37.303 τροχαίες παραβάσεις μέσα σε μια εβδομάδα

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024

37.303 τροχαίες παραβάσεις μέσα σε μια εβδομάδα


Σχέδιο ειδικών στοχευμένων δράσεων με τρεις βασικές κατευθύνσεις, υλοποιεί η Ελληνική Αστυνομία, με στόχο την πρόληψη, αποτροπή και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, της ενδοοικογενειακής βίας και της παραβατικότητας ανηλίκων, καθώς και τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας των πολιτών.

Ειδικότερα, την περασμένη εβδομάδα από 16 έως 22 Δεκεμβρίου 2024, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, δραστηριοποιήθηκαν οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, και ιδιαίτερα τα επιχειρησιακά Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, που επιλαμβάνονται στην πλειονότητα των περιστατικών.

Στο πλαίσιο αυτό οι αστυνομικοί σε όλη τη χώρα ανταποκρίθηκαν σε 676 κλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης και χορηγήθηκε σε 106 γυναίκες θύματα η εφαρμογή του Panic Button. Συνολικά, διαχειρίστηκαν 346 περιστατικά, για τα οποία πραγματοποιήθηκαν 215 συλλήψεις, ενώ παράλληλα μεταφέρθηκαν 4 θύματα σε δομή με όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας και 18 θύματα σε ιατροδικαστή ή νοσοκομείο.

Υπενθυμίζεται ότι, με μέριμνα της Ελληνικής Αστυνομίας, στην περιφέρεια κάθε Διεύθυνσης Αστυνομίας σε όλη την επικράτεια, έχουν εξασφαλιστεί ένας ή περισσότεροι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι που λειτουργούν ως “safe houses”, για τη βραχυπρόθεσμη ασφαλή φιλοξενία γυναικών-θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και μελών της οικογένειας τους, όπως τα ανήλικα παιδιά τους, που χρειάζονται προστασία (σχετ. η από 12-04-2024 Ανακοίνωση).

Παράλληλα, για την πρόληψη και αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας και της βίας μεταξύ ανηλίκων, με σκοπό την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των ίδιων αλλά και των γονέων τους, εφαρμόζονται δράσεις ήπιας αστυνόμευσης, από εκπαιδευμένες γυναίκες και άντρες αστυνομικούς, σε γειτονιές, πλατείες και σημεία που συγκεντρώνονται νέοι και έχουν σημειωθεί περιστατικά.

Έτσι, σε όλη την επικράτεια, έχουν πραγματοποιηθεί:
  • 5.578 έλεγχοι ατόμων,
  • 295 προσαγωγές,
  • 166 συλλήψεις, ενώ
  • βεβαιώθηκαν 232 παραβάσεις.
Προς την ίδια κατεύθυνση, συνεχίζονται οι στοχευμένες αστυνομικές δράσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας καθώς και τη βελτίωση του επιπέδου οδικής ασφάλειας των πολιτών.
Για το λόγο αυτό, δραστηριοποιούνται κλιμάκια με τη συμμετοχή αστυνομικών εμφανούς και αφανούς αστυνόμευσης, από διάφορες Υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη τα τοπικά επιχειρησιακά σχέδια και δίνοντας έμφαση σε περιοχές και οικισμούς όπου παρατηρούνται αυξημένα περιστατικά παραβατικότητας.

Πιο αναλυτικά, κατά τη διάρκεια των δράσεων για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας σε ολόκληρη τη χώρα, από 16 έως 22 Δεκεμβρίου 2024, πραγματοποιήθηκαν 512 ειδικές αστυνομικές επιχειρήσεις, κατά τις οποίες:
  • ελέγχθηκαν 108.170 άτομα,
  • προσήχθησαν 3.952 και
  • συνελήφθησαν 1.703.
Επίσης, ενδεικτικά εξιχνιάστηκαν 242 κλοπές – διαρρήξεις, 20 απάτες, 39 κλοπές τροχοφόρων, 37 ληστείες καθώς και 215 υποθέσεις περί όπλων και 258 περί ναρκωτικών.

Περαιτέρω, οι υπηρεσίες Τροχαίας πραγματοποίησαν ειδικές εξορμήσεις και στοχευμένους ελέγχους, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, για την αντιμετώπιση παραβατικών και επικίνδυνων-αντικοινωνικών οδηγικών συμπεριφορών, με στόχο την ομαλή και ασφαλή κίνηση των πολιτών και τη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής.

Διενεργήθηκαν 142.147 τροχονομικοί έλεγχοι οχημάτων και βεβαιώθηκαν 37.303 παραβάσεις, για τις οποίες επιβλήθηκαν τα ανάλογα διοικητικά πρόστιμα.

Ενδεικτικά, οι παραβάσεις που βεβαιώθηκαν, μεταξύ άλλων, αφορούν:
  • 16.322 για παράνομες σταθμεύσεις,
  • 6.978 για υπερβολική ταχύτητα,
  • 1.783 για μη χρήση κράνους,
  • 1.644 για στέρηση άδειας ικανότητας οδήγησης,
  • 1.412 για μη χρήση ζώνης ασφαλείας,
  • 824 για ΚΤΕΟ,
  • 724 για μέθη και
  • 382 για χρήση κινητού τηλεφώνου κατά την οδήγηση.
Οι στοχευμένες αυτές δράσεις θα συνεχιστούν με αμείωτη ένταση για τη βελτίωση του επιπέδου οδικής ασφάλειας, την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας, την καλύτερη δυνατή προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και ώστε κανένα παιδί να μη νιώθει απροστάτευτο και μόνο.
Read More »
37.303 τροχαίες παραβάσεις μέσα σε μια εβδομάδα 37.303 τροχαίες παραβάσεις μέσα σε μια εβδομάδα Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

«Καλήν εσπέραν, Άρχοντες» – Ο διαδραστικός χάρτης με τα κάλαντα όλης της Ελλάδας

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024

«Καλήν εσπέραν, Άρχοντες» – Ο διαδραστικός χάρτης με τα κάλαντα όλης της Ελλάδας


Η ρίζα της λέξης κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και παραπέμπει στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου, όταν, δηλαδή, ξεκίνησε να γιορτάζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (2ο π.Χ. αιώνα), ενώ έως τότε εορταζόταν τον Μάρτιο.

Τι είναι όμως τα κάλαντα και πώς εξελίχθηκαν στη σημερινή τους μορφή;

Οι λαογράφοι κάνουν λόγο για εθιμικά τραγούδια του λαού που ψάλλονται από μικρά παιδιά και από ενήλικους άνδρες την παραμονή των τριών μεγάλων γιορτών της Χριστιανοσύνης. Οι καλαντιστές τριγυρνούν είτε μόνοι, είτε κατά ομάδες (φίλων, σχολείων, σωματείων, χορωδιών, ακόμα και ομίλων) και επισκέπτονται σπίτια, καταστήματα, δημόσιους χώρους κλπ με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου μεταλλικού τριγώνου, αλλά και άλλων μουσικών οργάνων.

Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που αναμένεται και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστική είναι η καθαρεύουσα γλώσσα στην οποία ψάλλονται, αποδεικνύοντας την άμεση σύνδεσή τους με τους Βυζαντινούς χρόνους και τις Καλένδες του Ιανουαρίου, που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Οι στίχοι των καλάντων εξιστορούν μυθοποιημένα τα ιστορικά γεγονότα κι αναφέρονται σε μια σειρά από έθιμα και δοξασίες του λαού, όπως π.χ. για τους καλικάντζαρους κα. Οι καλαντιστές εύχονται μ΄ αυτό τον τρόπο υγεία, χαρά, ευτυχία, τύχη, προκοπή και καλή σοδειά όσους επισκέπτονται.

Τα κάλαντα ως έθιμο στην Ελλάδα

Τα κάλαντα είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμη ακέραιο σε ολόκληρη τη χώρα, ηπειρωτική και νησιωτική, με αμέτρητες παραλλαγές (έχουν καταμετρηθεί γύρω στις 30) και προσαρμογή στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής (εθνικά ή αστικά, τοπικά ή παραδοσιακά). Σήμερα, εκτός από τα πατροπαράδοτα κάλαντα έχουν καθιερωθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται συχνά, επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά.

Πατώντας πάνω στον νομό, βγαίνει βίντεο με τα τοπικά κάλαντα της περιοχής!
Read More »
«Καλήν εσπέραν, Άρχοντες» – Ο διαδραστικός χάρτης με τα κάλαντα όλης της Ελλάδας «Καλήν εσπέραν, Άρχοντες» – Ο διαδραστικός χάρτης με τα κάλαντα όλης της Ελλάδας Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

To πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών του Αγίου Δωδεκαημέρου στον Μητροπολιτικό Ι.Ν του Αγ. Δονάτου μέχρι Τρίτη 07/01

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024

To πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών του Αγίου Δωδεκαημέρου στον Μητροπολιτικό Ι.Ν του Αγ. Δονάτου μέχρι Τρίτη 07/01


Ενόψει των μεγάλων Εορτών του Αγίου Δωδεκαημέρου, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Δονάτου στην Παραμυθιά, θα τελεσθούν οι Ιερές Ακολουθίες ως εξής:

Ανήμερα της Εορτής των Χριστουγέννων θα τελεσθεί όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Σεραπίωνα από τις 6.00 π.μ. έως 9.30 π.μ.

Αναλυτικά:

• Τρίτη 24.12: 6,30-9,30 π.μ. Όρθρος, Ακολουθία των Μεγάλων ωρών, εσπερινός και Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
• Τετάρτη 25.12: 6.00-9,30 π.μ. Όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
• Πέμπτη- Παρασκευή 26-27 7.00- 9,30 π.μ. Ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
• Τρίτη 31.12: 5.00 μ.μ. Εσπερινός
• Τετάρτη 01.01: 7.00 π.μ. Όρθρος και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. 10.00 π.μ. Δοξολογία επί τη ενάρξει του Νέου Έτους και κοπή Βασιλόπιτας της ενορίας μας.
• Παρασκευή:3-1 7.30 π.μ Όρθρος, Ακολουθία των Μεγάλων ωρών,
• Κυριακή 05.01: 6.45 π.μ. Όρθρος, Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.Τέλεση Μεγάλου Αγιασμού.
• Δευτέρα 6-1: Όρθρος, Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων.
• Τρίτη 7-1: Ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Read More »
To πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών του Αγίου Δωδεκαημέρου στον Μητροπολιτικό Ι.Ν του Αγ. Δονάτου μέχρι Τρίτη 07/01 To πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών του Αγίου Δωδεκαημέρου στον Μητροπολιτικό Ι.Ν του Αγ. Δονάτου μέχρι Τρίτη 07/01 Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, στην Ήπειρο των παραδόσεων

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, στην Ήπειρο των παραδόσεων


Τα χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια που στολίζουν τις γειτονιές και τις πλατείες, σε κάθε χωριό ή πόλη, τα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι ευρηματικές ιδέες συλλόγων με τις μουσικές και τα κεράσματα, οι μυρωδιές από τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, δημιουργούν γιορτινή ατμόσφαιρα, γεμίζουν φως και ελπίδα τον κόσμο και τον προετοιμάζουν για τη Γέννηση του Θεανθρώπου και τον ερχομό της νέας Χρονιάς.

Μέσα σε αυτόν τον γιορτινό καμβά, στην Ήπειρο των παραδόσεων, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, που έρχονται από το βάθος του χρόνου, αποτυπώνουν την πτυχές της πολιτιστικής και πολιτισμικής ταυτότητας του τόπου, καθώς είναι άμεσα συνυφασμένα με τις συνθήκες του μακρινού παρελθόντος, με τις αρχές και τις αξίες των περασμένων γενεών.

Οι Ηπειρώτες είχαν βαθειά πίστη. Το «σαρανταήμερο» έκαναν νηστεία, δηλαδή από τις 15 Νοεμβρίου έως και τις 24 Δεκέμβρη, για να υποδεχτούν την Γέννηση του Χριστού. Ακόμη και σήμερα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που με ευλάβεια τηρούν τη νηστεία.

Τα έθιμα των Χριστουγέννων για κάθε οικογένεια άρχιζαν με το σφάξιμο του χοίρου, που σε ορισμένες περιοχές ήταν ιεροτελεστία. Το χοιρινό είχε εξέχουσα θέση στο γιορτινό τραπέζι αλλά και στα γλέντια που γίνονταν ανήμερα των Χριστουγέννων στις πλατείες των χωριών.

«Τα σπάργανα του Χριστού», είναι το γλύκισμα - έθιμο που συναντάμε σε όλη την Ήπειρο και αναβιώνει έως σήμερα. Σε κάθε σπίτι ετοιμάζουν τα σπάργανα για το τραπέζι της παραμονής. Πρόκειται για χυλό από σταρένιο αλεύρι, που ψήνεται σε πυρωμένη πέτρα μέσα στο τζάκι, ενώ στη συνέχεια τις «τηγανίτες» αυτές μελώνουν σε ζαχαρόνερο, με καρύδια και κανέλα.

Είναι το γλύκισμα που τρώγεται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Το έθιμο συμβολίζει τα σπάργανα του Ιησού στη φάτνη. Τα «σπάργανα του Χριστού» σε χωριά του Πωγωνίου τα λένε «λαλαγγίτες» και είναι το γλύκισμα για το τραπέζι της παραμονής.

Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι έως και σήμερα, σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές μαγειρεύουν τα «γιαπράκια». Είναι λαχανοντολμάδες με φύλλα από λάχανο και το φαγητό συμβολίζει το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.

Το αναμμένο πουρνάρι και το έθιμο της φωτιάς
Το έθιμο ,συμβολίζει τους βοσκούς που πήγαν να προσκυνήσουν το θείο βρέφος και είχαν ανάψει ένα ξερό κλαδί για να βλέπουν μέσα στην νύχτα. Ένα πολύ παλιό έθιμο στην Ήπειρο, που συναντάται με μικρές παραλλαγές στις διάφορες περιοχές της.
Το έθιμο τηρείται κυρίως, στα χωριά της Άρτας. Ανήμερα Χριστούγεννα, όποιος επισκεφτεί φιλικό ή συγγενικό σπίτι για να ευχηθεί χρόνια πολλά, καθώς και οι παντρεμένοι, που θα πάνε στο πατρικό τους, κρατούν ένα κλαρί από πουρνάρι που το ανάβουν στον δρόμο. Τα φύλλα του καθώς καίγονται τρίζουν και η ευχή στον κάθε οικοδεσπότη είναι να μεγαλώνει η φαμίλια και να προκόβουν τα κοπάδια.
Στα Γιάννενα, δεν κρατούν το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, αλλά στη χούφτα τους έχουν δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα. Όταν μπουν στο σπίτι, τα πετούν μέσα στο τζάκι και καθώς τα φύλλα καίγονται, πετάνε σπίθες. Τότε δίνεται η καλύτερη ευχή στον νοικοκύρη: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Δηλαδή, να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ' αφήσουν τ' όνομα το πατρικό να σβήσει.
Στο χωριό Πουρνιά της Κόνιτσας την παραμονή των Χριστουγέννων το παραδοσιακό «έθιμο της φωτιάς» δημιουργεί γιορτινή διάθεση. Το πρωί στην πλατεία του χωριού ανάβει μια μεγάλη φωτιά και ο κόσμος κρατώντας μαγκούρες στα χέρια, πηγαίνει σε όλα τα σπίτια του χωριού για τα κάλαντα . Οι νοικοκυρές προσφέρουν φρεσκοψημένα καρβέλια ψωμί.
Στην Αγία Παρασκευή της Κόνιτσας τα παιδιά την παραμονή έπαιρναν τις «τζιουμάκες», ξύλα από κρανιά, σαν μπαστούνι και χτυπούσαν με αυτό τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών για τα κάλαντα.
Τα περασμένα χρόνια στα χωριά της Ηπείρου επέστρεφαν για τις γιορτινές μέρες οι ξενιτεμένοι και στηνόταν το «Ζιαφέτι», ένα μεγάλο πανηγύρι στις πλατείες και τις αυλές των εκκλησιών με τα κλαρίνα να αντηχούν στα βουνά και το γλέντι να κρατά ακόμη και δύο μέρες.
Το «αμίλητο νερό» είναι έθιμο χριστουγεννιάτικο στην Άρτα. Ανήμερα των Χριστουγέννων, και νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει, οι γυναίκες πήγαιναν χωρίς να μιλάνε, να πάρουν νερό από ξένη βρύση και έλεγαν, «όπως τρέχει το νερό στη βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει και η σοδιά μου». Από το «αμίλητο νερό», έπιναν όλοι στο σπίτι για το καλό. Στη βρύση η γυναίκα άφηνε εδέσματα, «για να την ταΐσει», όμως στην πραγματικότητα για να βρουν οι φτωχοί συγχωριανοί φαγητό.
Read More »
Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, στην Ήπειρο των παραδόσεων Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, στην Ήπειρο των παραδόσεων Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

Οι καλικάντζαροι στην παράδοση της Θεσπρωτίας

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
 Οι καλικάντζαροι στην παράδοση της Θεσπρωτίας 










Στην αρχαία Θεσπρωτία υπήρχε µια δοξασία, συνδυασμένη και με το νεκρομαντείο της Εφύρας, σύμφωνα με την οποία ο κόσµος πίστευε, ότι οι ψυχές των πεθαµένων ξαναγύριζαν για ένα διάστηµα στη γη και έµεναν κοντά στους ζωντανούς, όπου προσπαθώντας να ξεφαντώσουν γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειραγµατά τους. 
Η τουρκοκρατία βοήθησε να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η πίστη σ΄αυτά τα όντα. 
Η τυφλή υποταγή των ανθρώπων στη δεισιδαιμονία, βοήθησε να φτάσει ο µύθος των καλικάντζαρων ως τις µέρες µας. Με βάση τη λαϊκή φαντασία , ο καλικάντζαρος κατά τόπους εµφανίζεται µε ανθρώπινη µορφή, τριχωτό δέρµα, άλλοτε τυφλός, άλλοτε µονόφθαλµος, κουτσοπόδαρος, τραγοπόδαρος, ψηλός, λιγνός µε σιδερένια παπούτσια, ξεπλατισµένος, κωµικός πάντα στην εµφάνιση και στην περπατησιά. 
Πότε δεν κόβει τα νύχια του και είναι πάντα άσχηµος. 
Σύµφωνα µε µια παλιά δοξασία στη Θεσπρωτία, αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο, όποιος γεννηθεί µεταξύ Χριστουγέννων και Αγίου Βασιλείου, µετά το θάνατό του γίνονταν καλικάντζαρος. 
Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί στην Θεσπρωτία νόμιζαν ότι υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά "καλικάντζαροι". 
Οι καλικάντζαροι εµφανίζονται στις γιορτές του δωδεκαηµέρου και έρχονται κάτω από τη γη, όπου κατοικούν τον υπόλοιπο καιρό. 
Σύµφωνα µε την παράδοση, οι καλικάντζαροι που µισούν τους ανθρώπους, προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που στηρίζεται η γη αλλά δεν προλαβαίνουν, γιατί έρχεται ο αγιασµός των Θεοφανείων και έτσι εξαφανίζονται πάλι στα τάρταρα. 




Read More »
Οι καλικάντζαροι στην παράδοση της Θεσπρωτίας  Οι καλικάντζαροι στην παράδοση της Θεσπρωτίας Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

Χριστουγεννιάτικα Ηπειρώτικα Κάλαντα (Θεσπρωτίας)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
Χριστουγεννιάτικα Ηπειρώτικα Κάλαντα (Θεσπρωτίας) 



Read More »
Χριστουγεννιάτικα Ηπειρώτικα Κάλαντα (Θεσπρωτίας) Χριστουγεννιάτικα Ηπειρώτικα Κάλαντα (Θεσπρωτίας) Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

"Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών": Αληθινή συγκινητική ιστορία από το Χρ. Χρηστοβασίλη

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
 "Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών": Αληθινή συγκινητική ιστορία από το Χρ. Χρηστοβασίλη 



Tα «Χριστούγεννα των Κλεφτών» είναι ένα από τα πιο σπουδαία αφηγήματα του μεγάλου Ηπειρώτη, από το Σουλόπουλο Ιωαννίνων, δημοσιογράφου, λογοτέχνη και πολιτικού Χρήστου Χριστοβασίλη, που ξεχώρισε για το γλαφυρό του ύφος. Η ιστορία εκτυλίσσεται χρονικά γύρω στα 1879-80, όταν ο συγγραφέας σε ηλικία μόλις 17-18 ετών εντάσσεται στους Κλέφτες και Αρματωλούς, για την εκδίωξη των Τούρκων. "Ήταν η δεύτερη χρονιά, που έτρωγα ψωμί με τους Κλέφτες, δέκα εφτά, ως δεκοχτώ χρονών παλικάρι, με σιδερένια καρδιά και φτερωμένα ποδάρια. Καπετάνος μου τότε ήταν ο Αητόγιαννος, ξακουσμένος γεροκλέφτης, πούχε περάσει όλα τα νιάτα του κι' όσα γεράματα είχε στες πλάτες του, απάνω στο ντουφέκι και στους πολέμους με τους Τούρκους. Παλικάρια είμαστε είκοσι τέσσερα κι ο Καπετάνος μας ο Αητόγιαννος είκοσι πέντε.

Στες είκοσι τ' Αλωναριού εκείνης της χρονιάς ξημερωθήκαμε στο Μαναστήρι του Άι-Λια, απάνω στην «Όμορφη Ράχη» του Πίντου, για να γιορτάσομε κι εμείς μαζί με το Μαναστήρι, που γιόρταζε εκείνη την ημέρα την μνήμη του Προφήτ-Ηλία του, και να προσκηνύσωμε τη χάρη μιας παλιάς Παναγιάς, σκεπασμένης μ' ασήμια και με χρυσάφια, και στολισμένης με διάφορα ασημένια και χρυσαφένια κρεμαστάρια, ταξίματα γιατρεμένων ανθρώπων, που κρέμονταν από την εικόνα.
Αλλ’ ήταν κι' άλλος ένας λόγος, ακόμα, που βρεθήκαμε εκείνη την ημέρα στο Μαναστήρι του Άι-Λια: Μήπως εξαιτίας του πανηγυριού βρούμε και κανένα απόσπασμα τουρκικού στρατού, τριάντα-σαράντα αντρών, και το ματώσομε, γιατί είχαμε έναν ακέριον μήνα να πιαστούμε από ντουφέκι.
Όταν μας είδε ο Γούμενος του Μαναστηριού χάρηκε, και μας δέχτηκε μ' ανοιχτή αγκαλιά, λέγοντας μας:
— Στες είκοσι τ' Αλωναριού όλοι μ' αγαπούν κι' επισκέφτονται το Μαναστήρι μου, γιατ’ είναι καλοκαίρι, γιατ’ έχω κρύα νερά, παλιά κρασιά και παχιά αρνιά και κριάρια και γιατί δεν έχω χιόνια, αλλά τα Χριστούγεννα, που γιορτάζει η εικόνα της θαυματουργής Παναγίας μου, -προσκυνούμε τη χάρη της—, δεν πατάει κανένας εδώ ψηλά, γιατ' έχει τότε τρεις-τέσσερες πήχες χιόνι το Μαναστήρι μου, και το κρέας και τα λοιπά χρειαζούμενα τα φέρνω άλλα από τα Γιάννινα κι άλλα από τα Τρίκαλα, κι' αν μπορέσω ακόμα να το κατορθώσω να τα φέρω. Τότε γιορτάζω μόνος μου με τα καλογεράκια μου, και δεν με κάνει κανένας σας για γενιά.
Ήταν πολύς κόσμος από τα πλουσιοχώρια: Καστανιά, Βεντίστα, Γκουντουβάσντα, Μέτσοβο και λοιπά, και πολλοί τσελιγκάδες και πιστικοί, που είχαν τες στάνες ψηλά στες πλαγιές και στες ράχες του Πίντου, κι' όλοι είχαν φέρει κάτι, κατά τη δύναμη του ο καθένας, για συντρομή του Μοναστηριού: κάθε τσέλεγκας από τρεις-τέσσερις προβατίνες ή γίδες, οι απλοί πιστικοί από κανένα αρνί ή κατσίκι ο καθένας, οι πλησιοχωρίτες διάφορα τάματα: λάδι, κηρί, στάρι, πρόσφορα, χρήματα, κι' όσοι είχαν πάθος αρρώστιας διάφορα ασημένια ομοιώματα: χέρι, ποδάρι, μάτι.
Μπήκαμε στην λειτουργία κι' εκεί που ακούγαμε το Βαγγέλιο της ημέρας, έρχεται με τρόπο ο σκοπός μας και μας λέει κρυφά ότι Τούρκοι στρατιώτες μελίσσι, ένα τάγμα, ανέβαιναν στην «Όμορφη Ράχη».
Ο Γούμενος καταταράχτηκε και καταστενοχωρήθηκε και μας είπε να προσπαθήσομε να γλυτώσομε εμείς τα κεφάλια μας όπως όπως, κι' όσο γι' αυτόν, αυτός ξέρει και τους γελάει τους Τούρκους.
Βγήκαμε έξω από την Εκκλησιά, πήραμε τ' άρματα μας, που τα είχαμε αφημένα στον νάρθηκα, και πεταχτήκαμε στην άκρη της ράχης να ιδούμε πόσοι Τούρκοι ήταν και πώς έρχονταν κι' αναλόγως να συνταχτούμε. Τι να ιδούμε; Χίλιοι στρατιώτες και παραπάνω είχαν ζώσει την ράχη του Μοναστηριού από κάτω κι' ανέβαιναν παγανιστά, κι' όσο ανέβαιναν αυτοί, τόσο ο κύκλος στένευε, κι' η γραμμή τους πύκνονε. Μόνον από ένα μέρος της ράχης του Μαναστηριού ήταν ένας απότομος γκρεμός, κατάφυτος από πεύκα, που μπορούσε κανείς μόνον να τον κατέβη γλιστρώντας, κι' αδύνατον να τον ανέβη, κι αν έπιαναν οι Τούρκοι κι' αυτό το μέρος από τα κάτω είμαστε αναγκασμένοι ν' ανοίξομε ντουφέκια, να σκοτώσομε καμιά εκατοστή διακοστή Τούρκους και να σκοτωθούμε κι' εμείς ως το ένα. Δεν σύμφερε όμως αυτό, επειδή θα χαλούσαν ύστερα το Μαναστήρι οι Τούρκοι δίχως άλλο. Πήγαμε, λοιπόν όλοι, στην άκρη του γκρεμού, οπού μας έκρυφταν τα δέντρα και περιμέναμε να ιδούμε τι θάκαναν οι Τούρκοι. Περιμέναμε την ζωή ή τον θάνατο. Δέκα πέντε-είκοσι δρασκελιές τόπος χώριζε τον άλυσσο, π' ανέβαινε από το βάθος του γκρεμού.
Τότε ο Καπετάν Αητόγγιανος φώναξε προς την εικόνα της Παλιάς Παναγιάς του Μαναστηριού, που ήταν φορτωμένη στ' ασήμια και στα χρυσαφικά.
— Άκουσε, ωρή Κυρά Παναγιά! Σε προσκυνώ και σε δοξάζω μ' όλη μου την καρδιά... Εδώ σε θέλω: αν θελήσης να φωτίσης τώρα τους Τούρκους ν' αφήσουν άπιαστον αυτόν τον γκρεμό και γλυτώσομε, σου υπόσκομαι τα ερχόμενα Χριστούγεννα ναρθώ μ' όλα μου τα παλικάρια να σε προσκυνήσομε και να σε δοξάσομε και να σου κρεμάσω στην εικόνα σου μια σακούλα, μ' εκατό λίρες, για τα έξοδα του Μαναστηριού σου... Αν όμως τους αφήσεις να πιάσουν το γκρεμό, τότε ούτε κι εμείς ζωή, ούτε κι' εσύ την συντρομή μας, ούτε κι Χριστιανωσύνη κι' η Ελευτερία προκοπή!
— Άσκημα μίλησες της Παναγιάς, Καπετάνε, και θα μας οργιστή!
Είπε του Καπετάνου, ο Γεράκης, το πρωτοπαλίκαρο του.
— Είσαι παιδί εσύ (του απάντησε ο Καπετάνος) και δεν ξέρεις. Θέλουν κι' οι άγιοι φοβέρες και συμφωνίες.
Οι Τούρκοι ζύγωσαν, έφτασαν, πάτησαν στην άκρη του γκρεμού... Τους βλέπαμε ανάμεσα από τα δέντρα, χωρίς να μας βλέπουν εκείνοι καθόλου. Στάθηκαν.
— Αχ! Τους Αντίχριστους! (είπε ο Καπετάνος). Μας την έφκιασαν! Κι' εμείς θα πάμε χαμένοι, αλλά κι' αυτούς θα τους πάρει ο Διάβολος! Κρίμα όμως το καημένο το Μαναστήρι, που δεν θα μείνει πέτρα απανωτή! Τι νάχη πάθει η Παναγιά και δεν τους μποδίζει.
Άξαφνα βάρεσε μια σάλπιγγα κι ο άλυσσος, που ήταν κάτω στην άκρη του γκρεμού, ξεκόπηκε, ο μισός έκανε δεξιά, κι' ο άλλος μισός ζερβιά, κι' ενώ οι Τούρκοι ανέβαιναν, εμείς γλιστρούσαμε σαν χέλια τον κατήφορο του γκρεμού, φεύγαμε και βγαίναμε έξω από την ζώνη της πολιορκίας!
Όταν ξεμακρυνθήκαμε πολύ, κι' είμαστε πλειά στην ασφάλεια, στήσαμε τα ντουφέκια μας πυραμίδες και δοξάσαμε την Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που στράβωσε τους Τούρκους και μας άφησαν ανοιχτόν τον γκρεμό να γλυτώσομε, και γλυτώσαμε μια χαρά.
Χαίρονταν όλοι και τραγουδούσαν και μονάχα εγώ λυπιόμουν, που γυρίσαμε τες πλάτες στους Τούρκους. Ήθελα ν' ανάβαμε το ντουφέκι κι' ας μην γλυτώναμε ούτε ένας! Έφτανε που θα σκοτώναμε πολλούς εχτρούς.
Πέρασε ο Αλωνάρης, ο Αύγουστος, κι' όλος ο Τρυγητής από τότε, και στες αρχές του Αϊ-Δημητριου με τες πρώτες πάχνες και τα πρώτα κρύα των βουνών κατεβήκαμε στα ξενειμαδιά, κάτω στα ριζοβούνια του Πίντου, αντίκρυ από τα Γιάννινα, κι' εκεί λημεριάζαμε πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη και καμιά φορά, τραβούσαμε ως το Πωγώνι από την μια μεριά κι' ως την Λάμαρη από την άλλη και κάναμε κάνα μικρό πατατράκ με κανένα τούρκικο στρατιωτικό απόσπασμα, και γυρίζαμε πάλι στα λημέρια μας με μεγάλη προσοχή κι' ησυχάζαμε σαν να ήμασταν πεθαμένοι.


Έτσι κυλήσαμε ως τες είκοσι τ' Αντριώς.
Το βράδυ διαταγή του Καπετάνου να συνταχτούμε όλοι στην Δρακοσπηλιά, εκεί ακριβώς, που σμίγουν τα δυο ποτάμια, το Μετσοβίτικο κι' ο Μπαλντούμας και κάνουν το Διπόταμο, το λεγόμενο παρακάτω Αρτηνό, δηλαδή τον Άραχτο.
Όταν συνταχτήκαμε όλοι εκεί, εξόν τρεις, που τους είχε φάγει το τούρκικο το βόλι -Θεός σχωρέσ' τους- τον Δρακογιώργο, τον Λαφοπόδη και τον Κρυφοπάτη, που τους τραγουδούσαμε κάθε μέρα τα ονόματα τους, μας είπε ο Καπετάνος:
— Έ παιδιά! Θυμάστε να 'χωμε κάνα χρέος, κάνα τάξιμο πουθενά αυτές τες ημέρες;
Όλοι κοιταχτήκαμε ο ένας με τον άλλο, χωρίς να θυμούμαστε τίποτε.
— Ωρέ παλιόπαιδα! (Μας είπε τότε με πατρικό ύφος), δεν θυμάστε ότι έχομε τάμα να πάμε τα Χριστούγεννα στον Άι-Λιά της «Όμορφης Ράχης», απάνω στα κορφοβούνια τ' Ασπροποτάμου να ευχαριστήσομε την Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που μας γλύτωσε από του Χάρου το στόμα στες είκοσι τ' Αλωναριού και να της δώσομε το χρέος, που της υποσκεθήκαμε, την σακούλα με τες εκατό λίρες;
— Αλήθεια! Αλήθεια! (Φωνάξαμε όλοι). Αλλ' αν δεν μπορέσομε να σπάσωμε από τα χιόνια;
— Αυτό (είπε ο Καπετάνος) είναι λογαριασμός της Παναγιάς! Εμείς πρέπει να κάνομε το χρέος μας, να κινήσωμε τον ανήφορο, κι' όπως ορίζει αυτή ύστερα ας γένη! Τώρα, παιδιά μου να μάσωμε τες εκατό λίρες... Εμπρός! Εγώ, ως καπετάνος, βάνω το κατά δύναμη μου είκοσι πέντε λίρες. Γράψε (μου είπε εμένα) Αητόγιαννος καπετάνος, λίρες είκοσι πέντε.
Έβγαλα χαρτί και σημείωσα τες είκοσι πέντε λίρες του Καπετάνου, κι' ύστερα είπα:
— Σημειώνω κι' εγώ τ' όνομα μου με δέκα πέντε λίρες.
— Για την ηλικία σου (μου είπε ο Καπετάνος) είναι πολλές οι δεκαπέντε λίρες, αλλά συ είσαι αρχοντόπουλο και δεν έχεις ανάγκη να κάνης οικονομίες σαν εμάς. Ας είναι καλά ο πατέρας σου...
Είχαν μείνει ακόμα εξήντα λίρες να μαζευτούν για την Παναγιά, κι' επειδή οι αποδέλοιποι σύντροφοι μας ήταν είκοσι, τώβραν εύλογο να προσφέρουν από τρεις λίρες ο καθένας κι' έκλεισε ο λογαριασμός του χρέους μας προς την παλιά την Παναγιά: είκοσι πέντε και δέκα πέντε σαράντα ο Καπετάνος κι' εγώ. Κι εξήντα οι άλλοι σωστές εκατό λίρες.
Ύστερα από λίγο, φάγαμε ψωμί κι ελιές, γιατ' ήταν σαρακοστή του Σαρανταήμερου, κι' αφού μοιράσαμε την υπηρεσία της νυχτοφυλακής, γήραμε να κοιμηθούμε, έχοντας ο καθένας την μισή την κάπα στρώμα, την άλλη την μισή σκέπασμα κι' ένα κοτρώνι για προσκέφαλο.
Εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνη την βραδιά. Ο νους μου είχε γίνει πέλαγο από τουρκοφάγα σχέδια. Διψούσα για δόξα, να φκιάσω το τραγούδι μου, να το τραγουδούν όλες οι όμορφες Ηπειρώτισσες, και να τ' ακούν στον τάφο τους τα κόκαλα μου κι' η ψυχή μου στον Παράδεισο και να χαίρονται.
Κατά τ' άκριτα μεσάνυχτα μ' έκλεψε ο ύπνος, και μ' όλη μου την ξαγρύπνια ξύπνησα την άλλη μέρα στην συνηθισμένη ώρα μαζί με τους άλλους, «την ώρα των Κλεφτών». Εκείνο το πρωί είχε πέσει πολλή αντάρα κι' είμαστε σε μεγάλη ασφάλεια. Γι' αυτό κι' ο Καπετάνος όρισε να λημεριάσομε και την βραδιά εκείνης της ημέρας στο ίδιο μέρος, στην Δρακοσπηλιά. Πριν να διαλυθεί η αντάρα, είχαμε σκορπίσει όλοι και μόνον ένας έμενε να προσέχη την σπηλιά από μακριά για κάθε ενδεχόμενο.
Εγώ τράβηξα μονάχος και βγήκα στην ράχη κι' αγνάντευα τα Γιάννινα, που τα είχα ως δύο ώρες μακριά, και το πλιότερο διάστημα το σκέπαζε η καθαρογάλαζια Λίμνη.
Είδα την πανώρια κι' ιστορική πολιτεία, που ήταν στα χρόνια του Αλή-Πασια πρωτεύουσα όλης της καθαυτό Ελλάδας, και συνάμα ο Γολγοθάς της. Φαίνονταν, σαν δικέφαλος αητός, πεσμένος μ' ανοιγμένα τα φτερά στην άκρα της χιλιοξακουσμένης Λίμνης, όπου έπνιξε ο Αλή-Πασιας την υπέρκαλλη Κυρά Φροσύνη με τες δέκα εφτά πανέμορφες Γιαννιώτισσες αρχοντονύφες. Το Κάστρο, το περίφημο, είναι τα δυο κεφάλια του αητού που το ένα κοιτάει κατά την Ανατολή και τ' άλλο κατά την Δύση. Οι πισινές συνοικίες Καραβατιά, Ντεντερούτσι, Σιεμσιτνιά, είναι η πλατεία ουρά του αητού, κι' οι δυο μπροστινές ο Πλάτωνας και τα Γάλατα από τη μια μεριά κι' η Καλούτσιανη από την άλλη είναι οι δυο μακριές φτερούγες του. Έβγαλα το τηλεσκόπιο και κοίταζα:
— Να το Σεράγι, που κάθεται ο Πασιάς με την Διοίκηση. Είναι υπερύψηλο μεγάλο χτίριο, που δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο στην Ήπειρο.
— Να κι' η Μητρόπολη, που κάθεται ο Δεσπότης. Είναι δίπλα στα φημισμένα Λιθαρίτσια.
— Να κι' η συνοικία του Πλάτωνα. Ονομάστηκε από τ' ομώνυμο δέντρο, που άξησε και τράνεψε, πίνοντας τ' άγρια και τιμημένα αίματα των προδρόμων της ελληνικής Ελευθερίας: Κατσαντώνη, Χασιώτη, Μπλαχάβα και τόσων και τόσων αντρείων ηρώων, πώγειναν τα ονόματα τους πανελλήνια τραγούδια. Ο Πλάτωνας δεν φαίνεται πλειά. Στέγνωσε από τον καιρό, που έπαψε να πίνει χριστιανικό ελληνικό αίμα...
Έβλεπα-έβλεπα την περίκαλλη ελληνική πολιτεία και μώρχονταν να γένω λαύρα, φωτιά, αστροπέλεκας, «οργισμένος βοριάς, τρομαχτικό τρικυμειό και να χυθώ απάνω της, να κάψω, να ξεριζώσω, να πνίξω, να καταστρέψω ότι αντιπροσωπεύει την τυραννία και να στήσω στους αιώνες των αιώνων τη σημαία του Σταυρού, την ελληνική Σημαία απάνω στο Κάστρο, τόσο ψηλή και τόσο μεγάλη, που να φαντάζει απ' όλα τα κορφοβούνια του Πίντου, του Τόμαρου κι' όλων των άλλων Ηπειρωτικών βουνών. Αλλά δεν μπορούσα να γένω τίποτε απ' όλα αυτά. Πέρασα την ημέρα εκεί πέρα, κλαίοντας τα σκλαβωμένα Γιάννινα, ψωμίστηκα στο Μαναστήρι της Τσούκας και το βράδυ με το μούχρωμα, βρέθηκα στην Δρακοσπηλιά, και τ' άλλο το πρωί ξεκινήσαμε για το Μαναστήρι του Άι-Λια της «Όμορφης Ράχης» να προσφέρομε τα σώστρα μας στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και τα χρυσάφια. Πρωί-πρωί ξεκινήσαμε τον ανήφορο, πηγαίνοντας από γνωστά μονοπάτια και το βράδυ περάσαμε το Συρράκο και κοιμηθήκαμε σ' ένα εξωκλήσι των Καλαρρύτων.
Την άλλη μέρα, βαδίζοντας όλο και τον ανήφορο, τρομάξαμε να περάσομε την ράχη των Κριθαρακιών και να σκαπετήσωμε στο Χαλίκι, ένα πιντοχώρι, που φεύγουν όλοι οι κάτοικοι του τον χειμώνα και κατεβαίνουν στα Τρίκαλα να ξεχειμωνιάσουν και μένει έρημο με δυο-τρεις φυλάκους, να το φυλάγουν. Εκεί ανοίξαμε το ιστορικό αρχοντόσπιτο του Δημάκη, παμπάλαιο σπίτι, μεγάλο και με τραγούδι, που φιλοξένησε στην εποχή του τον Αλή-Πασια, ανάψαμε σε δυο τρία δωμάτια φωτιά και περάσαμε λαμπρά.
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε πάλε πρωί με την ιδέα ότι θα φτάναμε το βράδυ στο Μαναστήρι, αλλά δεν μπορέσαμε να προχωρήσομε παρά ως κοντά στην Γκουντουβάσντα, όπου αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στα χιόνια.
Τ' αγριοκαίρι είχε ρίξει μερικά πεύκα την περασμένη χρονιά κι' ήταν ξαπλωμένα καταγής, σαν νικημένοι γίγαντες. Ανάψαμε δυο απ' αυτά, που ήταν δέκα δρασκελιές το ένα μακριά από τ' άλλο παράλληλα, στρώσαμε το μέρος που ήταν ανάμεσα στες δυο φωτιές και ξαπλωθήκαμε, έχοντας από μπρος κι' από πίσω φωτιά και ζεστασιά. Κι έτσι περάσαμε καλά.
Την άλλη πάλε την ημέρα, ξημερόντας τα Χριστούγεννα, ξεκινήσαμε, ελπίζοντας να προφτάσωμε την λειτουργία του Μαναστηριού και να μεταλάβομε, αλλά την ώρα, που γυρίζαμε την ράχη της Γκουντουβάσντας, την λεγομένη «Χέλι» κι' είχαμε το Μαναστήρι ως μισή ώρα μακριά κι' ακούγαμε με χαρά την καμπάνα να χτυπάει γλυκά-γλυκά, μας έπιασε η άγρια χιονοθύελλα, αγριότερη απ' ό,τι επεθύμησα να γένω εγώ την ημέρα, που αγνάντευα τα Γιάννενα, πριν ξεκινήσομε.
Ήταν, «γλυτωσέ μας Θεέ μου!» Αρπαχτήκαμε στην στιγμή ο ένας από τον άλλον και κάναμε την λεγόμενη «αλυσίδα», γιατί αλλιώτικα ήταν ικανός ο αγέρας, ο τρομερός Βορειάς, να μας πετάξει έναν-έναν σαν πούπουλα κάτω στην Άρτα.
Ο Πίντος, ασπροφορεμένος πατόκορφα κουνιόνταν ολόβολος. Η θύελλα, οπλισμένη με δύναμη μυριάδων θεών, μας απειλούσε να μας αφανίσει. Για μια στιγμή ένα τρομερό ανεμόχιονο μας σαβάνωσε. Ένας μεγάλος σύννεφας μας περικύκλωσε και χάσαμε αμέσως από μπροστά μας το Μαναστήρι, και δεν βλέπαμε πλιότερο από δέκα δρασκελιές τόπο γύρα-γύρα. Πάγωνε η αναπνοή μας κι έφευγε από το στόμα μας σ' εκατομμύρια μικροσκοπικά κρουσταλλένια μαργαριτάρια. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά, κι' ακούστηκε μια υπερκόσμια ταραχή κι' ένα ανήκουστο βουητό, σα να ξεριζώνονταν ο Πίντος για ν' αναποδογυριστεί, σα να χαλούσε ακέριος ο Κόσμος, σα νάσπαζαν τα ουράνια κι έπεφταν κομμάτια, σαν ν' αποδογυρίζονταν η γη! Πέρασε ο μεγάλος σύννεφας, που μας περικύκλωνε, σέρνοντας την σκοτεινιά από γύρα μας, και χίλιοι χιονόκτιστοι στύλοι, ψηλοί ως τα ουράνια, σηκώθηκαν από καταγής και προχωρούσαν χορεύοντας και πηδώντας και ξεριζώνοντας τα πεύκα και τα έλατα και τες οξιές, πώβρισκαν στο διάβα τους, κι' ενώ έφευγαν κάτω προς την Άρτα και την θάλασσα, άλλοι ξεφύτρωναν στην θέση τους, λεγεώνες αναρίθμητοι χιονοπλασμένων στοιχειών, που γύρευαν να κάνουν κάμπο το μέγα βουνό. Η φυσική ένστικτη άμυνα της ζωής μας, μας οδήγησε να γονατίσομε μέσα στο χιόνι κι' έτσι γονατισμένοι και σφιχτοπιασμένοι ο ένας με τον άλλον, να μπορέσομε ν' αντισταθούμε στον τρομερόν Βορειά.
— Ε! κακοκαιρία του Διαόλου! (Ξεφώνησε μ' αγανάκτηση ο Καπετάνιος). Έχω εξήντα χρόνια Κλέφτης και δεν αντροπιάστηκα ποτέ σαν σήμερα! Και δέκα Πασιάδες αν με πολεμούσαν, πάλι θα μπορούσα να σηκώσω το κεφάλι μου και να τους τουφεκίσω! Αλλά δεν θα σ' άφήκω κι' εσένα αντουφέκιστη. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έβγαλε το ντουφέκι του κάτω από την κάπα του και ντουφέκισε, νομίζοντας ότι πολεμούσε την χιονοθύελλα!
- Βόηθα, καημένη Παλιά Παναγιά, πωρχόμεστε να σ΄ ευχαριστήσομε και να σε προσκυνήσομε! Είπε ένας σύντροφος κι' ένας άλλος του απάντησε ειρωνικά:
— Φαίνεται πως μετάνιωσε η Παναγιά, που μας γλύτωσε τότε και τώρα θέλει να μας αφανίσει!
— Λες κι' άκουσε η Παναγιά την επίκληση του συντρόφου μας κι' άρχισε λίγο-λίγο η χιονοθύελλα να ξεθυμαίνει. Σηκωθήκαμε σιγά-σιγά, και περπατώντας σκυφτά-σκυφτά, βρεθήκαμε σε λίγο στην εξώθυρα του Μαναστηριού. Χτυπούμε δυνατά τον σιδερένιον κρούστη της εξώθυρας κι' ένα καλογεράκι μας άνοιξε σε λίγο, κι' ενώ αυτό έκανε τον σταυρό του, πώβλεπε νάρχωνται στο Μαναστήρι τέτοιον καιρό, και με τέτοιο τρικυμειό, εμείς τραβήξαμε ίσια στην εκκλησιά που λειτουργούσε. Εκείνη τη στιγμή ψάλλονταν το χαρμόσυνο: «Χριστός γεννάται». Ιδόντας ο Γούμενος από τ' άγιο βήμα έκανε το σταυρό του, απορώντας πως μπορέσαμε να βγούμε με τέτοιον καιρόν.
Τελειώνοντας η λειτουργία μεταλάβαμε όλοι κι' ύστερα, παίρνοντας τ' αντίδωρο, πήγαμε στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, την προσκυνήσαμε και την ευχαριστήσαμε και της κρεμάσαμε την σακούλα με τες εκατό λίρες.
Βλέποντας ο Γούμενος αυτήν την δωρεά την αναπάντεχη, πέταξε από τη χαρά του και μας έμπασε όλους στο δοξάτο, όπου βασίλευε χοντροκούτσουρη και χοντροκάρβουνη φωτιά κι' έκανε το δοξάτο το καρδιοχείμωνο στην κορφή του Πίντου, απολαυστικό λουτρό.
— Να, το λοιπόν, Άγιε Γούμενε (του είπε ο Καπετάνος, μ' ευχαρίστηση και με περηφάνια) που δεν ερχόμαστε στες είκοσι του Αλωναριού μοναχά, αλλά και στες είκοσι πέντε τ' Αντριώς, τα Χριστούγεννα!
— Δεν ξέρετε, παιδιά μου, (είπε ο Γούμενος) τι στενοχώρια είχα τότε, ως που να βεβαιωθώ ότι γλυτώσατε! Θαύμα, παιδιά μου, θαύμα της Μεγαλόχαρης — προσκυνούμε τ' όνομα της! Αυτή τους τύφλωσε τους αναθεματισμένους κι' άφηκαν ανοιχτόν τον γκρεμό! Αυτή, αυτή — προσκυνούμε και διπλοτριπλοσκυνούμε την άγια και μεγάλη χάρη της. Και λέγοντας αυτά, σταυροκοπήθηκε μ' ευλάβεια.
Σε λίγο ο Γούμενος διάταξε να στρωθεί τραπέζι.
Έφεραν ένα κριάρι ως είκοσι οκάδες, ψημένο στην σούβλα, κουκουρέτσι, αυγά, τυριά, παλιό μαύρο κρασί καστανιώτικο, μήλα και κάστανα ψημένα.
Βλόγησε ο Γούμενος κι' αρχίσαμε να τρώμε, σαν λιμασμένοι, ύστερα από τες απαραίτητες ευκές: «Καλώς ορίσατε, καλώς σας βρήκαμε, χρόνια πολλά, καλό βόλι και στην Πόλη του χρόνου».
— Ό,τι έλαχε παιδιά μου (είπε ο Γούμενος). Αν ήξερα ότι θάρχοσταν, θάφερνα από την Καλαμπάκα κι άλλο κρέας κι' άλλα πράγματα... Αυτό το κριάρι το είχα μανάρι και το σφαξα χτες το βραδινό για το επίσημο της ημέρας. Μαναστήρι, χωρίς σφαχτάρι τέτοια μέρα, δεν είναι σωστό... Δεν μου μηνύσατε, βλογημένοι, να το ξέρω και νάχω ετοιμασία;
— Δεν πειράζει, άγιε Γούμενε! (απάντησε ο Καπετάνος). Εμείς δεν ήρθαμε για το φαγί από τρεις μέρες δρόμο μέσα στα χιόνια και στ' αγριοκαίρια, αλλά για να προσφέρωμε το χρέος μας στη Μεγαλόχαρη — προσκυνούμε τ' όνομα της!
Είχαμε αποφάγει και πίναμε το κρασί με μήλα και με κάστανα, όταν μπαίνει στο δοξάτο ένας φύλακας από την Καστανιά, σαν αστροπέλεκας και μας λέγει:
— Σε μια ώρα το πολύ φτάνει εδώ ο φρούραρχος του Μετσόβου με χίλιους στρατιώτες να πατήσει άπαχτα το Μαναστήρι, σήμερα τα Χριστούγεννα με την ιδέα ότι ξεχειμωνιάζει ο καπετάν Λεωνίδας, που δεν ακούγεται καθόλου από τον χινόπωρο, και μ' έστειλε ο Κυρ-Νάσιος να σας το πω!...
Τάχασε ο Γούμενος από τον φόβο του, αλλ' ο Αητόγιαννος του είπε:
— Άγιε Γούμενε! Μια φορά τους φύγαμε, σαν λαγοί και τώχω μάρα στην καρδιά μου, αλλά τώρα θα τους βαρέσω τους γουρνομύτες! Ας έρθουν όσοι θέλουν!
Στην στιγμή καταστρώσαμε το σχέδιο της μάχης.
Αποφασίσαμε να χαρακωθούμε μπροστά στο Μαναστήρι και να χτυπήσομε τους Τούρκους από μπροστά, αφού δεν θα μπορούσαν να μας κλείσουν απ' όλες τες μεριές, εξαιτίας των χιονιών και θ' ανέβαιναν από έναν δρόμο μοναχά.
Πραγματικώς, ύστερα από μια -μιάμιση ώρα οι Τούρκοι ανέβαιναν τον ανήφορο σ' έναν στίχο, ερχόμενοι ολωσδιόλου ανύποπτοι, γιατί τους είχαν βεβαιώσει στην Καστανιά, ότι το Μαναστήρι ήταν καθαρό από Κλέφτες. Αλλά μόλις ζύγωσαν σ' απόσταση είκοσι πέντε μέτρων τους αρχίσαμε στο ντουφεκίδι κι' όλο στο ψαχνό.
Οι Τούρκοι ανταριάστηκαν, άφηκαν καμιά εκατοστή σκοτωμένους στον τόπο, και γύρισαν ντροπιασμένοι, μη μπορώντας εξαιτίας των χιονιών να μας κλείσουν και να κοιμηθούν στο ύπαιθρο.
Ενώ, λοιπόν, οι Τούρκοι τσάκισαν να φύγουν ο Αητόγιαννος, μεθυσμένος από την νίκη, όρμησε μόνος του από πίσω τους, χωρίς να φωνάξει κανένα μας να τον ακολουθήσει. Τρέχαμε από κοντά του, του φωνάζαμε να σταθή αλλά πού να σταθή αυτός! Έτρεχε σαν το κυνηγημένο τ' αλάφι από κοντά τους, βρίζοντας τους. Θέλοντας και μη, τον ακολουθήσαμε κι' εμείς και φτάσαμε τους Τούρκους, κάτω στην λακκιά. Εκεί είχαν καλό μέρος αυτοί κι' αντιστάθηκαν. Αρχίσαμε καινούργια μάχη, μάχη σαν λυσσιάρηδες. Έπεφταν οι Τούρκοι σωρό, αλλ' έπεσαν σκοτωμένοι και τρεις δικοί μας: ο Σκοτίδας, ο Γιωργάνεμος κι ο Αστρίτης, παλικάρια ένα κι ένα, αθέρας της παλικαριάς! Και τέλος, έπεσε λαβωμένος κι' ο αντρειωμένος μας Καπετάνος, ο Αητόγιαννος!
Επειδή η ημέρα ήταν λιγοστή, οι Τούρκοι βιάζονταν ν' αποχωρήσουν για την Καστανιά, ως που είχαν καιρό. Τσάκισαν ακόμα μια φορά τον κατήφορο, κι' εμείς μην μπορώντας πλειο να τους κυνηγήσομε, εξαιτίας του λαβωμού του αρχηγού μας, φορτωθήκαμε τους τρεις σκοτωμένους μας και τον βαρηοπληγωμένον Καπετάνο μας, και βγήκαμε στο Μαναστήρι.
Ο Αητόγιαννος, ο τιμημένος μας αρχηγός, πούχε εξήντα χρόνια Κλέφτης και δώδεκα παλιές πληγές στο κορμί του, νοιώθοντας να του φεύγει η ζωή, μας φίλησε όλους, έναν κι' έναν, μας κέρασε το «ψυχικό» από δυο τρία φλωριά τον καθένα, ζήτησε να τον πάμε να φιλήσει και τους σκοτωμένους συντρόφους μας, που τους είχαμε βάλει μέσα στην εκκλησιά, κι' ύστερα μας έκανε νόημα να του δώσουμε τον ταμπουρά του κ' άρχισε να τον βαρή λυπητερά και ν' ακολουθάη και το λάλημα του με το υστερνό του τραγούδι. Σε λίγο έκοψε το τραγούδι και το λάλημα και μας είπε χαρούμενος, σα να μην έπασχε καθόλου:
— Ευχαριστώ την Παναγία, που καταδέχτηκε να με κρατήση για πάντα στο σπίτι της (εννοώντας ότι θα θάφτονταν στον περίβολο του Μαναστηριού). Πεθαίνω, παιδιά μου, ευχαριστημένος. Εξήντα χρόνια πολέμησα αδιάκοπα τους Τούρκους, κι' ήταν δίκιο να πεθάνω από τούρκικο βόλι. Καλύτερον θάνατον απ' αυτόν δεν περίμενα... Ότι έχω να μείνουν στο Μαναστήρι.
Το λιοντάρι είχε λάβει την μορφή του αρνιού!
— Φέρτε μου το ντουφέκι μου! Διάταξε.
Ένα παλικάρι του το πήγε αμέσως, δακρύζοντας. Παίρνοντας το, ο Καπετάνος μας στο χέρι του, το φίλησε σταυρωτά κι υστέρα του τόδωκε, λέγοντας του:
- Πάρ' το κι' έβγα έξω στην κρεβάτα κι' ως που ακούς τον ταμπουρά μου και το τραγούδι μου, στέκα κι' ακούρμαινέ με και την στιγμή, που πάψουν και τα δυο, βρόντα το να συντροφέψει την ψυχή μου ο βρόντος του, και φώναξε μ' όλην την δύναμη σου ν' ακούσει ο Πίντος κι' όλα τα βουνά:
- Απέθανε ο Αητόγιαννος!
Όλοι κλαίγαμε και μόνον αυτός κράταγε την καρδιά του την σιδερένια ασυγκίνητος.
- Έχω κι' άλλο ένα να σας πω και να σας παρακαλέσω. (Μας είπε). Να βοηθάτε τα καημένα τα μανναστήρια όσο μπορείτε! Χωρίς αυτά τα μαναστήρια δεν θα μπορούσε να ζήση η Κλεφτουριά που λευτέρωσε την Ελλάδα! Να κόβετε από τη χαψιά σας και να δίνετε στα μαναστήρια. Δεν έχω άλλο τίποτε να σας πω. Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας!
Ύστερα πήρε τον ταμπουρά κι' άρχισε το επιθανάτιο τραγούδι κι' ενώ έπαιζε τον ταμπουρά και τραγουδούσε, άξαφνα τώπεσε ο ταμπουράς από τα χέρια και του κόπηκε το τραγούδι.
Το παλικάρι, που περίμενε στην κρεβάτα του Μανασταριού με το ντουφέκι του Καπετάνου μας, πυροβόλησε και φώναξε μ' όλη τη δύναμη του προς τον Πίντο και τ' άλλα τα βουνά:
— Κλάψτε, καημένα βουνά! Απέθανε ο Αητόγιαννος!" 
Read More »
"Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών": Αληθινή συγκινητική ιστορία από το Χρ. Χρηστοβασίλη  "Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών": Αληθινή συγκινητική ιστορία από το Χρ. Χρηστοβασίλη Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

Χιονοπτώσεις και κακοκαιρία στην Ήπειρο

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
Χιονοπτώσεις και κακοκαιρία στην Ήπειρο


Συνεχίζονται οι χιονοπτώσεις σε ορεινές περιοχές της Ηπείρου, χωρίς όμως να έχουν δημιουργηθεί σοβαρά προβλήματα ενώ 14 μηχανήματα της Πολιτικής Προστασίας εργάζονται για τον αποχιονισμό. Οι οδηγοί που κινούνται προς τα ορεινά καλούνται να χρησιμοποιούν αντιολισθητικές αλυσίδες.
Στη Θεσπρωτία, η Πυροσβεστική χρειάστηκε να επέμβει προκειμένου να απομακρύνει δέντρα από το οδόστρωμα, λόγω σφοδρών ανέμων σε 11 περιπτώσεις σε διάφορες περιοχές.
Στην Πρέβεζα, λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων, αναβλήθηκαν οι προγραμματισμένες εκδηλώσεις στο Χριστουγεννιάτικο Χωριό της Χαράς. Η θεατρική παράσταση και η Νύχτα των Ευχών μεταφέρονται στις 30 Δεκεμβρίου, ενώ η λαχειοφόρος αγορά θα γίνει στις 31 Δεκεμβρίου.
Παράλληλα, το Τοπικό Επιχειρησιακό Συντονιστικό Όργανο του Δήμου Πρέβεζας συνεδρίασε για την αντιμετώπιση κινδύνων από χιονοπτώσεις, παγετό και έντονες βροχοπτώσεις. Όλοι οι αρμόδιοι φορείς τόνισαν την ετοιμότητά τους, με ειδικό σχεδιασμό για τις ορεινές περιοχές και φροντίδα για ανήμπορους πολίτες.
Read More »
Χιονοπτώσεις και κακοκαιρία στην Ήπειρο Χιονοπτώσεις και κακοκαιρία στην Ήπειρο Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ: Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Αφήγημα του Αναστάσιου Βασιάδη

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024
ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ: Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Αφήγημα του Αναστάσιου Βασιάδη



Απόσπασμα από την έκδοση "ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΗ " των Α.Βασιάδη και Κ. Λώμη.
Το σκίτσο φιλοτέχνησε για τις ανάγκες της έκδοσης ο Μάριος Λώμης.

ΑΦΗΓΗΣΗ
Όταν πλησιάζουν Χριστούγεννα και τα κάλαντα πλημμυρίζουν τον αέρα , έρχεται επίκαιρα στη μνήμη, ο γέρος με τα κάλαντα.
Ήταν μια μορφή μοναχική που εμφανιζόταν, μεταπολεμικά και μέχρι την δεκαετία του ’60 στην Ηγουμενίτσα, μόνο τις ημέρες των Εορτών και γύρναγε στα σπίτια για να ψάλλει τα κάλαντα.
Ερχόταν, όχι την παραμονή όπως όλοι οι άλλοι, αλλά ανήμερα την γιορτή.
Με αυτή την κουτοπόνηρη πρωτοτυπία του εξασφάλιζε την αποκλειστικότητα της ημέρας και έτσι, μεγαλύτερο ρεγάλο.
Η μορφή του θύμιζε έντονα βοσκό της Βηθλεέμ Την Νύχτα Της Γέννησης, από τις γνωστές απεικονίσεις.
Στο κεφάλι φόραγε ένα μαντήλι λερό που σκέπαζε μέρος από τα μακριά κάτασπρα μαλλιά του.
Μια τρίχινη κάπα κάλυπτε μέχρι τα γόνατα το κορμί του και αντί για παντελόνι, μια μακριά βράκα σκεπάζονταν μέχρι τα γόνατα από χοντρές κάλτσες.

Στα πόδια φόραγε σαντάλια με δερμάτινα κορδόνια που ήταν γερά τυλιγμένα στις κνήμες του.
Η όλη αμφίεση συμπληρώνονταν με μια μακριά γκλίτσα που στήριζε το γερασμένο κορμί του.
Το πρόσωπο ωραίο με μακριά άσπρα μουστάκια και γένια είχε μονίμως μια χαρακτηριστική έκφραση αγαθότητας και βλακείας μαζί.
Για την τυπική έγκριση ρώταγε στα σπίτια που επισκεπτόταν:
- Να τα πώ ;
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, με την απόκοσμη γλυκύτητα που ανέδιδε το πρόσωπό του και την τρεμουλιαστή του φωνή άρχιζε να ψάλλει.
Τα κάλαντα που έψαλε δεν είχαν καμιά σχέση με τις γνωστές μελωδίες.
Ήταν καθαρά, σατυρικά τραγούδια με αυτοσχέδιους σκοπούς και στίχους.
Χαρακτηριστικοί στίχοι από τα πρωτότυπα κάλαντα που ο Γέρος έψαλε ανήμερα τα Θεοφάνεια ήταν τα εξής:
Σήμερα τα Φώτα
καρκαλιέται η κότα,
πίσω από την πόρτα!
Της μιλάει ο πέτος,
δεν απολογιέται!
Της ρίχνει ένα λιθάρι
την παίρνει στο ποδάρι...
Ωϊ , ώϊ το πόδι μου
και το καλαπόδι μου..!

Κάπου πριν το 1970 σταμάτησε να εμφανίζεται ο Γέρος με τα κάλαντα, στην Ηγουμενίτσα.
Άλλη μια χαρακτηριστική φιγούρα, πέρασε στη μνήμη των παιδικών χρόνων, της Ηγουμενίτσας του χθες.
Read More »
ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ: Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Αφήγημα του Αναστάσιου Βασιάδη ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ: Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Αφήγημα του Αναστάσιου Βασιάδη Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

Τα ξεχασμένα παλαιά έθιμα των Χριστουέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Θεσπρωτία...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024

 Τα ξεχασμένα παλαιά έθιμα των Χριστουέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Θεσπρωτία... 






Τα παλαιά έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς σβήνουν σιγά-σιγά. 
Η κοινωνία κινείται σε άλλους ρυθμούς. 
Γι' αυτό καταγράφουμε κάποια απ' αυτά, που τα τηρούσαν οι Θεσπρωτοί και μέσα από τα οποία φαίνεται ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, που καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή εποχή. 
Αν τότε ήταν χειρότερα ή καλύτερα, αφορά άλλο θέμα, που μπορεί κανείς να το αξιολογήσει. 
Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά (κουραμπιέδες, μπακλαβά κ.ά.). 

Προ των Χριστουγέννων γίνονταν και το σφάξιμο των γουρουνιών. οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι. 
Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. 
Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. 
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. 
Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο. (Εκτός πια και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα.) 

Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια. 

Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά". 

Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. 
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. 
Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να το σφάξουν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει με μισοκομμένο λαιμό. 
Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια. 
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. 
Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. 

Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια. 
Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. 
Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. 
Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. 
 Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια). Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. 
Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του.

Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. 
Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες». 
Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη. 
Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. 
Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. 
Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα.

Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». 
Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι. 
Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. 
Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.

Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. 
Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. 
Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.

Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έφτιαχναν τις «κλούρες». 
Την πρώτη «κλούρα» την έφτιαχναν για το Χριστό και την έβαζαν στο καντήλι του σπιτιού. Στις 22 Δεκεμβρίου, προπαραμονή των Χριστουγέννων σ'όλα τα χωριά, όλοι οι κάτοικοι, σ'όλα τα σπίτια, φτιάχνανε τηγανίτες σε καμένη πλάκα στη φωτιά, που συμβόλιζε τα σπάργανα του Χριστού. 

To πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά κατά ομάδες, (και ήταν πολλά τότε), αφού χτυπούσαν πρώτα την καμπάνα της εκκλησίας, ξεκινούσαν για να πουν τα «κάλαντατα» στα σπίτια του χωριού. 

Στον ώμο τους είχα κρεμασμένο τον «τρουβά» για να βάλουν μέσα τις «κλούρες» (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), τα κάστανα, τα καρύδια και τα αμύγδαλα που θα τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές. 

Την ημέρα των Χριστουγέννων κανένας δε λείπει από την εκκλησία που είναι ολόφωτη από τα κεριά και τις λαμπάδες μέσα στη νύχτα. 
Μετά τη λειτουργία, χαιρετά ο ένας τον άλλον και εύχεται «χρόνια πολλά». 

Στη Θεσπρωτία είχαν μια ωραία συνήθεια που τη βασίζανε σε μια παλιά παράδοση. 
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. 
Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. 
Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.

Έτσι, λοιπόν, όποιος πήγαινε στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούσαν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό, που έκαιγε, τρίζοντας. 
Κι όταν τα φύλλα τα ξερά έπιαναν φωτιά κι πετούσαν σπίθες, εύχονταν οι άνθρωποι: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»

Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. 
Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει. 

Μετά τα Χριστούγεννα, στα 12μερα, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μην τους βρει η νύχτα έξω από το σπίτι, φοβούμενοι τους καλικάτζαρους. 
Τα 12μερα ούτε αλλάζανε, ούτε λουζόντουσαν για να φύγουν τα ξόρκια.

Για την Πρωτοχρονιά οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. 

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη "βασιλόπιτα". 

«Ανοίγουνε φύλλο» και με έξι τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Και φυσικά έβαζαν μέσα το «φλουρί».

Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο. 

Το μεσημέρι μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι. 
Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά από τις τρεις στροφές.

Του Αγίου Βασιλιού, την Πρωτοχρονιά, φτιάχνανε κουλούρες με τρύπα στη μέση και το πρωί τις κρεμούσαν στα κέρατα του ζώου και αν έπεφτε ορθή κάτω θα γεννιότανε αγόρι, αν έπεφτε ανάποδα θα γεννιότανε κορίτσι . 

Την ίδια μέρα κόβανε μια φούντα από ένα πουρνάρι και το βάζανε στη φωτιά και λέγανε ευχές (αρνιά κατσίκια θηλυκά και μοσχάρια παιδιά αρσενικά). 




Read More »
Τα ξεχασμένα παλαιά έθιμα των Χριστουέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Θεσπρωτία...  Τα ξεχασμένα παλαιά έθιμα των Χριστουέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Θεσπρωτία... Reviewed by thespro.gr on Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2024 Rating: 5

Σελίδες

Από το Blogger.