ΜΙΛΩ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
thespro.gr
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2015
ΜΙΛΩ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
Του Αλέξιου Τρουμπούκη
Η Πέστανη, το χωριό μας, βρίσκεται περίπου 10 χιλιόμετρα μακριά από την Ηγουμενίτσα. Το χτίσανε τότε εκεί οι προγόνοι μας σε αυτήν την άγρια, ανώμαλη, άγονη και σκεπασμένη από μεγάλα δένδρα περιοχή, για να προφυλαχτούν από τα βλέμματα του Τουρκικού Στρατού.
Στα μέσα του 16ου αιώνα κατάφεραν οι προγόνοι μας, να δαμάσουν αυτήν την άγρια φύση. Να εξοντώσουν τα δέντρα και της κοτρόνες και να γίνει γη, για να χτίσουν τα κάτασπρα δυόροφα σπιτάκια τους, το ένα δίπλα στο άλλο. Γι’ αυτά τα σπιτάκια παλέψανε και τα προστατέψανε. Πρώτον από τις άγριες καιρικές συνθήκες της φύσης, και δεύτερον από της αιμοβόρες επιδρομές των Τούρκων.
Σε αυτά τα σπιτάκια περάσανε αιώνες, γεννήθηκαν και πέθαναν πολλές γενιές. Εκεί τραγουδούσαν και χόρευαν σε γάμους και πανηγύρια. Και εκεί σε θανάτους και χωρισμούς κλαίγανε και μοιρολογούσαν.
Τα χρόνια τρέχανε σαν το νεράκι και οι Πεστανιώτες προχωρούσαν πάντα αγαπημένοι και μονιασμένοι. Φθάνουμε στα έτη 12-13 που απελευθερωθήκαμε. Τι κι αν ο τουρκικός στρατός έφυγε από την χώρα μας, καμιά διαφορά βελτίωσης στο χωριό μας.
Το 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της πατρίδος μας, και επιτέθηκε με εκατοντάδες χιλιάδες στρατό, με άρματα μάχης, με αεροπλάνα, που η Ελλάδα δεν τα είχε. Στα σύνορα όμως βρήκε τον φαντάρο μας με το Μάνιχερ στο χέρι. Όπου στον τομέα της Πίνδου, με Διοικητή τον Δαβάκη, σταμάτησε τους Ιταλούς επιτόπου.
Στο κέντρο φθάσανε μέχρι το Καλπάκι. Εκεί τους περίμενε ο ίδιος ο Μέραρχος Κατσιμήτρος, που τους έδωσε ένα γερό μάθημα, που δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Στον χώρο του Καλαμά βρισκόταν μόνο το 628 Τάγμα Φιλιατών με Διοικητή τον Ταγματάρχη Παπαγεωργίου. Το Τάγμα 5 μερόνυχτα έδωσε γενναίες μάχες. Εκεί που ο ταγματάρχης ήταν έτοιμος να δώσει εντολή για αντεπίθεση, μαθαίνει ότι οι Ιταλοί βρίσκονταν απέξω από την Ηγουμενίτσα.
Πώς έγινε αυτό. Οι Ισλαμιστές Μουσουλμανοτουρκαλβανοί που ζούσαν και αυτοί στην Τσαμουριά της Θεσπρωτίας, μαζί με τους χριστιανούς, που αυτοί μπρος και πίσω του 16ου είχαν προδώσει την πατρίδα τους και την Ορθοδοξία στην Τουρκοκρατία, και από χριστιανοί που ήταν έγιναν Ισλαμιστές με αντάλλαγμα γη, γρόσια και εξουσία. Αυτοί είχαν περάσει τους Ιταλούς από βατά μέρη του ποταμού που εκείνοι γνώριζαν.
Τότε ο Ταγματάρχης φοβούμενος μήπως περικυκλωθεί και τον πιάσουν αιχμάλωτο, άλλαξε την απόφαση και διέταξε την οπισθοχώρηση του Τάγματος. Το Τάγμα οπισθοχώρησε και πήρε τον δρόμο της Παραμυθιάς. Όπου το σούρουπο φθάνει στο χωριό μας. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού κατεβαίνουν στον κεντρικό δρόμο, φοβισμένοι και στενοχωρημένοι και να λένε στους στρατιώτες: «εσείς φεύγετε, εμάς που μας αφήνετε;» Η απάντηση ήταν αμέσως ότι «Εμείς θα γυρίσουμε προτού να έρθουν οι Ιταλοί.»
Οι Ιταλοί όμως ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο βουνό Μάρε της Πέστανης, με χιλιάδες Στρατό και να χτίζουν μεγάλα χαρακώματα.
Στις 13 του Νοέμβρη από τα χαράματα παρουσιάζεται στον λόφο του προφήτη Ηλία ο Ελληνικός Στρατός, που ήταν ο Ταγματάρχης Τζίμας με τα παλικάρια του. Οι Ιταλοί μόλις είδαν τους φαντάρους μας άρχισαν να τους βαράνε με τους όλμους τους, που οι Έλληνες δεν τα είχαν, με τα πολυβόλα τους, με το βαρύ πυροβολικό τους που έστελνε τις οβίδες του από τα βρέστα της Σαλίτσας και με βομβαρδισμούς από τα Αεροπλάνα τους.
Ο οπλισμός των φαντάρων μας ήταν το Μάνιχερ και 2 πολυβόλα σιτετιέν που ρίχνανε κατά των Ιταλών από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Τι είχε συμβεί όμως; Οι Νεαρές Γυναίκες της Πέστιανης, που οι άντρες τους υπηρετούσαν και αυτοί σε κάποια άλλη μάχιμη μονάδα του στρατού μας, ήρθαν σε επαφή με τους Αξιωματικούς του Τάγματος και τους ζήτησαν να τις επιτρέψουν να βοηθήσουν τους Στρατιώτες σε ότι μπορούν. Οι Αξιωματικοί συζήτησαν παρουσία του Διοικητή με την ομάδα των Γυναικών και κατέληξαν ότι οι στρατιώτες είχαν ανάγκη από τροφή και ρόφημα. Διότι τα μεταγωγικά δεν μπορούσαν να φθάσουν στους στρατιώτες από τα πυρά του εχθρού.
Οι νεαρές πήραν το μήνυμα και γυρίζουν στο χωριό και κάθονται και σημειώνουν τι μπορούν αυτές να φτιάξουν από αυτά που άκουσαν, όπου υπάρχει και το υλικό στο χωριό. Τροφή: Ψωμί καρβέλι σιταρένιο, τυρί φέτα και ελιές, πίτες που γίνονταν από αλεύρι ζυμωμένο με τυρί και αυγά. Για ρόφημα: τσάι και γάλα. Προσθέσανε ακόμη και τους ξηρούς καρπούς, σύκα, σπασμένα καρύδια και αμύγδαλα. Το υλικό αυτό το μαζέψανε στο χωριό, και σε σπίτια που δεν φθάνανε οι σφαίρες του εχθρού τα ετοιμάζανε και οι πιο δυνατές νέες τα μεταφέρανε την νύχτα περνώντας από ρέματα και μονοπάτια, στα μέρη που τους περιμένανε στρατιώτες, που τα παίρνανε και τα μοιράζανε στους συναδέλφους τους.
Μετά από τρεις μάχιμες ημέρες, έγινε η επίθεση. Οι χωριανοί το γνωρίζανε αυτό και από το βράδυ παρακολουθούσαν τι θα γίνει. Όπου τα μεσάνυχτα οι φαντάροι μας φθάνουν στην κορυφή του βουνού που συναντούν τους Ιταλούς. Τους προτείνουν την λόγχη και με ζωηρή και βαριά φωνή φωνάζουν δυνατά Αέρα τους Νικήσαμε.
Οι Πεστανιώτες μόλις είδαν και άκουσαν αυτά από τους φαντάρους μας, κατεβαίνουν όλοι μαζί, γέροι, νέοι, γυναίκες και άντρες στο Μεσοχώρι του χωριού και αρχίζουν και αυτοί να φωνάζουν δυνατά το Αέρα, τους Νικήσαμε.
Αυτές τις χαρούμενες φωνές, που βγήκαν από τα στόματα των φαντάρων μας και των πεστανιωτών, τα παίρνει ο αγέρας και τα περνά από βουνά και θάλασσες, κάμπους και ποτάμια, και τα μεταφέρει σε όλους τους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονταν, για να χαρούν και να φωνάξουν και αυτοί το Νικήσαμε. Την επόμενη μέρα το πρωί ο ανήσυχος και γενναίος Ταγματάρχης Τζίμας, δίνει τις οδηγίες του στους Αξιωματικούς πως θα κυνηγήσουν τον εχθρό. Ο ίδιος καβάλα σε μια άσπρη φοράδα και ακολουθούμενος από έναν Λόχο Στρατιώτες πήρε τον δρόμο της Νίκης, που περνούσε από το χωριό μας. Οι κάτοικοι τις Πέστανης είχαν κατεβεί όλοι στο δρόμο, άντρες, γυναίκες και παιδιά και περιμένανε τους φαντάρους μας για να τους ευχαριστήσουν, να τους χειροκροτήσουν και να τους καμαρώσουν. Όταν φθάσανε οι φαντάροι μας στους χωριανούς, αρχίσανε τα χειροκροτήματα, οι φωνές και τα τραγούδια. Το πιο επικρατέστερο ήταν το Ζήτω ο Γενναίος Ταγματάρχης Τζίμας και οι φαντάροι μας. Ο ταγματάρχης όπως ήταν καβάλα στο άλογό του, πήγε στις νεαρές γυναίκες που είχε γνωρίσει φορτωμένες με καλούδια για τους Στρατιώτες, εκεί στην πρώτη γραμμή της μάχης. Της χαιρέτησε στρατιωτικά και τους είπε: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτά που κάνατε για τους Στρατιώτες μας. Πιστεύω αυτό θα το αναγνωρίσει και η πατρίδα μας και θα σας τιμήσει. Για μένα είστε η Πεστανιώτισσα η Αδελφή του Στρατιώτη του σαράντα (40)». Και συνέχισε: «Θέλω μια χάρη ακόμα από εσάς. Μου λείπουν Στρατιώτες, να ψάξετε να τους βρείτε. Διότι εμείς δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε. Θα τους κυνηγήσουμε ως που να τους ρίξουμε στην θάλασσα». Τις χαιρέτησε πάλι Στρατιωτικά, τράβηξε τα γκέμια του αλόγου και πήρε τον δρόμο της λευτεριάς.
Οι Πεστανιώτυες βρήκανε σκοτωμένους Στρατιώτες, τον Ντάφο Γεώργιο από την Σενίτσα της Θεσπρωτίας και τον Μπαλάφα Δημήτριο από την Άρτα. Τους θάψανε στην Εκκλησία του Αι Θανάση. Προτού όμως την ταφή τους, περίλαβε η Πεστανιώτισα η αδελφή του Στρατιώτη. Η νεαρές φέρανε υλικό από τα προικιά τους και τους στολίσανε με λουλούδια και στεφάνια. Οι ηλικιωμένες πήραν τη θέση των μανάδων τους, που έλειπαν και δεν ήταν εκεί. Τους κλάψανε με δάκρυα και τους μοιρολογήσανε. Το τι είχε συμβεί, η μάνα τους δεν το γνώριζε.
Το 40 φεύγει και μπαίνουμε στο 41, όπου η Γερμανία προσβλήθηκε από την ήττα των συμμάχων τους Ιταλών και μας κήρυξε και αυτή τον πόλεμο. Όπου και μας νίκησε. Ασφαλώς τότε μπαίνουμε στην καταραμένη κατοχή.
Δεν αργούν οι εγκληματίες και βρώμικοι Ισλαμιστές που ζούσαν στην Τσαμουριά να παρουσιαστούν στους ΓερμανοΙταλούς και να τους ζητήσουν να γίνουν σύμμαχοι. Αυτοί το δέχτηκαν. Τους δώσανε οπλισμό να αρματωθούν και την Διοίκηση της Τσαμουριάς να μας Κυβερνήσουν. Μόλις πήραν την εξουσία της Τσαμουριάς στα χέρια τους, αρχίσανε να πάρουν την ακίνητη περιουσία από τους Χριστιανούς με το έτσι θέλω. Κάπου κάπου να σκοτώσουν και κανέναν χριστιανό. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο αυτοί αγριεύανε κατά των χριστιανών. Όπου αρχές του 42 στην Ηγουμενίτσα σκοτώνουν και τον Νομάρχη Θεσπρωτίας. Τα χωριά μας που βρίσκονται στο κέντρο της Τσαμουριάς, όπως η Καρτέρεζα, η Αβρενίτσα, η Πλαταριά, η Λεδέζα, το Γραικοχώρι, η Γράβα και η Κισοβίτσα, είχαν απογοητευθεί και βρίσκονταν υπό διάλυση.
Πολλούς χριστιανούς από τα αναφερόμενα χωριά τους κυνηγούσαν οι Μουσουλμάνοι ως κατηγορούμενους, όπου πολλοί από αυτούς ανεβήκανε στην Πέστανη να κρυφτούν. Οι Πεστανιώτες αψηφώντας τον κίνδυνο για τον εαυτό τους, όχι μόνο τους κρύβανε, αλλά στην συνέχεια τους φυγαδεύανε και πηγαίνανε στην ελεύθερη Ελλάδα.
Την ίδια εποχή μάθανε, οι Πεστανιώτες, ότι στην περιοχή Παλιαρέζα, που ήταν ενδοιάμεσα από τρία Μουσουλμανικά χωριά, τη Σαλίτσα, την Δρεμίτσα και την Δράμιση, βρίσκονταν 2 χριστιανοί σκοτωμένοι. Ήταν δύο παλικάρια από την Πυρσόγιανη Κονίτσης, ο Τηλέμαχος και ο Θύμιος Τσιρώνης. Πήγαν και τους πήραν και τους θάψανε στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Πέστανης. Δεν τους αφήσανε να φάνε τα κορμιά τους τα αγρίμια. Το ίδιο έγινε και με τους Γραικοχωρίτες τον Κώστα Λιάκο και τον Νίκο Αναστασίου, που πέσανε σε ενέδρα κακούργων Ισλαμιστών στη θέση Τρόμπα της περιοχής Πέστανης. Ο μεν Νίκος να σκοτωθεί και ο Κώστας να τραυματισθεί. Οι χωριανοί μόλις ακούσανε τις τουφεκιές τρέξανε αμέσως και βρίσκουν στο πλάι τον Κώστα, αναίσθητο, στο αίμα βουτηγμένος. Τον πήραν στα γρήγορα, τον έφεραν στο χωριό, του έκανα τις πρώτες βοήθειες και τον σώσανε. Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματά του. Ενώ τον Νίκο, τον πήγαν στο Γραικοχώρι και τον θάψανε.
Είναι αλήθεια που καθόλου κατά την διάρκεια της κατοχής δεν μπήκαν στα σοκάκια της Πέστανης αρματωμένοι Μουσουλμάνοι. Την δύναμη αυτή την είχα πετύχει οι Πεστανιώτες που ήταν πάντα αγαπημένοι και μονιασμένοι αναμεταξύ τους. Τώρα και από τους Πεστανιώτες οι Μουσουλμάνοι αρπάξανε την ακίνητη περιουσία όπως και όλα τους τα ζωντανά αλλά και κατοίκους σκοτώσανε, όπως στα άλλα χωριά.
Τώρα θα πω και θα γράψω δυο λόγια για την Ηρωΐδα Πεστανιώτισσα που τις μέρες των μαχών και της κατοχής, σήκωσε το ανάστημα και αγωνίστηκε, πάλεψε και αντιστάθηκε κατά των εχθρών της πατρίδος και κράτησε ψηλά την τιμή και την αξιοπρέπεια της οικογένειάς της, του χωριού της και της Πατρίδος.
Τα του πολέμου τα γράψαμε, θα συνεχίσουμε της κατοχής. Αφού ο άντρας της δεν μπορούσε να βγει από το χωριό για δουλειά, διότι οι Μουσουλμάνοι τον παρακολουθούν να τον εκτελέσουν, ανέλαβε αυτή και το πόστο του άντρα της. Την νύχτα έκανε την δουλειά της γυναίκας, το να πλύνει τα ρούχα, να καθαρίζει το σπίτι και να ψήνει ψωμί και φαί για να έχει την επόμενη μέρα η φαμίλια.
Η δουλειά της ημέρας ήταν να βοσκήσει τα λίγα μανάρα που της είχαν απομείνει για να έχει το γάλα και το τυρί. Να μπει στον κήπο να σκαλίσει και να ποτίσει για να έχει και τα λάχανα. Να μάσει τις ελιές που πρώτα ήταν δικιές της και τώρα του Αγά, να βγάλει το λάδι και να πάρει ο Αγάς πέντε οκάδες και αυτή μία. Όμως δεν άφησε την οικογένειά της να πεινάσει. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά για την Πεστανιώτισσα. Ήταν και ο πόνος! Δεν υπήρχε γυναίκα στην Πέστανη να μην ήταν στα μαύρα ντυμένη. Και νεαρές ακόμη είχαν τσεμπέρι στο κεφάλι, γιατί κάποιον δικό τους είχαν σκοτώσει. Ο πόλεμος με τους κατακτητές τελείωσε. Οι Γερμανοί φύγανε, αλλά εξαφανίστηκαν και οι χαλέδες Ισλαμιστές, φοβούμενοι τα αντίποινα από αυτά που είχανε κάνει εις βάρος των χριστιανών της Τσαμουριάς. Αλλά αφήσανε πίσω τους την πίκρα και τον πόνο, την φτώχια και την αρρώστια.
Τέλος ελεύθεροι πλέον μπαίνουμε στην δεκαετία του 50. δύσκολα τα πράγματα, η μόνη αλλαγή ήταν το όνομα του χωριού. Από Πέστανη ονομάστηκε Κρυόβρυση.
Την δεκαετία του 60 γίνεται η Ελληνογερμανική σύμβαση εργασίας. Πολλοί νέοι από το χωριό μας πήγαν για δουλειά στην Γερμανία.
Φθάνουμε στην τελευταία ημερομηνία ζωής της Πέστανης, που ήταν ο Νοέμβρης μήνας του 1979. Όπου ένας μικρός σεισμός, με επίκεντρο την Κρυόβρυση, τα θραύσματα του οποίου φθάσανε μέχρι την Κοινότητα Αγίας Μαρίνής και τον συνοικισμός της Ηγουμενίτσης Λάκκα, Αμπέλια και Δρεμίτσα.
Ο πρώτος που έφθασε στο χωριό ήταν ο καλός Νομάρχης μεταφέροντας ένα σωρό πράγματα. Τροχόσπιτα, σκηνές, κουβέρτες και τα μοίρασε σε εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη. Οι χωριανοί μόλις συνήλθαν από τον φόβο και τις περιπέτειες του σεισμού, ζήτησαν από τον Νομάρχη να μεταφερθεί το χωριό πιο κοντά στην Ηγουμενίτσα. Του εξήγησαν τους λόγους, ότι το χωριό είναι αποκομμένα από την Κοινωνία, είναι μακριά από την δουλειά και τα γράμματα, το πτυχίο που παίρνουν τα παιδιά μας όταν τελειώνουν το Δημοτικό σχολείο είναι μια κλίτσα. Με αυτήν παρουσιάζονται στην στάνη και αναλαμβάνουν τα ζωντανά της οικογένειάς τους.
Αυτά άκουσε με προσοχή ο Νομάρχης και απάντησε: «έχετε δίκιο, εγώ όμως δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι να κάνετε μια επιτροπή να πάτε στην Αθήνα και να παρουσιασθείτε στον Αξιότιμο κ. Πρωθυπουργό και να του πείτε αυτά που είπατε και σε μένα. Πιστεύω ότι θα γίνει αυτό που εσείς θέλετε».
Η επιτροπή έγινε αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Ιωάννου Φώτιο και τους χωριανούς Ιωάννου Ευάγγελος, Βασιλείου Θεολόγης και Τρουμπούκης Αλέξιος. Φθάνουν στην Αθήνα και κατευθύνονται προς τον Αξιότιμο κ. Πρωθυπουργό, ο οποίος έλειπε. Τους δέχτηκε όμως ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, ο Κωστής Στεφανόπουλος. Η επιτροπή του μολόγησε πρώτα τον φόβο και την περιπέτεια που δημιούργησε ο σεισμός στους κατοίκους του χωριού, την καλοσύνη και το ενδιαφέρον που έδειξε ο Νομάρχης για τους κατοίκους και αυτά που είχαν πει του Νομάρχη για την μεταφορά του χωριού.
Ο κύριος Αντιπρόεδρος τους άκουσε με προσοχή και στο τέλος τους είπε «Αγαπητοί μου να γυρίσετε αμέσως στο χωριό και μαζί με τον Νομάρχη να κοιτάτε τα προβλήματα των κατοίκων. Εγώ από την πλευρά μου θα δώσω εντολή να γίνουν οι διαδικασίες για την μεταφορά του χωριού σας και θα λάβετε πολύ γρήγορα την απόφαση της μεταφοράς».
Η έγκριση της μεταφοράς του χωριού έφθασε στη Νομαρχία και στο χωριό. Δεν γνωρίζω όμως εάν η Απόφαση της Αθήνας έγραφε μόνο μεταφορά Κυόβρυσης, ή έγραφε μεταφορά σεισμόπληκτων οικισμών της περιοχής. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο χώρος για την μεταφορά σεισμόπληκτων βρέθηκε. Και ο μεν Δήμος Ηγουμενίτσας και η Κοινότητα Αγίας Μαρίνας δεν δέχτηκαν για μεταφορά σεισμόπληκτων τους. Διότι ο Δήμος είπε ότι έχει οικόπεδα να αποκαταστήσει τους πληγέντες του και το έκανε. Το ίδιο και ο Πρόεδρος με το Συμβούλιο της Αγίας Μαρίνας. Πήραν απόφαση είπαν, να ρημοτομήσουν εντός του χωριού τους για την αποκατάσταση των δικών τους σεισμόπληκτων. Ακόμη μπορώ να πω ότι και ο Δήμος και η Κοινότητα της Αγίας Μαρίνας, δεν πλήρωσαν ούτε μια δεκάρα για την ρημοτόμηση του νέου οικισμού για την μεταφορά των σεισμόπληκτων.
Έμεινε για μεταφορά μόνο η Κυόβρυση που το είχε ανάγκη και το δικαιούταν. Όπου δέσμευσε αμέσως και τις οικονομίες της που είχε και αυτές που έπαιρνε από το Κράτος για συντήρηση έργων και πήγαιναν στο ταμείο για την αποπεράτωση του έργου ρημοτόμησης του καινούργιου οικισμού Κρυόβρυσης.
Με λίγα λόγια, η εργασίες αποπεράτωσης του έργου μπήκαν σε μια καλή σειρά και οι κάτοικοι της Κρυόβρυσης πιστέψανε ότι εντός ολίγου ρημοτόμηση των οικοπέδων θα τελειώσει και ο Νομάρχης και ο Πρόεδρος του χωριού θα τους καλέσουν να τους τα μοιράσουν, όπως γινόταν σε όλα τα χωριά της Ελλάδος και του κόσμου μετά τους σεισμούς.
Δυστυχώς όμως, φάνηκε ότι αυτός ο σχεδιασμός για την μοιρασιά των οικοπέδων μόνο στην Κοινότητα της Κρυόβρυσης δεν άρεσε στους κομματάρχες Λαϊκιστές και έπρεπε για εκείνους να βρεθεί ο τρόπος να αλλάξει ο κανόνας της διανομής των οικοπέδων, για να μπορούν και αυτοί να κάνουν τα ρουσφέτια τους.
Δεν άργησε να γίνει και αυτό. Το ΥΠΕΧΩΔΕ μεταφέρει το έργο ρημοτόμησης και διανομής στην Πρόνοια Ηγουμενίτσας. Η ενέργεια αυτή μου δίνει και εμένα του αγράμματου αλλά παθών δε, να πιστέψω ότι το θέμα έφυγε από τα χέρια της κρατικής δικαιοσύνης και πήγε στα χέρια των Λαϊκιστών συνδικαλιστών των κομμάτων για να κάνουν αυτοί ότι θέλουν.
Η Πρόνοια έπιασε δουλειά με περπάτημα χελώνας, ως προς την αποπεράτωση της ρημοτόμησης και της διανομής που τα δύο μαζί φθάσανε περίπου 15 χρόνια να τελειώσουν. Καθυστερούσε επίτηδες για να αγανακτήσουν οι Πεστανιώτες και να πάρουν τα παιδιά τους και να φύγουν από το χωριό για να μην σαπίσουν κάτω από το τσαντίρι στο λιοπύρι του καλοκαιριού και στους βοριάδες του χειμώνα.
Τέλος πάντων αργά ή γρήγορα ο καιρός πέρασε και φθάνουμε στις 21 Δεκεμβρίου 1987, που η Υφυπουργός Πρόνοιας πήρε την μεγάλη απόφαση, μνημονεύοντας καμιά δεκαριά πράξεις και αποφάσεις και καταλήγει
Αποφασίζουμε
Εγκρίνουμε την εφαρμογή στεγαστικού προγράμματος Λαϊκής κατοικίας.
Αυτή η απόφαση εκτέλεσε πισώπλατα την Κρυόβρυση, το χωριό μας και ανάγκασε τους Πεστανιώτες και την Πεστανιώτισσα να μεταναστεύσουν στην Αλλοδαπή.
Τελειώνω, στο επόμενο η συνέχεια.
Μετά από τρεις μάχιμες ημέρες, έγινε η επίθεση. Οι χωριανοί το γνωρίζανε αυτό και από το βράδυ παρακολουθούσαν τι θα γίνει. Όπου τα μεσάνυχτα οι φαντάροι μας φθάνουν στην κορυφή του βουνού που συναντούν τους Ιταλούς. Τους προτείνουν την λόγχη και με ζωηρή και βαριά φωνή φωνάζουν δυνατά Αέρα τους Νικήσαμε.
Οι Πεστανιώτες μόλις είδαν και άκουσαν αυτά από τους φαντάρους μας, κατεβαίνουν όλοι μαζί, γέροι, νέοι, γυναίκες και άντρες στο Μεσοχώρι του χωριού και αρχίζουν και αυτοί να φωνάζουν δυνατά το Αέρα, τους Νικήσαμε.
Αυτές τις χαρούμενες φωνές, που βγήκαν από τα στόματα των φαντάρων μας και των πεστανιωτών, τα παίρνει ο αγέρας και τα περνά από βουνά και θάλασσες, κάμπους και ποτάμια, και τα μεταφέρει σε όλους τους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονταν, για να χαρούν και να φωνάξουν και αυτοί το Νικήσαμε. Την επόμενη μέρα το πρωί ο ανήσυχος και γενναίος Ταγματάρχης Τζίμας, δίνει τις οδηγίες του στους Αξιωματικούς πως θα κυνηγήσουν τον εχθρό. Ο ίδιος καβάλα σε μια άσπρη φοράδα και ακολουθούμενος από έναν Λόχο Στρατιώτες πήρε τον δρόμο της Νίκης, που περνούσε από το χωριό μας. Οι κάτοικοι τις Πέστανης είχαν κατεβεί όλοι στο δρόμο, άντρες, γυναίκες και παιδιά και περιμένανε τους φαντάρους μας για να τους ευχαριστήσουν, να τους χειροκροτήσουν και να τους καμαρώσουν. Όταν φθάσανε οι φαντάροι μας στους χωριανούς, αρχίσανε τα χειροκροτήματα, οι φωνές και τα τραγούδια. Το πιο επικρατέστερο ήταν το Ζήτω ο Γενναίος Ταγματάρχης Τζίμας και οι φαντάροι μας. Ο ταγματάρχης όπως ήταν καβάλα στο άλογό του, πήγε στις νεαρές γυναίκες που είχε γνωρίσει φορτωμένες με καλούδια για τους Στρατιώτες, εκεί στην πρώτη γραμμή της μάχης. Της χαιρέτησε στρατιωτικά και τους είπε: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτά που κάνατε για τους Στρατιώτες μας. Πιστεύω αυτό θα το αναγνωρίσει και η πατρίδα μας και θα σας τιμήσει. Για μένα είστε η Πεστανιώτισσα η Αδελφή του Στρατιώτη του σαράντα (40)». Και συνέχισε: «Θέλω μια χάρη ακόμα από εσάς. Μου λείπουν Στρατιώτες, να ψάξετε να τους βρείτε. Διότι εμείς δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε. Θα τους κυνηγήσουμε ως που να τους ρίξουμε στην θάλασσα». Τις χαιρέτησε πάλι Στρατιωτικά, τράβηξε τα γκέμια του αλόγου και πήρε τον δρόμο της λευτεριάς.
Οι Πεστανιώτυες βρήκανε σκοτωμένους Στρατιώτες, τον Ντάφο Γεώργιο από την Σενίτσα της Θεσπρωτίας και τον Μπαλάφα Δημήτριο από την Άρτα. Τους θάψανε στην Εκκλησία του Αι Θανάση. Προτού όμως την ταφή τους, περίλαβε η Πεστανιώτισα η αδελφή του Στρατιώτη. Η νεαρές φέρανε υλικό από τα προικιά τους και τους στολίσανε με λουλούδια και στεφάνια. Οι ηλικιωμένες πήραν τη θέση των μανάδων τους, που έλειπαν και δεν ήταν εκεί. Τους κλάψανε με δάκρυα και τους μοιρολογήσανε. Το τι είχε συμβεί, η μάνα τους δεν το γνώριζε.
Το 40 φεύγει και μπαίνουμε στο 41, όπου η Γερμανία προσβλήθηκε από την ήττα των συμμάχων τους Ιταλών και μας κήρυξε και αυτή τον πόλεμο. Όπου και μας νίκησε. Ασφαλώς τότε μπαίνουμε στην καταραμένη κατοχή.
Δεν αργούν οι εγκληματίες και βρώμικοι Ισλαμιστές που ζούσαν στην Τσαμουριά να παρουσιαστούν στους ΓερμανοΙταλούς και να τους ζητήσουν να γίνουν σύμμαχοι. Αυτοί το δέχτηκαν. Τους δώσανε οπλισμό να αρματωθούν και την Διοίκηση της Τσαμουριάς να μας Κυβερνήσουν. Μόλις πήραν την εξουσία της Τσαμουριάς στα χέρια τους, αρχίσανε να πάρουν την ακίνητη περιουσία από τους Χριστιανούς με το έτσι θέλω. Κάπου κάπου να σκοτώσουν και κανέναν χριστιανό. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο αυτοί αγριεύανε κατά των χριστιανών. Όπου αρχές του 42 στην Ηγουμενίτσα σκοτώνουν και τον Νομάρχη Θεσπρωτίας. Τα χωριά μας που βρίσκονται στο κέντρο της Τσαμουριάς, όπως η Καρτέρεζα, η Αβρενίτσα, η Πλαταριά, η Λεδέζα, το Γραικοχώρι, η Γράβα και η Κισοβίτσα, είχαν απογοητευθεί και βρίσκονταν υπό διάλυση.
Πολλούς χριστιανούς από τα αναφερόμενα χωριά τους κυνηγούσαν οι Μουσουλμάνοι ως κατηγορούμενους, όπου πολλοί από αυτούς ανεβήκανε στην Πέστανη να κρυφτούν. Οι Πεστανιώτες αψηφώντας τον κίνδυνο για τον εαυτό τους, όχι μόνο τους κρύβανε, αλλά στην συνέχεια τους φυγαδεύανε και πηγαίνανε στην ελεύθερη Ελλάδα.
Την ίδια εποχή μάθανε, οι Πεστανιώτες, ότι στην περιοχή Παλιαρέζα, που ήταν ενδοιάμεσα από τρία Μουσουλμανικά χωριά, τη Σαλίτσα, την Δρεμίτσα και την Δράμιση, βρίσκονταν 2 χριστιανοί σκοτωμένοι. Ήταν δύο παλικάρια από την Πυρσόγιανη Κονίτσης, ο Τηλέμαχος και ο Θύμιος Τσιρώνης. Πήγαν και τους πήραν και τους θάψανε στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Πέστανης. Δεν τους αφήσανε να φάνε τα κορμιά τους τα αγρίμια. Το ίδιο έγινε και με τους Γραικοχωρίτες τον Κώστα Λιάκο και τον Νίκο Αναστασίου, που πέσανε σε ενέδρα κακούργων Ισλαμιστών στη θέση Τρόμπα της περιοχής Πέστανης. Ο μεν Νίκος να σκοτωθεί και ο Κώστας να τραυματισθεί. Οι χωριανοί μόλις ακούσανε τις τουφεκιές τρέξανε αμέσως και βρίσκουν στο πλάι τον Κώστα, αναίσθητο, στο αίμα βουτηγμένος. Τον πήραν στα γρήγορα, τον έφεραν στο χωριό, του έκανα τις πρώτες βοήθειες και τον σώσανε. Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματά του. Ενώ τον Νίκο, τον πήγαν στο Γραικοχώρι και τον θάψανε.
Είναι αλήθεια που καθόλου κατά την διάρκεια της κατοχής δεν μπήκαν στα σοκάκια της Πέστανης αρματωμένοι Μουσουλμάνοι. Την δύναμη αυτή την είχα πετύχει οι Πεστανιώτες που ήταν πάντα αγαπημένοι και μονιασμένοι αναμεταξύ τους. Τώρα και από τους Πεστανιώτες οι Μουσουλμάνοι αρπάξανε την ακίνητη περιουσία όπως και όλα τους τα ζωντανά αλλά και κατοίκους σκοτώσανε, όπως στα άλλα χωριά.
Τώρα θα πω και θα γράψω δυο λόγια για την Ηρωΐδα Πεστανιώτισσα που τις μέρες των μαχών και της κατοχής, σήκωσε το ανάστημα και αγωνίστηκε, πάλεψε και αντιστάθηκε κατά των εχθρών της πατρίδος και κράτησε ψηλά την τιμή και την αξιοπρέπεια της οικογένειάς της, του χωριού της και της Πατρίδος.
Τα του πολέμου τα γράψαμε, θα συνεχίσουμε της κατοχής. Αφού ο άντρας της δεν μπορούσε να βγει από το χωριό για δουλειά, διότι οι Μουσουλμάνοι τον παρακολουθούν να τον εκτελέσουν, ανέλαβε αυτή και το πόστο του άντρα της. Την νύχτα έκανε την δουλειά της γυναίκας, το να πλύνει τα ρούχα, να καθαρίζει το σπίτι και να ψήνει ψωμί και φαί για να έχει την επόμενη μέρα η φαμίλια.
Η δουλειά της ημέρας ήταν να βοσκήσει τα λίγα μανάρα που της είχαν απομείνει για να έχει το γάλα και το τυρί. Να μπει στον κήπο να σκαλίσει και να ποτίσει για να έχει και τα λάχανα. Να μάσει τις ελιές που πρώτα ήταν δικιές της και τώρα του Αγά, να βγάλει το λάδι και να πάρει ο Αγάς πέντε οκάδες και αυτή μία. Όμως δεν άφησε την οικογένειά της να πεινάσει. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά για την Πεστανιώτισσα. Ήταν και ο πόνος! Δεν υπήρχε γυναίκα στην Πέστανη να μην ήταν στα μαύρα ντυμένη. Και νεαρές ακόμη είχαν τσεμπέρι στο κεφάλι, γιατί κάποιον δικό τους είχαν σκοτώσει. Ο πόλεμος με τους κατακτητές τελείωσε. Οι Γερμανοί φύγανε, αλλά εξαφανίστηκαν και οι χαλέδες Ισλαμιστές, φοβούμενοι τα αντίποινα από αυτά που είχανε κάνει εις βάρος των χριστιανών της Τσαμουριάς. Αλλά αφήσανε πίσω τους την πίκρα και τον πόνο, την φτώχια και την αρρώστια.
Τέλος ελεύθεροι πλέον μπαίνουμε στην δεκαετία του 50. δύσκολα τα πράγματα, η μόνη αλλαγή ήταν το όνομα του χωριού. Από Πέστανη ονομάστηκε Κρυόβρυση.
Την δεκαετία του 60 γίνεται η Ελληνογερμανική σύμβαση εργασίας. Πολλοί νέοι από το χωριό μας πήγαν για δουλειά στην Γερμανία.
Φθάνουμε στην τελευταία ημερομηνία ζωής της Πέστανης, που ήταν ο Νοέμβρης μήνας του 1979. Όπου ένας μικρός σεισμός, με επίκεντρο την Κρυόβρυση, τα θραύσματα του οποίου φθάσανε μέχρι την Κοινότητα Αγίας Μαρίνής και τον συνοικισμός της Ηγουμενίτσης Λάκκα, Αμπέλια και Δρεμίτσα.
Ο πρώτος που έφθασε στο χωριό ήταν ο καλός Νομάρχης μεταφέροντας ένα σωρό πράγματα. Τροχόσπιτα, σκηνές, κουβέρτες και τα μοίρασε σε εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη. Οι χωριανοί μόλις συνήλθαν από τον φόβο και τις περιπέτειες του σεισμού, ζήτησαν από τον Νομάρχη να μεταφερθεί το χωριό πιο κοντά στην Ηγουμενίτσα. Του εξήγησαν τους λόγους, ότι το χωριό είναι αποκομμένα από την Κοινωνία, είναι μακριά από την δουλειά και τα γράμματα, το πτυχίο που παίρνουν τα παιδιά μας όταν τελειώνουν το Δημοτικό σχολείο είναι μια κλίτσα. Με αυτήν παρουσιάζονται στην στάνη και αναλαμβάνουν τα ζωντανά της οικογένειάς τους.
Αυτά άκουσε με προσοχή ο Νομάρχης και απάντησε: «έχετε δίκιο, εγώ όμως δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι να κάνετε μια επιτροπή να πάτε στην Αθήνα και να παρουσιασθείτε στον Αξιότιμο κ. Πρωθυπουργό και να του πείτε αυτά που είπατε και σε μένα. Πιστεύω ότι θα γίνει αυτό που εσείς θέλετε».
Η επιτροπή έγινε αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Ιωάννου Φώτιο και τους χωριανούς Ιωάννου Ευάγγελος, Βασιλείου Θεολόγης και Τρουμπούκης Αλέξιος. Φθάνουν στην Αθήνα και κατευθύνονται προς τον Αξιότιμο κ. Πρωθυπουργό, ο οποίος έλειπε. Τους δέχτηκε όμως ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, ο Κωστής Στεφανόπουλος. Η επιτροπή του μολόγησε πρώτα τον φόβο και την περιπέτεια που δημιούργησε ο σεισμός στους κατοίκους του χωριού, την καλοσύνη και το ενδιαφέρον που έδειξε ο Νομάρχης για τους κατοίκους και αυτά που είχαν πει του Νομάρχη για την μεταφορά του χωριού.
Ο κύριος Αντιπρόεδρος τους άκουσε με προσοχή και στο τέλος τους είπε «Αγαπητοί μου να γυρίσετε αμέσως στο χωριό και μαζί με τον Νομάρχη να κοιτάτε τα προβλήματα των κατοίκων. Εγώ από την πλευρά μου θα δώσω εντολή να γίνουν οι διαδικασίες για την μεταφορά του χωριού σας και θα λάβετε πολύ γρήγορα την απόφαση της μεταφοράς».
Η έγκριση της μεταφοράς του χωριού έφθασε στη Νομαρχία και στο χωριό. Δεν γνωρίζω όμως εάν η Απόφαση της Αθήνας έγραφε μόνο μεταφορά Κυόβρυσης, ή έγραφε μεταφορά σεισμόπληκτων οικισμών της περιοχής. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο χώρος για την μεταφορά σεισμόπληκτων βρέθηκε. Και ο μεν Δήμος Ηγουμενίτσας και η Κοινότητα Αγίας Μαρίνας δεν δέχτηκαν για μεταφορά σεισμόπληκτων τους. Διότι ο Δήμος είπε ότι έχει οικόπεδα να αποκαταστήσει τους πληγέντες του και το έκανε. Το ίδιο και ο Πρόεδρος με το Συμβούλιο της Αγίας Μαρίνας. Πήραν απόφαση είπαν, να ρημοτομήσουν εντός του χωριού τους για την αποκατάσταση των δικών τους σεισμόπληκτων. Ακόμη μπορώ να πω ότι και ο Δήμος και η Κοινότητα της Αγίας Μαρίνας, δεν πλήρωσαν ούτε μια δεκάρα για την ρημοτόμηση του νέου οικισμού για την μεταφορά των σεισμόπληκτων.
Έμεινε για μεταφορά μόνο η Κυόβρυση που το είχε ανάγκη και το δικαιούταν. Όπου δέσμευσε αμέσως και τις οικονομίες της που είχε και αυτές που έπαιρνε από το Κράτος για συντήρηση έργων και πήγαιναν στο ταμείο για την αποπεράτωση του έργου ρημοτόμησης του καινούργιου οικισμού Κρυόβρυσης.
Με λίγα λόγια, η εργασίες αποπεράτωσης του έργου μπήκαν σε μια καλή σειρά και οι κάτοικοι της Κρυόβρυσης πιστέψανε ότι εντός ολίγου ρημοτόμηση των οικοπέδων θα τελειώσει και ο Νομάρχης και ο Πρόεδρος του χωριού θα τους καλέσουν να τους τα μοιράσουν, όπως γινόταν σε όλα τα χωριά της Ελλάδος και του κόσμου μετά τους σεισμούς.
Δυστυχώς όμως, φάνηκε ότι αυτός ο σχεδιασμός για την μοιρασιά των οικοπέδων μόνο στην Κοινότητα της Κρυόβρυσης δεν άρεσε στους κομματάρχες Λαϊκιστές και έπρεπε για εκείνους να βρεθεί ο τρόπος να αλλάξει ο κανόνας της διανομής των οικοπέδων, για να μπορούν και αυτοί να κάνουν τα ρουσφέτια τους.
Δεν άργησε να γίνει και αυτό. Το ΥΠΕΧΩΔΕ μεταφέρει το έργο ρημοτόμησης και διανομής στην Πρόνοια Ηγουμενίτσας. Η ενέργεια αυτή μου δίνει και εμένα του αγράμματου αλλά παθών δε, να πιστέψω ότι το θέμα έφυγε από τα χέρια της κρατικής δικαιοσύνης και πήγε στα χέρια των Λαϊκιστών συνδικαλιστών των κομμάτων για να κάνουν αυτοί ότι θέλουν.
Η Πρόνοια έπιασε δουλειά με περπάτημα χελώνας, ως προς την αποπεράτωση της ρημοτόμησης και της διανομής που τα δύο μαζί φθάσανε περίπου 15 χρόνια να τελειώσουν. Καθυστερούσε επίτηδες για να αγανακτήσουν οι Πεστανιώτες και να πάρουν τα παιδιά τους και να φύγουν από το χωριό για να μην σαπίσουν κάτω από το τσαντίρι στο λιοπύρι του καλοκαιριού και στους βοριάδες του χειμώνα.
Τέλος πάντων αργά ή γρήγορα ο καιρός πέρασε και φθάνουμε στις 21 Δεκεμβρίου 1987, που η Υφυπουργός Πρόνοιας πήρε την μεγάλη απόφαση, μνημονεύοντας καμιά δεκαριά πράξεις και αποφάσεις και καταλήγει
Αποφασίζουμε
Εγκρίνουμε την εφαρμογή στεγαστικού προγράμματος Λαϊκής κατοικίας.
Αυτή η απόφαση εκτέλεσε πισώπλατα την Κρυόβρυση, το χωριό μας και ανάγκασε τους Πεστανιώτες και την Πεστανιώτισσα να μεταναστεύσουν στην Αλλοδαπή.
Τελειώνω, στο επόμενο η συνέχεια.
Αλέξιος Τρούμπούκης
ΜΙΛΩ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
Reviewed by thespro.gr
on
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2015
Rating: