ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ κ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ. Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ «Μείναμε Εμείς…» - Του Ηλία Βεζδρεβάνη
thespro.gr
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2016
Γράφει ο κ. ΗΛΙΑΣ Κ. ΒΕΖΔΡΕΒΑΝΗΣ, τ. Βουλευτής
Παρ’ ότι ο Συγγραφέας είναι υιός του αειμνήστου φίλου μου ΛΕΩΝΙΔΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και ανιψιός των – επίσης αειμνήστων – φίλων μου ΜΗΤΡΟΥ και ΒΑΓΓΕΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ δεν έτυχε να έχω κάποια ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Η μοναδική «επαφή» με τον κ. ΣΩΤΗΡΙΟ Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του με τον τίτλο: «Μείναμε εμείς…».
Πρόκειται για ένα καλαίσθητο βιβλίο 175 σελίδων με συμβολικό εξώφυλλο, που φιλοτέχνησε ο ίδιος και σύντομη παρουσίαση, στο οπισθόφυλλο, από τον Καστριώτη Μουσικοδιδάσκαλο κ. ΓΡΗΓΟΡΗ ΠΕΙΛΙΔΗ.
Ο Συγγραφέας χαρακτηρίζει το είδος της λογοτεχνικής του δημιουργίας ως Μυθιστόρημα και διαλέγει από τα πέντε είδη (Ιστορικό, θρησκευτικό, Φιλοσοφικό, Ερωτικό, Ψυχολογικό) το πρώτο. Ιστορικό Μυθιστόρημα το θέλει, παρ’ ότι πλησιάζει και προς το Ιστορικό αφήγημα.
Δύο είναι οι κυρίαρχες απόψεις, που χαρακτηρίζουν ένα λογοτεχνικό κείμενο ως Μυθιστόρημα.
Πρώτη άποψη: Μυθιστόρημα είναι είδος πεζού λόγου, που έχει δημιουργηθεί στο σύνολό του από την φαντασία του συγγραφέα, στο οποίο οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν σε προκαθορισμένη διάταξη, που ορίζει ο Δημιουργός του.
Δεύτερη άποψη: Μυθιστόρημα είναι το Σύγγραμμα, το οποίο εκτυλίσσει σταδιακά ο συγγραφέας και η πλοκή είναι συνήθως υποθετική με κάποια πραγματικά στοιχεία μέσα της.
Όλα τα στοιχεία, που απαιτούν, οι δύο αναφερθείσες απόψεις περί Μυθιστορήματος δηλώνουν έντονα την παρουσία τους στις σελίδες του βιβλίου του κ. Σ.Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
Δηλαδή το Μυθιστόρημα δημιουργήθηκε από τον κ. Σ.Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ με την «φαντασία» και κάποια «πραγματικά» στοιχεία, όπως απαιτεί ο ορισμός του Μυθιστορήματος.
Ο Συγγραφέας καλύπτει και το «τυπικόν». Ένα Μυθιστόρημα δεν μπορεί αν έχει λιγότερες από 50.000 λέξεις. Το «Μείναμε εμείς…» ξεπερνάει τις 59.500 λέξεις.
Από την ανάγνωση του βιβλίου βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Συγγραφέας υπήρξε κατά την νεανική ηλικία «πολύ καλός ακροατής». Ακούει προσεκτικά ιστορίες από τον πατέρα του και τον παππού του και μέσω αυτών προσπαθεί να ακούσει ιστορίες από παππούδες των παππούδων όλων των συγχωριανών του. Έτσι τα «ακούσματα» φθάνουν πολύ μακριά. Φθάνουν μέχρι το 1780-1790. Τόσο μπόρεσαν να κρατηθούν οι μνήμες από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.
Στην δικαιολογημένη ερώτηση του νεαρού Σ.Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ προς τον παππού του «εάν έχει ιστορία το χωριό τους και γιατί κανένας δεν την έγραψε» η απάντηση είναι ξεκάθαρη: «Δεν ξέρανε γράμματα και ούτε και εμείς ξέρουμε. Ποιος να την γράψει;»
Η απάντηση του παππού σφηνώθηκε στον νου και την καρδιά του νεαρού – τότε – εγγονού και του δημιούργησε «υποχρεώσεις», που έρχεται τώρα – ώριμος άνδρας – να τις εκπληρώσει με το «Μείναμε εμείς…».
Γνωρίζει ο Συγγραφέας ότι για να γραφτεί η ιστορία απαιτούνται στοιχεία, γραπτές πηγές, μνημεία, ευρήματα, βιβλία, που είχαν κάποιες αναφορές στο χωριό του, όπως και τα τοπωνύμια, που επί αιώνες όμοια ή ελαφρά παραποιημένα προσδιορίζουν συγκεκριμένα σημεία μέχρι και τα ονόματα κάποιων οικογενειών του χωριού του. Δεν παρέλειψε να χρησιμοποιήσει ο,τιδήποτε ήταν χρήσιμο για το έργο του.
Πιθανολογούμε ότι χρειάσθηκε πολύχρονη προσπάθεια για την ολοκλήρωση αυτού του Μυθιστορήματος. Για μας Ιστορήματος! Κυρίως θα απαιτήθηκε αρκετός χρόνος για την έρευνα, αναζήτηση και αξιολόγηση στοιχείων και αναφορών.
Την καθιερωμένη τακτική των Μυθιστοριογράφων ακολουθεί ο κ. Σ.Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και χωρίζει το έργο του σε Κεφάλαια και υποκεφάλαια.
Με όλες τις προσπάθειες, που αναφέρθηκαν, ο Συγγραφέας καταφέρνει να φθάσει στο 1780-1790 και να δώσει με ενάργεια την εικόνα του, τότε, χωριού του. Του χωριού του που το θέλει Χρυσοβίτσα και όχι όπως το ονόμασαν, στο πέρασμά τους, οι Σλαύοι σε Κουσοβίτσα, που τελικά πήρε το σημερινό όνομά του Αγία Μαρίνα.
Με πινελιές φθασμένου ζωγράφου περιγράφει το χωριό και την γύρω περιοχή και διακριτά παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές του έργου του, που είναι από την μια πλευρά ο εκλεγμένος αιρετός, ο προεστός, Έλληνας Χριστιανός και από την άλλη πλευρά ο ευνοούμενος της Τουρκικής εξουσίας Μουσουλμανοτσάμης Αγάς. Ο Έλληνας Νάνο και ο Μουσολμανοτσάμης Σκούμπο. Αυτούς τους δύο «αξιωματούχους» ο Συγγραφέας τους θέλει αδελφοποιτούς, «Βλάμηδες», που ορκίσθηκαν με αίμα, στον Θεό τους καθ’ ένας, να αγαπιούνται σαν αδέλφια.
Αυτοί οι δύο «αξιωματούχοι» μιλούν από δύο γλώσσες ο καθένας. Ελληνικά και Αρβανίτικα (όχι Αλβανικά) ο Νάνο, Αρβανίτικα και «μιξοβάρβαρα» Ελληνικά ο Σκούμπο. Αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους. Ως τόσο οι «δύσκολοι» καιροί απαιτούν φρόνηση για τον Κουσοβιτσιώτη προεστό, που με περίσσεια υπομονή αναγκάζεται να δεχθεί τα «τερτίπια» του εκπροσώπου του «Ντοβλετιού».
Ακόμη και την κοινή Αρβανίτικη γλώσσα, που ομιλούν, διαφορετικά θέλουν την προέλευσή τους. Γλώσσα, που προέρχεται από την Αλβανία και τους Αλβανούς τη θέλει ο Μουσουλμανοτσάμης Σκούμπο. Διαφορετική άποψη έχει ο Ρωμιός Νάνο και έχει την ιστορική αλήθεια μαζί του. Η Αρβανίτικη γλώσσα έχει αφετηρία το Άρβανον της Νέας Ηπείρου, όπως αναφέρεται αυτό στην «Αλεξιάδα» της ΑΝΝΑΣ ΚΟΜΝΗΝΗΣ (1083-1153 μ.Χ.) και που οι κάτοικοί του προερχόταν από τα εγκλωβισθέντα στα Άρβανα όρη απομεινάρια των Δωριέων. Από τους Δωριείς, κατά μια άποψη, και η Αρβανίτικη λέξη περντία = για τον Θεό, τον Δία!
Και ακόμη η Αρβανίτικη γλώσσα, είναι η γλώσσα των μαχητών του Τουρκομάχου ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗ ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗ, που διασκορπίσθηκαν στην Ελληνική Χερσόνησο μετά τον θάνατό του (1468). Αυτού του ΕΛΛΗΝΑ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ, υιού του ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗ, Τοπάρχη της Κρόιας και εγγονού του ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗ, Ηγεμόνος της Καστοριάς και της Ημαθίας. Αυτού του «ΗΠΕΙΡΩΤΗ ΠΡΙΓΚΙΠΑ» (Epirotarum Pzincipis) όπως τον αναφέρει ο συγχρονός του Marino Barleti (1450-1513) και που ΗΠΕΙΡΩΤΗ της Νέας Ηπείρου τον ονομάζει ο Γάλλος Ιστορικός Paganel (1855). Αυτόν τον Σκεντέρμπεη (=Αλέξανδρος Ηγεμών) οι Αλβανοί τον θεωρούν Εθνικό τους Ήρωα και χρησιμοποιούν για Σημαία τους την Σημαία με τον Δικέφαλο Αετό, που χρησιμοποιούσε ο Γ. ΚΑΣΤΡΙΩΤΗΣ πολεμώντας τους Τούρκους, πιστός στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα (…Μια ακόμη πλαστογραφία της Ιστορίας από τους Αλβανούς!).
Αλλά, ας επανέλθουμε στο Μυθιστόρημα – Ιστορική Αφήγηση. Αυτοί οι «Βλάμηδες» μαζί με όλους τους Προεστούς της γύρω περιοχής συγκεντρώνονται για να συζητήσουν τα προβλήματα των ανθρώπων τους. Με την γνωστή δολιότητα των Μουσουλμανοτσάμηδων ο αγάς Σκούμπο παγιδεύει τον Προεστό Νάνο για δήθεν οφειλή αυτού ενός σημαντικού χρηματικού ποσού μπροστά στην αναφερθείσα συνέλευση. Και όταν στέλνει τους αρματωμένους υποτακτικούς του να εισπράξουν το ανύπαρκτο χρέος ο Ρωμιός Νάνο τους «εξαποστέλλει» με τον χειρότερο τρόπο στο αφεντικό τους, τον δόλιο Σκούμπο.
Η «αφορμή», που σατανικά, είχε σχεδιασθεί δόθηκε. Ο πόλεμος άρχισε με τον αφανισμό του μικρού στρατού του Αγά Σκούμπο από τους αμυνομένους Κουσοβιτσιώτες. Η συνέχεια περιγράφεται με ενάργεια και είναι τραγική. Ο ταπεινωμένος Αγάς κινητοποιεί όλους τους «δικούς» του στην περιοχή και όλο το Ντοβλέτι και δεν αφήνει σε «χλωρό κλαδί» τους χωριανούς του «Βλάμη» Νάνο, που συνεχίζουν να αμύνονται με καρτερία, ηρωισμό και «αποτελεσματικότητα» συντρίβοντας τα Μουσουλμανοτσάμικά λεφούσια.
Αυτός ο κλεφτοπόλεμος συνεχίζεται αρκετά χρόνια, ώσπου οι Κουσοβιτσιώτες συνειδητοποίησαν ότι «δεν πάει άλλο» και με πόνο ψυχής παίρνουν την μεγάλη και δύσκολη απόφαση. Θα φύγουν! Σχεδιάζεται η στρατηγική της φυγής. Άλλοι θα φύγουν για την Κορύτιανη και την Δράγανη. Άλλοι θα φύγουν από Λαδοχώρι και Πλαταριά για Κέρκυρα και Παξούς, ή όπου αλλού! Θα φύγουν μακριά από την πατρογονική γη, που τώρα δεν τους κρατάει. Τα «πολεμικά» τεχνάσματα διευκολύνουν την ασφαλή φυγή. Μένουν ακόμη ελάχιστες οικογένειες μέχρι να διαπιστωθεί ότι οι πρώτοι, που έφυγαν διασώθηκαν, τότε θα φύγουν και αυτοί.
Και όταν θα φύγουν και οι τελευταίοι Κουσοβιτσιώτες οι Μουσουλμανοτσάμηδες του Σκούμπο θα καταλάβουν την ανυπεράσπιστη Κουσοβίτσα και θα την παραδώσουν στην λεηλασία, στην φωτιά, στον αφανισμό.
Τον μικρό αριθμό των τελευταίων, που εγκατέλειψαν την Κουσοβίτσα ο Συγγραφέας τους θέλει να μην απομακρύνονται από την ευρύτερη περιοχή. Για κάποια χρόνια θα ζήσουν στα γύρω χωριά κάνοντας οποιαδήποτε εργασία για να επιβιώσουν, ώσπου παίρνουν την απόφαση να ξαναγυρίσουν. Η θέα του χωριού είναι απογοητευτική. Χαλάσματα και ερείπια παντού. Σπαράζουν οι καρδιές.
Η φαντασία του Συγγραφέα περιορίζεται, σ’ αυτούς που γύρισαν. Δεν αναζητά τους άλλους, που έφυγαν και χάθηκαν τα ίχνη τους. Γιατί; Πιστεύει ότι είναι μάταιο; Άγνωστο. Κάπου όμως αναφέρει ένα απόγονο των πρώτων ξεκληρισμένων, που ήλθε στο χωριό με το όνομα «Ματσάγγος». Αλλά όχι κάτι άλλο! Δεν θέλει μυθοπλασίες, που είναι εύκολες σε κάθε Μυθιστοριογράφο. Το Μυθ-ιστόρημα του ο κ. Σ.Λ. Δημητρίου θέλει να το στηρίξει στο δεύτερο και όχι στο πρώτο συνθετικό του.
Ο Συγγραφέας «βλέπει» τους «επαναπατρισθέντες» Κουσοβιτσιώτες να επιλέγουν χώρο για να κτίσουν το καινούργιο χωριό, λίγο παρά πέρα από το παλιό. Δηλαδή στον «χώρο» που «διαφεντεύεται» από τον Αγά του Γραικοχωρίου και όχι από τον Αγά Σκούμπο, αφού έτσι ορίσθηκαν τα σύνορα των αγάδων κατά την «μοιρασιά» της εγκαταλειφθείσας Κουσοβιτσιώτικης Γης. Εκεί θα αναστήσουν το χωριό τους. Εκεί θα ζήσουν τα υπόλοιπα χρόνια της σκλαβιάς έχοντας πάντοτε τον νου τους στον εχθρό, που δεν εννοεί να τους αφήσει να ηρεμήσουν.
Και όλα αυτά μέχρι την άγια ημέρα της Λευτεριάς, που θα φέρει ο Ελληνικός Στρατός το 1913 και ο τόπος θα γίνει ξανά «ελλενικός».
Τότε, όπως όλοι οι Έλληνες Χριστιανοί της Θεσπρωτίας, έτσι και οι Κουσοβιτσιώτες, δέχθηκαν την «ΔΗΛΩΣΗ» των χθεσινών τυράννων – τύπου Σκούμπο – ότι επιθυμούσαν να ζήσουν ως Έλληνες. Αλλά, μόλις βρήκαν «προστάτες» στην αρχή τους Ιταλούς (1940) και στην συνέχεια (1941) τους Γερμανούς, έδειξαν την βάρβαρη ψυχή τους, βυθίζοντας τον τόπο στην οδύνη, τον πόνο, τον χαλασμό.
Βασανισμοί, δολοφονίες, βιασμοί, αρπαγές, πυρπολήσεις και άλλες αθλιότητες κατά των Χριστιανών Ελλήνων, ήταν τα «έργα» της αχάριστης μειοψηφίας (27%) των Μουσουλμανοτσάμηδων.
«Αποτιμώντας» την εγκληματική τους δράση οι Μουσουλμανοτσάμηδες και γνωρίζοντας ότι κάποτε θα έλθει η νέμεση της Δικαιοσύνης έφυγαν ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΩΣ στην Αλβανία, ακολουθώντας τους υποχωρούντας προστάτες και συμμάχους τους Γερμανούς, από όπου τα «απομεινάρια» τους και κάποιοι απόγονοί τους βυσσοδομούν κατά του τόπου, που κατέστρεψαν και ομιλούν για το ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΤΣΑΜΙΚΟ.
Και εφ’ όσον μιλήσαμε για νέμεση της Δικαιοσύνης πλήθος είναι οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου Ιωαννίνων (Δικαστήριο Δοσίλογων) και ιδιαίτερα η υπ’ αριθμόν 340/1945 απόφαση με την οποία μίλησε η Δικαιοσύνη με πλήθος από θανατικές καταδίκες.
Ο Συγγραφέας κ. Σ.Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, χωρίς φανατισμούς, αλλά με λεπτότητα πνευματικού ανθρώπου, συμβουλεύει ευγενικά όλους όσοι ασχολούνται με το θέμα των Μουσουλμανοτσάμηδων, να έχουν σωστή ενημέρωση. Ας ακουσθεί η συνετή και ευγενική συμβουλή του. Ας μην κουβαλάμε νερό στον μύθο των εχθρών του τόπου μας.
Το τελευταίο κεφάλαιο του Μυθιστορήματος το αποτελούν πέντε σελίδες, που, ιδιαίτερα, μέσα από αυτές διαφαίνεται η εξαιρετική λογοτεχνική φλέβα του Συγγραφέα. Αξίζει να προσεχθούν ιδιαίτερα. Νοιώθει ο αναγνώστης μεγαλείο ορθοφροσύνης, σύνεσης και διδαχής.
Στο βιβλίο του ο κ. Σ.Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ συμπεριλαμβάνει και ορισμένες «γραβούρες», που είναι δικές του δημιουργίες και ακόμη σαν παράρτημα, παραθέτει χάρτη της περιοχής και τις κατασκευές για εξυπηρέτηση των αναγκών της ζωής, όπως: πηγάδια, αλώνια, ελαιοτριβεία, καμίνια της Κουσοβίτσας.
Το βιβλίο «Μείναμε εμείς…» του κ. Σωτηρίου Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, δικαιωματικά κερδίζει περίοπτη θέση στην τοπική μας βιβλιογραφία.
Τα ειλικρινή μας συγχαρητήρια.
ΗΛΙΑΣ Κ. ΒΕΖΔΡΕΒΑΝΗΣ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ κ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ. Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ «Μείναμε Εμείς…» - Του Ηλία Βεζδρεβάνη
Reviewed by thespro.gr
on
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2016
Rating: