Η ιστορία μιάς μεγάλης οικογένειας από την Πέστανη
thespro.gr
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2016
Από αριστερά προς δεξιά:
Όρθιες: Βασίλω Παππά - Αναστασίου, Όλγα Βασιλείου - Αναστασίου
Στα μπράτσα του καναπέ: Αφροδίτη Γκλαβά - Αναστασίου, Ουρανία Νικολάου - Αναστασίου
Στον καναπέ: Παρασκευή (Νάνα) Μίχου - Αναστασίου, Αλέξης Αναστασίου, Ευάγγελος Αναστασίου
Καθισμένες: Πανωραία Μαργέλη - Αναστασίου, Αμαλία Αναστασίου, Διαμάντω Παππά Αναστασίου
Στο κέντρο σε ζωγραφιά: Αθανάσιος Αναστασίου
Ο Αλέξης δεν έχει φύγει, είναι εδώ, στη γυναίκα τους, στα παιδιά του, στα εγγόνια του.
Είναι μαζί μας.
Σήμερα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε έλα Βασίλω, δεν θα κατέβεις κάτω;
Έχουμε πει να γράψουμε.
Το κατάλαβα, πήγα τον βρήκα στη βεράντα να περιμένει με μια κόλα χαρτί και μολύβι στα χέρια.
Έλα μου λέει κάτσε.
Εσύ θα μου τα λες και εγώ θα τα γράψω.
Ξέρεις Αλέξη, ότι ο πατέρας ήταν πολύ πλούσιος στο χωριό μας.
Είχε εννιά παιδιά, είχε ένα σπίτι, ένα δωμάτιο λίγο πιο μεγάλο από τούτα που φτιάχνουν τώρα.
Εκεί είχαμε το τζάκι, εκεί μαγείρευε η μάνα, εκεί τρώγαμε, εκεί κοιμόμασταν.
Μας έστρωνε η μάνα στρωματσάδα όλα μαζί.
Εγώ από τη μια άκρη και η μάνα από την άλλη.
Τι καλά που ήταν ο πατέρας, είχε ένα σιδερένιο κρεβάτι.
Ο πατέρας μας ήταν τσοπάνος, είχε κάπου 60 γίδια, πέντε έξι αγελάδες και τη φοράδα.
Το πιστεύεις Αλέξη, πως δεν την θυμάμαι αυτή;
Μας μεγάλωσε μαζί με τη μάνα.
Κάθε μέρα στην αγορά φορτωμένη με ξύλα αυτή, μπροστά ο πατέρας και πίσω η μάνα.
Με το πλέξιμο έπλεκε κάλτσες, ζακέτες για τον χειμώνα.
Όταν έφτανε στην αγορά έπαιρνε τη φοράδα από το καπίστρι και πήγαινε πόρτα πόρτα, τους ρώταγε αν θέλουν ξύλα.
Όταν τα πουλούσε έπαιρνε 20 δραχμές.
Με αυτά τα λεφτά πρώτα θα έπαιρνε τροφή για τη φοράδα, τσιγάρα για τον πατέρα και ότι περίσσευε, τη μια μέρα θα έπαιρνε ένα φύλο βακαλάο, την άλλη πετρέλαιο για να φέξουμε, την άλλη θα έφερνε καμιά οκα σαρδέλες.
Τις μαγείρευε η μάνα με πατάτες στο φούρνο, έβαζε κρεμμύδια, σκόρδο, ντομάτα και όταν έβγαζε το ταψί από το φούρνο μοσχοβολούσε.
Το έβαζε στο σουφρά και τρώγαμε όλοι μαζί.
Τι καλά που ήταν…
Ο πατέρας μας ήταν και αγρότης, είχε κάπου (100) ρίζες ελιές, είχε ένα χωράφι στο βουνό που το σπέρναμε στάρι, τη μπασαλάρα την θυμάσε Αλέξη;
Πως δεν θυμάμαι, εγώ πήγαινα με τα γίδια.
Μακάρι να πηγαίναμε μια μέρα, πόσο θα το ήθελα Αλέξη να φωνάξω του πατέρα και του Θανάση.
Είχαμε και ένα χωράφι στο χωριό, ποτιστικό.
Παίρναμε τις πατάτες, φασουλάκια, ντομάτες, κολοκυθάκια, αγγουράκια, βλήτα…
Ξέρεις Αλέξη ότι ο πατέρας ήταν και λίγο μυλωνάς, είχε έναν νερόμυλο στο Σαράτι μαζί με τον μπάρμπα Λούκα και τον Μπάρμπα Κοσμά.
Όταν πήραν το νερό και το φέρανε στην Ηγουμενίτσα έμεινε άχρηστο.
Θυμάμαι Αλέξη όταν είχε τη σειρά ο πατέρας περιμέναμε το βράδυ, θα έφερνε αλεύρι καλαμποκίσιο άσπρο, μας έκανε η μάνα τηγανίτες, καρκανάκια τα λέγαμε.
Όταν είχε τυρί έριχνε, όταν δεν είχε έβαζε λίγη αλμύρα.
Ήταν νόστιμα.
Θα μας κάνεις μια μέρα Βασίλω;;;
Θα πάρω ένα κιλό στη λαϊκή και θα μας κάνεις.
Έπαιρνε η μάνα ένα ταψί, το έβαζε στο σουφρά, έψενε και εμείς τρώγαμε.
Έλεγε ο πατέρας αν φάγατε και χορτάσατε σηκωθείτε τώρα να διαβάσετε.
Άλλοι διάβαζαν, άλλοι παίζανε, εμείς οι μεγάλες η μια θα κεντούσε, η άλλη θα έπλεκε.
Ο πατέρας χαιρόταν που μας έβλεπε όλα μαζί χαρούμενα.
Ποτέ δεν σκέφτηκε να δώσει ένα παιδί για υιοθεσία.
Ποτέ δεν σκέφτηκε να στείλει μια υπηρέτρια.
Έλεγε ο πατέρας στη μάνα τι δουλειά έχουν τα κορίτσια αύριο και απαντούσε η μάνα οι δύο θα πάνε για ξύλα να κάνουν το φόρτωμα της φοράδας, θα γυρίσουν στο μποστάνι να ποτίσουν, να μαζέψουν τίποτε για να μαγειρέψουμε για το μεσημέρι.
Η άλλη θα πλύνει τα ρούχα, είχαμε ένα μεγάλο καζάνι, το γεμίζαμε νερό, ρίχναμε στάχτη και ένα κλωνάρι δάφνη και σαπουνίζαμε τα ρούχα και μετά πηγαίναμε στη βρύση του χωριού μας και τα ξεπλέναμε.
Έτσι περνούσε ο καιρός.
Εγώ πήγα 17 χρονών.
Μου κάνανε προξενιό στον Σπύρο που ήταν 20 χρονών.
Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Παραμυθιά, έκανε και γραμματέας σε ένα χωριό της Παραμυθιάς και στο Μούρτο.
Μετά από 4 χρόνια παντρευτήκαμε.
Αμέσως ήρθε το πρώτο παιδί.
Ο Σπύρος έψαχνε για πιο καλή δουλειά και μπήκε στο δασαρχείο.
Ευχαριστημένος νοίκιασε ένα σπίτι, με πήρε και μένα με το παιδί.
Μετά από 2 χρόνια ήρθε και το δεύτερο παιδί.
Ο Σπύρος ήταν καλός σύζυγος, καλός πατέρας.
Η αδελφή μου η Ουρανία ήθελε να γίνει Κομμώτρια.
Την πήραμε εμείς, έμαθε την τέχνη και άνοιξε κομμωτήριο δικό της. ήταν πολύ όμορφη.
Έλεγαν η όμορφη κομμώτρια με το κότσο.
Γνωρίστηκε μ’ ένα παιδί από το χωρίο μας.
Αυτός δούλευε στην Νομαρχία.
Παντρεύτηκαν και άνοιξαν δικό τους σπίτι.
Έκαναν 3 παιδιά.
Ο Αλέξης τελείωσε το δημοτικό, ήθελε να πάει στο γυμνάσιο.
Ήταν καλός μαθητής.
Τον πήραμε μαζί μας και αυτόν.
Τον γράψαμε στο γυμνάσιο.
Όταν τελείωσε έδωσε στο Πανεπιστήμιο και πέρασε σε μια καλή σχολή στον Πειραιά.
Έκανε 2-3 χρόνια και το έκοψε γιατί δεν είχε ο πατέρας να του στείλει λεφτά.
Ήρθε πήγε φαντάρος όπου έγινε δόκιμος.
Εκείνη την περίοδο σκοτώθηκε ο αδελφός μας ο Θανάσης σε τροχαίο και ο Αλέξης έφυγε απ’ το στρατό γιατί έγινε προστάτης οικογενείας. Γύρισε στο χωριό, έκανε γραμματέας.
Έψαχνε όμως κάτι καλύτερο και το βρήκε.
Μπήκε στο ΙΚΑ, έγινε και διευθυντής.
Παντρεύτηκε με μια πολύ καλή κοπέλα.
Την αγκαλιάσαμε όλοι.
Η πόρτα της ήταν πάντα ανοιχτή για όλους.
Πήρε ένα δάνειο, έφτιαξε ένα μεγάλο ωραίο σπίτι, άνοιξε το σταθμό Ράδιο Ηγουμενίτσα.
Έκανε σπίτια για τα παιδιά.
Βγάζει δύο εφημερίδες την ΤΙΤΑΝΗ και την ΤΟΛΜΗ.
Η αδελφή μας η Όλγα παντρεύτηκε με ένα παιδί από το χωριό μας και φύγανε για τη Γερμανία.
Ο αδελφός μας ο Θανάσης ήθελε να πάει και αυτός στη Γερμανία.
Όμως δεν είχε πατήσει τα 18.
Κάπως τα κατάφερε ο πατέρας και έφυγε.
Πήγε βρήκε την αδελφή μας την Όλγα.
Μετά από λίγο καιρό γύρισε στην Ελλάδα για να πάει φαντάρος. Ένα χρόνο έκανε γιατί ήταν προστάτης.
Μετά γύρισε πάλι στην Γερμανία.
Η αδελφή μας η Όλγα είχε γυρίσει στην Ελλάδα και ο Θανάσης ήταν μόνος του.
Μετά από λίγο διάστημα σκοτώθηκε από τροχαίο.
Ένα μεγάλο χτύπημα στην οικογένειά μας.
Οι γονείς μας κατέρρευσαν.
Ο πατέρας δεν πάτησε στα καφενεία ποτέ.
Δεν ξαναξυρίστηκε.
Η μάνα δεν έβγαλε τα μαύρα.
Πάντρεψε παιδιά, εγγόνια αλλά ποτέ δεν τα έβγαλε.
Στο χωριό μας ήταν μια σχολή που πήγαιναν τα κορίτσια που δεν είχαν δουλειά και έβγαζαν κόμπους.
Έφυγε η σχολή και έμειναν τα κορίτσια εκεί.
Δούλευε και η Διαμάντω εκεί.
Της κάναμε τα χαρτιά και διορίστηκε σε ένα χωριό στην Ευρυτανία.
Τις αδελφές μας, Πανωραία και Αμαλία, τις πήραμε εμείς και πήγαιναν στο Γυμνάσιο.
Η αδελφή μας η Αφροδίτη είναι δυναμική κοπέλα.
Πιο δυνατή απ’ όλες μας. Αποφάσισε να πάει στη Γερμανία.
Κάνει ένα γράμμα σε έναν ξάδελφό μας, της κάνει πρόσκληση και έφυγε για τη Γερμανία μόνη της.
Εκεί γνώρισε ένα παιδί από την Ελασσόνα, παντρεύτηκαν.
Ήρθε στην Ελλάδα, του άρεσε εδώ. Μας είχε δώσει από ένα οικόπεδο ο πατέρας που κάναμε όλοι σπίτια.
Η Διαμάντω γνώρισε ένα δάσκαλο από τα Γιάννενα. Παντρεύτηκαν και έζησαν στα Γιάννενα.
Το 1979 έγινε σεισμός στο χωριό μας.
Χάλασαν τα σπίτια, χάλασε και το δικό μας.
Νοικιάσαμε ένα σπίτι, ήρθαν και οι γονείς μας κάτω, μαζεύτηκαν και οι αδελφές μας Πανωραία και Αμαλία, και ο Αλέξης.
Η Πανωραία δούλευε στην Πρόνοια.
Έφυγε από εκεί και γνώρισε ένα παιδί από την Κύμη.
Ήταν λιμενικός εδώ.
Παντρεύτηκε και ζει στην Χαλκίδα.
Η Αμαλία γνώρισε έναν παιδί, πολιτικό μηχανικός, συζούσαν μαζί. Αυτός είχε ένα αγροτικό που το οδηγούσε η Αμαλία.
Ήταν πολύ όμορφη, την λέγανε η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά που οδηγάει ένα πράσινο αγροτικό.
Μια χρονιά που θα μας μείνει αξέχαστη, ήταν λαμπρή.
Είχαμε μαζευτεί όλοι σε μια μεγάλη αυλή, είχαμε στρώσει τραπέζια, τρώγαμε, χορεύαμε, τραγουδούσαμε.
Ο πατέρας με τη μάνα κάθονταν σε ένα τραπέζι και καμάρωναν.
Ο πατέρας έπαιζε το κομπολόι του και κάπου κάπου μας έφτυνε μη μας ματιάσει.
Σε λίγο καιρό ήρθε και το δεύτερο χτύπημα.
Χάσαμε την Ουρανία μας.
Την όμορφη κομμώτρια με τον κότσο.
Αφήνει τρία ανήλικα παιδιά.
Τα μεγάλωσε ο πατέρας τους, μονάχος του.
Ποδιά φορούσε να τα μεγαλώσει.
Μετά από πέντε έξι χρόνια, τρίτο χτύπημα.
Χάσαμε την Αμαλία μας, την κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά που οδηγούσε ένα αγροτικό πράσινο.
Αυτή σφράγισε το σπίτι της με μια μεγάλη σιδερένια πόρτα.
Πήγαινε η μάνα κρατιόταν στα κάγκελα και έκλαιγε έκλαιγε.
Όταν την άκουγα πήγαινα, την άφηνα να κλάψει όσο ήθελε.
Μετά την έπαιρνα, την πήγαινα στο σπίτι της.
Έλεγε ο πατέρας θα τρελαθείς… "να τρία μας πήρε ο Θεός, τρία μας τα έδωσε στον Αλέξη".
"Αχ μωρέ άντρα τούτα είναι του Αλέξη, αυτά ήταν δικά μου", του έλεγε και έβαζε την παλάμη της στο στήθος.
Εδώ τελειώνω.
Μάνα πατέρα, πόσο πολύ σας αγαπώ.
Είμαι περήφανη για σας που είμαι κόρη μας.
Θανάση, Ουρανία, Αμαλία σας αγαπώ πολύ.
Έλα Αλέξη να σε κάνω μια μεγάλη αγκαλιά και να σε φιλήσω, τον αγκάλιασα, τον φίλησα και έφυγα για το σπίτι.
Αχ πατέρα, πόσο φτωχός έφυγες…
Βασίλω Παππά - Αναστασίου
Η ιστορία μιάς μεγάλης οικογένειας από την Πέστανη
Reviewed by thespro.gr
on
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2016
Rating: