταξε τα εκεί στρατεύματα να υποχωρήσουν πίσω από τη νότια όχθη του ποταμού. Η υποχώρηση έγινε χωρίς οι Ιταλοί να αντιληφθούν το παραμικρό.

Τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου, οι Ιταλοί επιχείρησαν να περάσουν τον Καλαμά στο ύψος της Βροντισμένης, και τα κατάφεραν. Άμεση όμως αντεπίθεση του 1ου Τάγματος Πολυβόλων τούς έριξε και πάλι πίσω, με σημαντικές απώλειες, κυρίως σε πνιγμένους.

Το πρωί το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να σφυροκοπά την Γκραμπάλα και την Ασσόνισα. Διαρκούντος του βομβαρδισμού του πυροβολικού, εμφανίστηκε και η Ιταλική Αεροπορία, τα αεροσκάφη της οποίας βομβάρδισαν και πολυβόλησαν τις ελληνικές θέσεις από χαμηλό ύψος. Παρ’ όλα αυτά, οι Ιταλοί δεν  αποτόλμησαν νέα επίθεση.

Ήταν εμφανές ότι συγκέντρωναν ακόμα ισχυρότερες δυνάμεις, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να καταπονήσουν τις ελληνικές. Ο Κατσιμήτρος φρόντισε να ενισχύσει και αυτός τις θέσεις του, προωθώντας το 39ο ΣΕ.

Επίσης, διέταξε την εκπομπή περιπόλων σε όλη τη ζώνη της Μεραρχίας, κυρίως για ψυχολογικούς λόγους. Οι ελληνικές περίπολοι όμως αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, σε σημείο ο Πράσκα να αναφέρει ότι «οι ηρωικοί Βερσαλιέροι υπέστησαν απροσδόκητη επίθεση από συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις»! Βορειότερα, οι Ιταλοί  επιχείρησαν να διασχίσουν τον Αώο, αλλά και πάλι αποκρούστηκαν.

Ωστόσο, επίθεση ετοίμαζαν οι Ιταλοί και κατά του παραλιακού τομέα. Το Μηχανικό τους κατασκεύαζε γέφυρες για να περάσουν τα τμήματα τον Καλαμά, νότια των Φιλιατών. Το ελληνικό πυροβολικό αντέδρασε και τίναξε στον αέρα μία από αυτές.

Την 5η Νοεμβρίου, οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν την επίθεσή τους τόσο κατά του Καλπακίου, όσο και στον παραλιακό τομέα. Για το σκοπό αυτό, το πυροβολικό τους άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων, συνεπικουρούμενο, λίγο αργότερα, και από την Αεροπορία.

Ο Κατσιμήτρος είχε στο μεταξύ ενισχύσει την αντιαεροπορική του άμυνα, διατάσσοντας την μεταστάθμευση μιας πυροβολαρχίας των 88 χιλ. από τα Ιωάννινα στο Καλπάκι. Η πυροβολαρχία αυτή, υπό τον λοχαγό Ζαρονίκο, κατέρριψε δύο ιταλικά βομβαρδιστικά. Σε ένα από αυτά  βρέθηκαν δύο δέματα με μαύρα μαντίλια.

Απορημένος ο Κατσιμήτρος, ρώτησε Ιταλούς αιχμαλώτους για τη σημειολογία τους, κι εκείνοι του απάντησαν ότι τα μαντίλια θα τα έριχναν τα αεροπλάνα πάνω από τα Ιωάννινα για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ο οποίος υποτίθεται θα πενθούσε τους χιλιάδες νεκρούς του.

Γύρω στις 14.30, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την αναμενόμενη επίθεσή τους. Στον τομέα του Καλπακίου, τα επιτιθέμενα τμήματά τους διαλύθηκαν από το ελληνικό πυροβολικό, πριν καν προλάβει το ελληνικό πεζικό να ανοίξει πυρ.

Στον κεντρικό τομέα, οι Ιταλοί κατάφεραν να περάσουν τον Καλαμά, αλλά ελληνική αντεπίθεση τους έριξε και πάλι μέσα και πέρα από τον ποταμό. Νέα επίθεση στο ύψος του χωριού Παρακάλαμου, υποστηριζόμενη από επιλαρχία αρμάτων, απέτυχε επίσης παταγωδώς και 15 άρματα εγκαταλείφθηκαν – αργότερα κυριεύτηκαν από τις  ελληνικές δυνάμεις.

Η μόνη ιταλική επιτυχία επετεύχθη στον παραλιακό τομέα. Εκεί οι Ιταλοί πέρασαν με ισχυρές δυνάμεις τον ποταμό και ανέτρεψαν ένα μοναχικό ελληνικό τάγμα. Ο Κατσιμήτρος διέταξε τότε τα εκεί τμήματα να συμπτυχθούν νοτιότερα, καλύπτοντας την οδό Ηγουμενίτσας-Μαργαριτίου.

Σε περίπτωση που οι Ιταλοί διασπούσαν και αυτή την τοποθεσία, τα ελληνικά τμήματα θα υποχωρούσαν πίσω από τον ποταμό Αχέροντα. Εκεί όφειλαν να κρατήσουν πάση θυσία τον εχθρό.

Το απόγευμα της 5ης Νοεμβρίου, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν και νέα επίθεση κατά του Καλπακίου, με την υποστήριξη του πυροβολικού.

Το ελληνικό πυροβολικό απάντησε με σφοδρότητα. Η πυροβολαρχία του Βαμβέτσου μάλιστα τίναξε στον αέρα ιταλικό παρατηρητήριο και τους εντός αυτού έξι Ιταλούς αξιωματικούς.

Κατόπιν τούτου, η ιταλική επίθεση εκφυλίστηκε. Το βράδυ οι Έλληνες διαβιβαστές υπέκλεψαν ιταλικά σήματα, που έκαναν λόγο για αναστολή των επιθέσεων, μέχρι την άφιξη ενισχύσεων.

Μιλούσαν μάλιστα και για τις μέχρι τότε ιταλικές  απώλειες, ανεβάζοντάς τες στους 2.228 άνδρες, και αυτά μόλις επτά ημέρες από την εισβολή και 56 ώρες από την έναρξη της πραγματικής μάχης.

Η επόμενη ημέρα πέρασε σχετικά ήρεμα. Οι Ιταλοί έλειχαν ακόμα τις πληγές τους, και μόνο στον τομέα Βροντισμένης αποτόλμησαν επίθεση, η οποία κατεπνίγη εν τη γενέσει της από το εξαίρετο ελληνικό πυροβολικό.

Στον παραλιακό τομέα, οι Ιταλοί, αφού κατέλαβαν την Ηγουμενίτσα, προήλασαν νοτιότερα, χωρίς να επιτύχουν επαφή με τα ελληνικά τμήματα που έπαιρναν θέσεις στον Αχέροντα. Τμήμα ωστόσο της Ηγουμενίτσας πυρπολήθηκε από τους Ιταλούς και τους Αλβανούς.

Οι Ιταλοί πάντως δεν είχαν ακόμα παντελώς απογοητευθεί. Έτσι, την 7η Νοεμβρίου εξαπέλυσαν την σοβαρότερη ίσως επίθεσή τους κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν και πάλι κατά της Γκραμπάλας και της Ασσόνισας. Οι πρώτες ιταλικές επιθέσεις αποκρούστηκαν μάλλον εύκολα και με σοβαρές για τους Ιταλούς απώλειες.

Το βράδυ, όμως, νέα ιταλική επίθεση, υποστηριζόμενη από σφοδρά πυρά πυροβολικού, κατόρθωσε να ανατρέψει τα ελληνικά τμήματα στην Γκραμπάλα και να καταλάβει μέρος του υψώματος.

Σχεδόν αμέσως  εξαπολύθηκε αντεπίθεση δύο ελληνικών λόχων, υπό τον ταγματάρχη Πανταζή. Με τη λόγχη και τις χειροβομβίδες, φωνάζοντας «Αέρα», τα ελληνικά τμήματα ξεχύθηκαν στη γυμνή βουνοπλαγιά. Ακολούθησε πραγματικά μάχη εκ του συστάδην. Οι αντίπαλοι πιάστηκαν στα χέρια. Πολεμούσαν ακόμα και με τα χέρια, ακόμα και με τα δόντια.

Στο τέλος όμως οι Ιταλοί λύγισαν. Οι Έλληνες φάνηκαν πολύ καλύτεροί τους. Τουλάχιστον 46 νεκροί Ιταλοί καταμετρήθηκαν. Άλλοι 7 αιχμαλωτίστηκαν. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν επίσης 5 όλμοι, 3 πολυβόλα, 4 οπλοπολυβόλα, τυφέκια και πυρομαχικά.

Οι Ιταλοί ανήκαν στο περίφημο 47ο ΣΠ, το λεγόμενο «Σύνταγμα Θανάτου». Οι Έλληνες είχαν 9 νεκρούς και 29 τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο ανθυπολοχαγός Νίκος Χατζόπουλος, ένας πραγματικός Έλληνας. Πρώτος όρμησε στη φωτιά, επικεφαλής των ανδρών, εμψυχώνοντάς τους και δίνοντάς τους το  παράδειγμα της αυτοθυσίας. Ολόκληρο το 15ο ΣΠ τον έκλαψε.

Η επίθεση αυτή αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ιταλικής επίθεσης κατά της τοποθεσίας Καλπακίου. Η ελληνική άμυνα συνέτριψε τις ιταλικές δυνάμεις και, πάνω από όλα, την ιταλική αλαζονεία.

Η νίκη του Καλπακίου είχε εξαιρετική σημασία. Πέραν του ότι ματαίωσε σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο την απόπειρα διείσδυσης των Ιταλών στο ελληνικό έδαφος, είχε και τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο και στα δύο στρατόπεδα, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο.

Η ήττα στο Καλπάκι αποτέλεσε εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη για την ιταλική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική. Η σιγουριά των Ιταλών για έναν γρήγορο, «ευχάριστο» πόλεμο, διαψεύστηκε, με τραγικά μάλιστα αποτελέσματα. Η νίκη έστεψε τα Ελληνικά Οπλα.

Ο Ιωάννης Μεταξάς στο άκουσμα της νίκης πήγε και προσευχήθηκε μόνος του στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης. Το ΟΧΙ που είπε, είχε γραφτεί και με το αίμα των εχθρών της Ελλάδας.
Read More »
Πώς η VΙΙΙ Μεραρχία συνέτριψε την ιταλική επίθεση στην Ηπειρο Πώς η VΙΙΙ Μεραρχία συνέτριψε την ιταλική επίθεση στην Ηπειρο Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

Το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Παραμυθιάς στην Κατοχή

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023
Το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Παραμυθιάς στην Κατοχή



Ο Εζρά Μπακόλας ήταν ράφτης και ζούσε στην Παραμυθιά με μερικά από τα παιδιά του. Είχε μείνει χήρος ύστερα από τον θάνατο της συζύγου του Ντίνας ή Ντινούλας Κολσαμίρο, κόρης της πολυμελούς οικογενείας του Γιεσουλά Κολσαμίρο και της Ραχήλ Γαλανού, που αποτελείτο από έντεκα παιδιά, και της οποίας οι περισσότεροι απόγονοι ζουν σήμερα στη Νέα Υόρκη.

Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Ματαθίας και ο Γιεουντά Κολσαμίρο, κουνιάδοι του Εζρά είχαν μεταναστεύσει ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Εζρά Μπακόλας είχε οχτώ παιδιά από τα οποία το μεγαλύτερο, ο Μαξ, είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ ήδη από το 1914. Ο γιος του Νισσήμ είχε νυμφευτεί την Έστερ, κόρη του Ελιγιά Κοέν και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά. Ο άλλος γιος του, ο Χαΐμ, που έμενε επίσης στην Παραμυθιά, ήταν θείος του Ισαάκ Ντόστη.

Ο Ελιγιά Κοέν, ο πατέρας της Έστερ, είχε ένα μαγαζί με υφάσματα ενώ ήταν συγχρόνως και ο τοπικός αντιπρόσωπος του αθηναϊκού Τύπου.

Με την ιδιότητα αυτή, διένειμε τον Τύπο στην Παραμυθιά και τα γειτονικά χωριά. Ο Ελιγιά ήταν επίσης υπεύθυνος για την λειτουργία της Συναγωγής και την προστασία των ιερών βιβλίων. Σε αυτά τον βοηθούσε και ο γιος του, Ιωσήφ Κοέν.

Ο Θεόδωρος Κοσκινάς, ο παλιός παλιατζής του οποίου την ιστορία γνωρίζουν πολύ καλά όλοι σήμερα στην Παραμυθιά, εργαζόταν ως υπάλληλος και «παιδί για όλες τις δουλειές» στο μαγαζί του Ελιγιά.

Κρατά μέχρι σήμερα, σαν πολύτιμα φυλαχτά, το μεταλλικό μέτρο του ράφτη κι ένα μαγκάλι που είχε αφήσει ο φίλος και αφεντικό του· κι όταν τον αναπολεί, η έκφραση του προσώπου του μοιάζει με εκείνη του ορφανού παιδιού που δεν βαριέται ποτέ να διηγείται ξανά και ξανά πόσο καλός άνθρωπος ήταν ο πατέρας του.

Κρατά επίσης φυλαγμένο το μαγκάλι του Εζρά Μπακόλα, γιατί αγαπούσε και τιμούσε ιδιαιτέρως τον ρόλο που είχε κάθε Σαμπάτ να ανάβει τα κεριά στα εβραϊκά σπίτια, μία χειρονομία απλή την οποία διηγείται με ενθουσιασμό και φαντάζεται κανείς πόσο σημαντική στάθηκε για την εκπαίδευση αυτού του νεαρού Έλληνα, μέσω της γνώσης του άλλου και της ανεκτικότητας.

Ο Θεόδωρος είχε φυλάξει τα ιερά βιβλία της Συναγωγής της Παραμυθιάς και μιλάει περιφρονητικά για τον καταστροφικό ρόλο των συζύγων που, σαν εξαιρετικές νοικοκυρές που ήταν, μισούσαν πάντοτε τη σκόνη και τα παλιά χαρτιά, τα οποία και πετούσαν σωρηδόν.

Σε ένα από εκείνα τα νοικοκυρέματα, θα πρέπει να πετάχτηκαν και τα βιβλία της Συναγωγής (ίσως, όμως, και το να φυλάνε τις μνήμες μιας περιόδου, που τις σημάδεψε με την ωμότητά της, να ήταν πάνω από τις δυνάμεις πολλών νοικοκυρών· η δική μου η γιαγιά είχε εξαφανίσει μία χαρακτηριστική κάσκα Ναζί στρατιώτη, που είχα βρει εγώ σε ένα χαντάκι.

Ήμουν πολύ υπερήφανος για το εύρημά μου, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκα ότι εκείνη η ανακάλυψή μου, μόλις εκατό μέτρα από το σπίτι μας, την στενοχωρούσε κατά τρόπο παράλογο). Κι έτσι, μέσα από μερικά διφορούμενα λόγια και χειρονομίες φαινομενικά ασήμαντες όπως ήταν εκείνη, αντιλήφθηκα για πρώτη φορά ότι κάτι τρομερό κι ανείπωτο βάραινε την περιοχή

Ο Ματαθίας Ελιέζερ Χατ όπουλος ήταν σιδεράς και ζούσε στην Παραμυθιά με τους γιους του Χαΐμ και Μαχίκο. Η θεία μου η Σταμάτω διατηρεί ζωντανές μνήμες και τις πιο χαρούμενες αναμνήσεις από τον Μαχίκο.

Μίλησα με μερικές δεκάδες κατοίκους της Παραμυθιάς και δεν βρέθηκε ούτε ένας να μιλήσει άσχημα για όλες εκείνες τις εβραϊκές οικογένειες, για όλους εκείνους τους ήσυχους μικροαστούς, που ήταν έξυπνοι και πιστοί, ειρηνικοί και γεμάτοι σεβασμό για τον γείτονά τους. Κάποιος μάλιστα με επέκρινε και με διόρθωσε όταν χρησιμοποίησα τον όρο «συνύπαρξη», «εμείς δεν συνυπήρχαμε μαζί, εμείς υπήρχαμε μαζί, κάθε μέρα, έτσι απλά…».

Στην Παραμυθιά, οι Εβραίοι είχαν έναν χώρο λατρείας, ένα μικρό διαμέρισμα στον πρώτο όροφο ενός σπιτιού, που είχε μετατραπεί σε Συναγωγή και βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο, και ένα νεκροταφείο λίγο έξω από την πόλη στην περιοχή Γαλατά, απ’ το οποίο δεν έχει απομείνει τίποτα. Κι όμως, κατά περίεργο τρόπο, υπάρχουν λίγο πιο μακριά από την τοποθεσία του νεκροταφείου που δεν υπάρχει πια και μέσα στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Φωτίκης, τα ίχνη μίας άλλης Συναγωγής που χρονολογείται από το 200 π.Χ.!

Οι Μπακόλα, οι Κοέν και οι Χατζόπουλοι, όπως και πριν από αυτούς οι Κολσαμίρο και όλοι οι Εβραίοι που έμειναν στην Παραμυθιά, ήταν ρωμανιώτες, ένας ευρωπαϊκός Ιουδαϊσμός από τους πιο αρχαίους, που είχε εγκατασταθεί στις ακτές της Ελλάδας και της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως γύρω στα 400 π.Χ., εποχή του Ναβουχοδονόσορα, καθώς και το 70 μ.Χ., ύστερα από την καταστροφή του δευτέρου Ναού από τους Ρωμαίους. Μιλούσαν την ελληνική και τη γεβανίτικη (Ρωμανιώτικη), μία διάλεκτο όπου αναμειγνύονταν η ελληνική με την εβραϊκή γλώσσα, και διαφοροποιούνταν από τους σεφαραδίτες τόσο ως προς το γεγονός ότι δεν γνώριζαν τη λαδίνο όσο και ως προς το λειτουργικό τυπικό που ακολουθούσαν.

Η Κοινότητα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η πιο σημαντική ρωμανιώτικη κοινότητα ήταν εκείνη των Ιωαννίνων, με δορυφόρους της τις άλλες πόλεις της Ηπείρου, την κοινότητα της Άρτας, της Πρέβεζας, ή ακόμα και της Αυλώνας και του Αργυροκάστρου (σημερινή Αλβανία). Στις πόλεις του Βόλου και της Χαλκίδας υπήρχαν, επίσης, σημαντικές ρωμανιώτικες κοινότητες, ένα από τα πιο ξακουστά μέλη των οποίων ήταν ο Μορδοχαίος Φριζής, συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού και μεταξύ των πρώτων αξιωματικών που σκοτώθηκε το 1940 πολεμώντας ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις του Μουσολίνι στο νικηφόρο μέτωπο της Αλβανίας.

Η κοινότητα του νησιού της Κέρκυρας μετρούσε ανάμεσα στα μέλη της έναν άλλο εξαιρετικά λαμπρό ρωμανιώτη, τον συγγραφέα και διπλωμάτη Αλμπέρ Κοέν.

Έτσι οι Εβραίοι της Παραμυθιάς συνδέθηκαν στενά με εκείνους των Ιωαννίνων, που εγκατέστησαν το εμπόριό τους σε αυτή τη γειτονική της μητέρας-πόλης κωμόπολη, για να διευκολύνουν τις εμπορικές συνδιαλλαγές τους.

Το 1941, οι Δυνάμεις του Άξονα κατέλαβαν την Ελλάδα. Η Ήπειρος περιήλθε υπό ιταλική κηδεμονία. Ο τρόμος, οι ταπεινώσεις και οι κίνδυνοι που διέτρεξαν οι σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης από τους Ες Ες του Αλόις Μπρούνερ και του Ντίτερ Βισλιτσένυ, καθώς επίσης και η λεηλασία που οργάνωσε ο στρατιωτικός διοικητής Μαξ Μέρτεν, δεν έλαβαν χώρα στην ιταλική ζώνη κατοχής.

Ωστόσο, οι Έλληνες ορθόδοξοι της Παραμυθιάς και όλης της γύρω περιοχής, που ονομάζεται επίσης Θεσπρωτία, έμελλε να πέσουν θύματα μίας σειράς δολοφονιών, απαγωγών, αρπαγών, πυρκαγιών και απαλλοτριώσεων με τη βία.

Οι υπεύθυνοι για εκείνα τα ταπεινωτικά μέτρα που στόχευαν στον διωγμό του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής ήταν μέλη μίας πολιτοφυλακής απαρτιζόμενης από συνεργάτες των κατακτητών, που προέρχονταν από τη μουσουλμανική μειονότητα της περιοχής και αποκαλούνταν Τσάμηδες. Ήταν ελληνικής, αλβανικής ή τουρκικής καταγωγής και διεκδικούσαν την απελευθέρωση της περιοχής που εκείνοι αποκαλούσαν Τσαμουριά.

Κι έτσι, η Παραμυθιά μετατράπηκε σε ένα σταυροδρόμι άτακτων μαχών, σχεδόν καθημερινών δολοφονιών μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ενώ οι Ιταλοί έτριβαν τα χέρια τους από τη χαρά τους που μπορούσαν έτσι να περιορίσουν τις δικές τους απώλειες.

Το 1943, τα γεγονότα πήραν μία καταστροφική τροπή. Το ιταλικό φασιστικό καθεστώς πλησίαζε προς το τέλος του και πριν από το καλοκαίρι οι εβραϊκές οικογένειες της Παραμυθιάς είχαν εγκατασταθεί στα Ιωάννινα, προτιμώντας τη συγκέντρωση της κοινότητας για να είναι λιγότερο εκτεθειμένοι και να νιώθουν έτσι καλύτερα προστατευμένοι απέναντι στην επικείμενη άφιξη των Ναζί, της 1ης ορεινής μεραρχίας, της περίφημης μεραρχίας Edelweiss που το γενικό επιτελείο (Oberkommando der Wehrmacht ή OKW) είχε αποσύρει από το ρωσικό μέτωπο, για να εξολοθρεύσει τους υποστηρικτές του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, του Χότζα στην Αλβανία και τους Έλληνες αντάρτες, αλλά επίσης, και κυρίως, για να καλύψει την ανατολική όχθη της Αδριατικής και των ιόνιων ακτών, αφού ο Χίτλερ ήταν πεπεισμένος ότι οι Σύμμαχοι ετοιμάζονταν για απόβαση.

Τότε ξέσπασε η βία. Οι Ναζί του 99ου συντάγματος της μεραρχίας Edelweiss, πάντοτε με την υποστήριξη των μουσουλμάνων πολιτοφυλάκων, έκαψαν και καταλήστεψαν όλη την κοιλάδα της Παραμυθιάς, επιδιδόμενοι συγχρόνως σε συχνές αρπαγές αιχμαλώτων που εγκλείονταν μέσα σε ένα στρατόπεδο στα Ιωάννινα, έδρα της μεραρχίας των Ναζί. Το αποκορύφωμα του τρόμου ήταν η φωτιά που έβαλαν χωρίς προειδοποίηση στις 16 Αυγούστου του 1943 στο Κομμένο Άρτας, κατά την οποία κάηκε όλο το χωριό, ενώ οι 317 κάτοικοί του, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, εκτελέστηκαν βιαστικά μέσα σε λιγότερες από τρεις ώρες.

Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Παραμυθιάς

Τα βουνά της Παραμυθιάς αποτελούσαν την έδρα ισχυρών ομάδων ανταρτών, που τον Σεπτέμβριο του 1943 εξολόθρευσαν μία περίπολο έξι Γερμανών στρατιωτών. Λίγο αργότερα, οι πρώτοι έντεκα περαστικοί, διαλεγμένοι στην τύχη, εκτελέστηκαν βιαστικά.

Στη συνέχεια, οι υπηρεσίες των Ναζί κατάρτισαν μία καλά μελετημένη λίστα και μία περίπολος αποτελούμενη από Γερμανούς στρατιώτες και Τσάμηδες πολιτοφύλακες πήγαν και τράβηξαν από τα κρεβάτια τους 49 προκρίτους της πόλης (εμπόρους, έναν ιερέα, τεχνίτες, δασκάλους…) για να συμπληρωθεί έτσι η αναλογία των δέκα ντόπιων για κάθε έναν Γερμανό που σκοτωνόταν.

Εκτελέστηκαν την αυγή της 29ης Σεπτεμβρίου 1943 από ένα απόσπασμα Γερμανών, ενώ οι γείτονές τους της μουσουλμανικής πολιτοφυλακής σχημάτισαν μία ζώνη προστασίας γύρω από τον χώρο της εκτέλεσης, εμποδίζοντας έτσι κάθε απόπειρα απόδρασης…

Οι Εβραίοι της Παραμυθιάς που κατέφυγαν στα Ιωάννινα γλύτωσαν έτσι, τουλάχιστον για πρώτη φορά, από την τύχη των συμπατριωτών τους. Οι στρατιώτες, όμως, της μεραρχίας Edelweiss που είχαν συμμετάσχει στις δράσεις του Einsatzgruppe D, έχοντας ως πρωταρχικό τους ρόλο τη συστηματική εξολόθρευση των Εβραίων για πρόληψη αντιστασιακής δράσης, βρήκαν σε αυτό μία εξαιρετική ευκαιρία για να πετύχουν μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια και να ξεφορτωθούν τους Εβραίους της πόλης.

Δυστυχώς, μερικούς μήνες αργότερα, η ίδια μεραρχία Edelweiss συγκέντρωσε όλη τη ρωμανιώτικη κοινότητα των Ιωαννίνων στις όχθες της λίμνης. Χίλιοι εννιακόσιοι εξήντα άνδρες, γυναίκες και παιδιά φορτώθηκαν επάνω σε ογδόντα φορτηγά και στη συνέχεια τους ξεφόρτωσαν στη Λάρισα για να τους βάλουν σε βαγόνια με προορισμό τη Σιλεσία.

Αυτή η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε μαζί με μία σειρά από παρόμοιες μαζικές συλλήψεις που έγιναν στην Αθήνα, τον Βόλο, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα και την Πρέβεζα για να οργανώσουν, με την ίδια αποστολή, αναχωρήσεις με προορισμό την Πολωνία. Έλαβε χώρα στις 25 Μαρτίου 1944, ημέρα εθνικής εορτής στην Ελλάδα!

Ο εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης ήταν ο αξιωματικός των SS Τόνι Μπούργκερ, διορισμένος από τον Άντολφ Άιχμαν, ο οποίος είχε θελήσει να αντικαταστήσει τον υπερβολικά κερδοσκόπο Ντίτερ Βισλιτσένυ με έναν πιο αυθεντικό εθνικο-σοσιαλιστή.

Ενώ η κατάσταση των Γερμανών ήταν στρατιωτικά δύσκολη, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στο μέτωπο της Ιταλίας και της Ρωσίας, ο στρατηγός Ούμπερτ Λανζ, διοικητής του 22ου σώματος στρατού, κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα μέσα για να μεταφέρει τους Εβραίους των Ιωαννίνων και της Κέρκυρας.

Ο στρατηγός Ούμπερτ Λανζ, αξιωματικός της Βέρμαχτ, που φέρει ακέραια την ευθύνη αυτής της πράξης, (δεδομένου ότι οι δυνάμεις της αστυνομίας των Ναζί, όπως του SS, της SD ή της Γκεστάπο ήταν σχεδόν ανύπαρκτες στα εδάφη που βρίσκονταν υπό τη διοίκησή του), πέθανε στο Μόναχο το 1982 χωρίς να ανακριθεί ποτέ για αυτό το έγκλημα.

Εκείνη η τελευταία έξοδος των ρωμανιωτών ολοκληρώθηκε μέσα στους καπνούς, μέσα στις φλόγες του απερίγραπτου, στις φωτιές που ο τιποτένιος άνθρωπος άναψε στο Άουσβιτς. Από τους 1.960 Εβραίους των Ιωαννίνων που εκτοπίστηκαν εκείνη την ημέρα, μόνο 80 επέζησαν του Ολοκαυτώματος και σήμερα η κοινότητα αριθμεί 30 μέλη.

Με την απελευθέρωση της Παραμυθιάς από τους Έλληνες αντάρτες την 27η Ιουνίου 1944, οι Τσάμηδες πλήρωσαν κι εκείνοι με τη σειρά τους τον δικό τους φόρο αίματος.

Όλοι οι χριστιανοί που συνεργάστηκαν με τους Ναζί και όλοι οι μουσουλμάνοι που είχαν συμμετάσχει από κοντά ή από μακριά στην πολιτοφυλακή που ήταν υπέρ των Ναζί, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν πριν να πέσει η νύχτα. Η μεγάλη πλειοψηφία των μουσουλμάνων γυναικών και παιδιών συγκεντρώθηκαν σε ένα κτήριο και στη συνέχεια εκτοπίστηκαν στην Αλβανία όπου ένας από τους αρχηγούς τους, ο Μαζάρ Ντίνο, πιστεύοντας ότι εκεί είχε πλέον βρει καταφύγιο, εκτελέστηκε από τους οπαδούς του Ενβέρ Χότζα.

Οι χριστιανοί, οι εβραίοι και οι μουσουλμάνοι της Παραμυθιάς έζησαν σχεδόν σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους στη διάρκεια των αιώνων και της ιστορίας. Πλήθος είναι οι νοσταλγικές μαρτυρίες των παλαιότερων. Γηραιές κυρίες μου μίλησαν για εκείνα τα αγόρια που τα έλεγαν Μάλικ, Σιών, Μαχίκο, Τεφίκ ή Χαΐμ, παιδιά της Παραμυθιάς που έπαιζαν με τον Γιάννη, τον Κώστα ή τον Χρήστο.

Όλοι οι γείτονες προσκαλούνταν στους γάμους, τις βαπτίσεις και τις θρησκευτικές εορτές κάθε θρησκείας, και ήταν όλοι ενθουσιασμένοι που οι τόσες πολλές γιορτές έδιναν ζωή στη σκληρή καθημερινότητά τους.

Και ύστερα, μια μέρα, μέσα σε μερικά λεπτά, όλα είχαν ειπωθεί, όλα είχαν τελειώσει. Διέλυσαν τα τζαμιά και κανείς δεν μιλούσε πλέον για συναγωγές. Κι ύστερα, αλληλοσπαράσσονταν οι Έλληνες, μεταξύεθνικιστών και κομμουνιστών. Ο Διάβολος είχε ολοκληρώσει το έργο του στις πόρτες της Κόλασης.

Από όλα τούτα, και κυρίως από τους Εβραίους της Παραμυθιάς, δεν μένει παρά η μνήμη μας, αιώνια πηγή της σωτηρίας μας. Κι ετούτη τη μνήμη την ξαναβρήκα σε μερικούς απογόνους με τους οποίους κατάφερα να έρθω σε επαφή, όπως η Άννα Μπακόλα που ζει στο Ισραήλ, κόρη του Σιών Μπακόλα, ένα από τα τρία παιδιά του Εζρά που γλίτωσαν από το Ολοκαύτωμα ή ακόμη ο Καλβίνος Αττάς που ζει στη Φλόριντα και του οποίου η μητέρα Άννα Αττάς γεννήθηκε στην Παραμυθιά, κόρη του Ελιγιά Κοένα και αδερφή του Ζοζέφ. Και κυρίως ο Ισαάκ Ντόστης, ανηψιός του Χαΐμ Μπακόλα, γεννημένος στη Νέα Υόρκη και εγκαταστημένος σήμερα στην εστία της οδού Γιοσέφ Ελιγιά στα Ιωάννινα.

Ο Ισαάκ είναι η ψυχή της εστίας. Από διάφορες αφηγήσεις, γνωρίζω ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί Εβραίοι από την Παραμυθιά που ζουν σε διάφορα μέρη του κόσμου και πιστεύω ότι η πόλη μας οφείλει να τιμά τη μνήμη των προγόνων τους στον ίδιο βωμό αθώων όπου τιμώνται και οι 49 συμπατριώτες τους. Επίσης, η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίσει χωρίς καθυστέρηση το δισχιλιετές δικαίωμά τους στην ελληνική ιθαγένεια.

Καθένας από εμάς οφείλει να θυμάται ότι την 7η Οκτωβρίου 1944 στο Άουσβιτς, 300 Έλληνες Εβραίοι, σεφαραδίτες και ρωμανιώτες, οργάνωσαν μία από τις πιο ηχηρές εξεγέρσεις στην ιστορία των στρατοπέδων θανάτου. Αιώνιοι φύλακες των Θερμοπυλών της ανθρωπότητας.

Κλείνοντας και προς επίρρωση αυτής της ανάλυσης, θα αρκεστώ στο να παραθέσω ένα γράμμα που βρέθηκε το 1980 μέσα στα κρεματόρια του Μπίρκε ναου και το οποίο λέει μέσα σε τρεις γραμμές για τις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας, ρωμανιώτικες και σεφαραδίτικες, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη μελέτη ή επίσημο έγγραφο:

«Στους αγαπητούς μου φίλους, Δημήτρη Στεφανίδη, υιό του Αθανασίου, Ελιγιά Κοέν, Γιώργο Γούναρη και σε όλη την παρέα μου, στη Σμαρώ Εφραιμίδου από την Αθήνα, και σε όλους τους άλλους φίλους μου που θα θυμάμαι πάντοτε, και τέλος στην αγαπημένη μου πατρίδα, την ΕΛΛΑΔΑ, της οποίας ήμουν ένας πιστός πολίτης».

Γράφει για την paramythia-online.gr ο Γιάννης Παπαδόπουλος*

 
* O Γιάννης Παπαδόπουλος, είναι Ιατρος, Διευθυντής της Μ.Ε.Θ. της Παιδιατρικής του Γ.Ν Jolimont στις Βρυξέλλες και Ιστορικός ερευνητής
Read More »
Το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Παραμυθιάς στην Κατοχή Το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Παραμυθιάς στην Κατοχή Reviewed by thespro.gr on Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2023 Rating: 5

Σελίδες

Από το Blogger.