Σωτήρης Δημητρίου: «Μια Μαρίνα Τζάφου» Τούλα Ρεπαπή
«Αν ο λόγος είναι σπόρος, τα λόγια είναι θροΐζουσα πλαγιά.»
(«Αδέσποτο θρύλημα», σελ. 175)
Ο Σωτήρης Δημητρίου στο βιβλίο Μια Μαρίνα Τζάφου, ανεξάντλητος κι ανεπιτήδευτος όπως οι ήρωές του, συνεχίζει τη συγγραφική του πορεία μέσα από ογδόντα επτά νέα διηγήματα. Ως ακόρεστος «Συλλέκτης στιγμών» παρατηρεί την κοινωνία. Τον εμπνέει η καθημερινότητα των ηρώων της και έχοντας αυτούς στο κέντρο, τους δίνει μια δεύτερη ζωή στη στιβαρή, γεμάτη ποίηση, γραφή του. Όλοι ημιτελείς, εξοστρακισμένοι από τη ζωή ζουν εντός αυτής, όντες ηττημένοι εκτός αυτής.
Ελεύθερος όσο ποτέ, αναπτύσσεται στις αφηγήσεις του με το βιβλίο αυτό να είναι το δεύτερο πολυσέλιδο, μετά το έργο Ουρανός απ’ άλλους τόπους. Με σύμμαχο την αγάπη αναγνωστών, την αποδοχή, βράβευση και κατάταξη του έργου του στα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, ίσως έχει αποβάλει κάθε ενδοιασμό για έκταση και έκθεση. Ελευθερία στη γραφή, την οποία εκφράζει και στο βιβλίο Τα οπωροφόρα της Αθήνας, βιβλίο που ξεχωρίζω για τη σύνθετη σύλληψή του: ενώ μιλά για τα οπωροφόρα της Αθήνας, μας χαρίζει μια σπουδή στη γραφή, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στον άνθρωπο και στις λέξεις. Αυτά τα δύο τον βασανίζουν και τον εμπνέουν, χαρίζοντας στους πρωταγωνιστές του την αθανασία των σελίδων του, διασώζοντας ταυτόχρονα τις ρίζες των λέξεων, το μεγαλείο και τη μουσικότητα των ήχων τους. Το νέο που φέρνει ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό είναι η καταγραφή ενός μεγάλου αριθμού παροιμιών, θέλοντας να τονίσει πως οι παροιμίες –η λαϊκή σοφία της ζωής– λακωνικά κι αναμφισβήτητα έχουν μιλήσει για τα πάντα.
Οι ήρωές του όλοι ηττημένοι της ζωής, κάποιοι νωρίτερα, κάποιοι αργότερα. Κάποιοι επανέρχονται, «Προσφυγάκια ΙΙΙ» κολυμπούν κι εδώ έχοντας ξεκινήσει από Το κουμπί και το φόρεμα, συμπληρώνοντας την εικόνα τους, ενώ άλλοι κάνουν πρώτη φορά την εμφάνισή τους. Τίτλοι ανατρεπτικοί, «Ένας υγιής θάνατος», «Η γούβα κι ο ωκεανός», κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη που θα κατακτηθεί στο τέλος από την υπόθεση. Λέξεις ασυνήθιστες, γοητευτικές και με νοηματική βαρύτητα κάνουν την εμφάνισή τους πρώτη φορά στις σελίδες του. Λέξεις από προσμείξεις λέξεων εμφανίζονται για να δείξουν το πάθος του γι’ αυτές, να τις ενώνει, να τις συγχωνεύει, να παράγει νέες, κι αλλού επιλέγει λέξεις που ενώ βάζουν τελεία στην πρόταση, στο μυαλό του αναγνώστη συνεχίζουν ερμηνευτικά και εικονοφόρα να παράγουν συναισθήματα ανακαλώντας αναμνήσεις, π.χ. τα κτίρια «δοχεία ζωής».
Με το διήγημα «Μια Μαρίνα Τζάφου» (83ο, σελ. 395) δηλώνει τη στοργή του για τους γέροντες. Μιλά και για τους άγραφους ηθικούς νόμους που ορίζουν συμπεριφορές απομακρύνοντας τους ανθρώπους, τις καλημέρες που δεν επιτρέπονται, αλλά και τα δικαιώματα της νομής πάνω στους καρποφόρους κλώνους των δρόμων. Με την ποικιλία αλλά και τη γλύκα από τα σύκα να πλουτίζουν την αφήγηση, αφήνοντας μια πίκρα στο τέλος για ένα σύκο που δεν πρόσφερε και μια καλημέρα που δεν είπε στη γερόντισσα, που έβλεπε να στέκει ορθή στην πόρτα του φτωχικού της, πάντα μόνη. Κι όμως, στο κηδειόσημο με τ’ όνομά της είδε πως είχε και δισέγγονα! Με βλέμμα τρυφερό και γεμάτο συμπόνια δείχνει τη μοναξιά και το γήρας ως τη μεγαλύτερη ήττα του ανθρώπου στη ζωή.
Στις αφηγήσεις του δεν λείπουν τα σχέδια για ταξίδια που δεν γίνονται ποτέ. Ο φούρναρης, γλυκομίλητος αλλά μισάνθρωπος. Έλεγε στην υπάλληλό του για ένα ταξίδι στην Καραϊβική, από τα ψιλά που έκοβαν στα ρέστα. Αυτός το έλεγε για αστείο και αυτή το πίστεψε και έδωσε τα ρέστα της δικής της ζωής. Τα νιάτα της. Η ποίηση υπάρχει συνεχώς στον πεζό του λόγο. Χωρίς ομοιοκαταληξία, αλλά με τη διάθεση να δώσει ξεχωριστή αύρα και βαρύτητα στις λέξεις. Να κάνει την πρόταση να ξεχωρίσει. «Οι μέρες του ήταν μουντές, οι νύχτες χωρίς άστρα» (σελ. 15), έτσι περιγράφει τη ζωή ενός μοναχικού μεσήλικα, χωρίς οικογένεια. Αν και η ποίηση ομορφαίνει τη γραφή του, ταυτόχρονα ένας ωμός ρεαλισμός που αγγίζει τα άκρα εμφανίζεται σαν το αμφίσημο όχι μόνο ενός προσώπου, αλλά σαν το αμφίσημο και το εύρος της γραφής του. Είναι κι αυτό μια ελευθερία.
Στο διήγημα «Εισαγγελέας Ζαγοριανάκος» μοιάζει οι ήρωές του να θέλουν να είναι άλλοι. Ωστόσο, χιούμορ αλλά και λύπη διαχέονται στις αράδες, αλλά και πώς αλλιώς θα μπορούσε να διαχειριστεί την τρέλα; Αλλάζουν τόπο οι αφηγήσεις και δείχνουν πως ο συγγραφέας βρίσκεται στην Αθήνα. Γύρω από τη γειτονιά του, γύρω από το πέταλο του Σταδίου, όπου κάνει μια ανθρωπογεωγραφία των αθλουμένων. Η Βδοκώ ανησυχούσε για τον «ξενιτεμένο» στην Αθήνα γιο της, σαν ηρωίδα από το βιβλίο Τους τα λέει ο Θεός, όπου η μοναξιά, η αγωνία και το γήρας φέρνουν τον παραλογισμό.
Η φύση διατηρεί την ευωδιά της έντονης παρουσίας της και γίνεται το σκηνικό πολλών αφηγήσεων, στιβαρή, λάμπουσα και ευάλωτη, όπως η γραφή του.
Κι όσο προχωρά ο αναγνώστης διαπιστώνει τη συνέχεια και την εσωτερικότητα των κειμένων. Στο διήγημα «Το καρέλο», νοσταλγικές παιδικές αναμνήσεις αναδύονται δίνοντας βάθος χρόνου στο κείμενο και στο βλέμμα του συγγραφέα. Το κάνουν εξομολογητικά εσωτερικό, αν και περιγράφει τα πέριξ. Ωστόσο, και ο υπερρεαλισμός έχει τη θέση του, με το όνειρο του παράξενου χαμού ενός κωπηλάτη. Στο διήγημα «Ποριά» βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τις λέξεις και για τη στιγμή στην εφηβεία που στιγματίζει μια ζωή. Την εκτρέπει.
Η αγάπη της μάνας προς το παιδί της εμφανίζεται συνεχώς στα κείμενά του. Την έχει νιώσει ο ίδιος και ξέρει να την αποκωδικοποιεί. «Απ’ όλη εκείνη τη χαρούμενη αναστάτωση έμειναν στη μνήμη μου έντονα το χέρι της μάνας σου στο κεφάλι σου και τα λόγια που σου είπε. Ζυγούρι μου» (σελ. 95, «Πάρε το χέρι σου, Κάρολε»).
Παιδικά τραγουδάκια παρεμβάλλονται, καθώς ο συγγραφέας επιστρέφει νοερά στο τότε που ήταν παιδί. Ένα κοριτσάκι νικά τον αυτισμό με το λούσο. Της το έμαθε η μητέρα της. Το συνέχισε κι όταν όλοι είχαν πεθάνει. Όμως, ο εφιάλτης των ματιών τους ήταν επάνω της και μετά. Η φρίκη, το μίσος και η εκδίκηση όλα μαζί σ’ ένα «Χανζαπλάστ». Το κόλλησε στις φωτογραφίες στο μνήμα τους. Στο διήγημα «Οικονόμος», παράξενοι συσχετισμοί κάνουν τους ανθρώπους να σμίγουν ερωτικά. Στο «Αίμα της γέννας», ο άκληρος κι η τύχη του, ο συγγραφέας κι η τύχη του επίσης. «Κι αυτή η άγουρη, ασήμαντη γνωριμία ανυψώθηκε ολόφωτη ένα βήμα πριν το πέρας. Όπως τότε ταπεινώθηκε ένα βήμα πριν την αρχή. Ένα βήμα, πριν η φύση στήσει τις ολάνθιστες βέργες της» (σελ. 123).
Στα ΚΤΕΛ Θεσπρωτίας, «Η δίοπος», μια Αλίκη στο ναυτικό και τα ταξί γίνονται πολλές φορές η θεατρική σκηνή των αφηγήσεών του. Μοιάζει η κάθε μέρα του να είναι ένα ξύπνημα χωρίς προγραμματισμό κι ένας περίπατος στους δρόμους. Όμως, μια ποιητική συλλογή τον κατατρέχει. Σαν εφιάλτες τον κυνηγούν τα αντίτυπά της. Το ξανασυναντήσαμε στο διήγημα «Δέκα χρόνια ανεμελιάς», στο βιβλίο Τα όνειρα μού δέλουν.
Ένα παζλ ανθρώπων, ένα μείγμα ανθρώπινων ιστοριών και πόνων όπου ο παραλογισμός, η εγκατάλειψη, η τρέλα, το γήρας, οι αναμνήσεις, οι εμμονές, οι ενοχές, η ματαίωση των ονείρων και της ζωής, περισσεύουν. Αναφέρεται κι εδώ σ’ αυτή τη γεμάτη δηλητήριο και αγάπη σχέση μάνας-παιδιού, λέγοντας στο βιβλίο Τους τα λέει ο Θεός: «…ούτε η μάνα λησμονεί ούτε και τα παιδιά ησυχάζουν ποτές», αυτές ζουν στο μυαλό τους για πάντα. Στέκει επίσης στο ζωώδες ένστικτο, που οδηγεί ανεξέλεγκτα ακόμη και στον θάνατο, προκειμένου να κορεστεί. Ο έρωτας και σαν ορμητικό συναίσθημα και ένστικτο έχει μεγάλη θέση στις αφηγήσεις του. Ορίζει τις ζωές των ηρώων και στο γήρας γλυκαίνει τις σκέψεις τους, παραμένοντας κάτι ανάρμοστο εντός των οικογενειακών συγγενικών δεσμών («Το λούλε της νεράιδας»). Στο διήγημα «Τρεις μέρες πριν πεθάνω», το μίσος μεταξύ μάνας και κόρης τις απομακρύνει. Μίση από παιδιά σε γονείς αλλά και μεταξύ αδελφών και συγγενών διαβρώνουν τις σχέσεις και χάνεται η στιγμή της τελευταίας αγκαλιάς και συγγνώμης. Ενώ στο διήγημα «Έχεις πνίξει κότα;», κτηνώδης εγκληματική συμπεριφορά προβάλλει το έρεβος των ανθρωπίνων ενστίκτων.
Το εμβληματικό κτίριο Ξενία του αρχιτέκτονα Κωνσταντινίδη στην Ηγουμενίτσα περιφέρει την ομορφιά του από τα «Δοχεία ζωής» στο «Σινέ Όασις, σινέ Θύαμις» και γίνεται το συνεκτικό στοιχείο του χρόνου, με τον δυνητικό τίτλο «Το κτίριο κι η πόλη». «Στολές» κοινωνικές χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Οι ανύπανδροι αποφεύγουν κάποιες συζητήσεις, με τον συγγραφέα να προσθέτει, φαντάσου να πεις πως είσαι και συγγραφέας. Άλλη μια αναπηρία! Σαν μαθηματική εξίσωση όλα τακτοποιημένα στο μυαλό, με μόνο μια ρωγμή. Αυτή της τρέλας. Στο διήγημα «Ουρανός» με ποίηση και συναίσθημα μιλά για την πατρίδα, τα γυναικεία μάτια, τις προσπάθειες, τη φιλία, τον χρόνο που αν και περνά ανελέητα, δεν αλλοιώνει τίποτα. Όλα τα βαθαίνει στην ψυχή. «Καθώς δεν διέθετε αντανακλαστικά στην καθημερινή τριβή, στις αψιμαχίες, στις ευκαιρίες, έβγαινε πάντα ηττημένος αλλά σε βάθος χρόνου νικητής· σε κάποια σελίδα τακτοποιούσε το θέμα» (σελ. 394) και «Όσο και να μετενδύει ο συγγραφέας τους ήρωες που έχουν κάποια αντιστοιχία με ζώντα άνθρωπο, δεν μπορεί να θολώσει τα νερά» (σελ. 391).
Στο διήγημα «Η κοπέλα», αναφερόμενος στην ηρωίδα του Αλέξω (Ουρανός απ’ άλλους τόπους) εκφράζει την αγάπη και τον θαυμασμό στη μητέρα του, μεταφέροντας νοσταλγικές στιγμές της νιότης της αλλά και τώρα στιγμές με εγγόνια και δισέγγονα καθώς μάχεται για τη ζωή της, έτσι όπως έκανε πάντα. Την Αλέξω θαύμασε κι αγάπησε κι ο αναγνώστης ποτισμένος από τα αισθήματα του συγγραφέα.
Με στοργή σκύβει πάνω από τις ζωές των ηρώων του προσπαθώντας να τους φέρει σ’ εμάς. Να τους δικαιολογήσει, να μας τους γνωρίσει, να μην είναι πια μόνοι. Να μην είναι οι ξεχασμένοι της ζωής, να είναι όλοι μέσα στις σελίδες του, αποτυπώνοντας μέσα από τις ζωές τους την ηθογραφική εικόνα της Ελλάδας. Τα περισσότερα διηγήματα στο χωριό, εκεί η φύση διατηρεί την ευωδιά της έντονης παρουσίας της και γίνεται το σκηνικό πολλών αφηγήσεων, στιβαρή, λάμπουσα και ευάλωτη, όπως η γραφή του. Αναφέρεται στο σμίξιμο των δύο φύλων –σημαντικό στοιχείο–, αποκωδικοποιεί πρόσωπο και σώμα διαβαθμίζοντας ταυτόχρονα τις σωματικές εντάσεις. Συγγραφικές ανασφάλειες και αυτάρκειες ποτίζουν την πένα του, δημιουργώντας τις συναισθηματικές βάσεις και εμπνεύσεις που μέσα από αυτές θα εκφραστεί.
Το χιούμορ εμφανίζεται διακριτικό/ειρωνικό, όταν αναφέρεται σε τηλεοπτικές εκπομπές. Στο διήγημα «Άσπρο άλογο», η ψυχική ασθένεια πρωταγωνιστεί δείχνοντας το κακό που βγαίνει μέσα από το κακό και το κακό που έρχεται μέσα από το καλό. Ο θάνατος. Στην «Εντελέχεια», ο συγγραφέαςπαραμένει στις σκέψεις εκκρεμοτήτων προσπαθώντας να τακτοποιήσει και να διορθώσει εαυτόν, ενώ ο φόβος των λέξεων και της δέσμευσης τον κατατρώει. Στη συνέχεια, «Άγγελοι χωρίς φτερά», ένα πολύ δυνατό διήγημα, όπου στα χωριά οι διανοητικές και σωματικές δυσπλασίες γενούν ανάλογες τερατώδεις συμπεριφορές. «Ένα παίγνιο της μοίρας ήταν όπως κι όλοι μας, βέβαια», λέει στο «Όχι Καλπακόνε», ένα διήγημα για την αγάπη, τον μισεμό και τον θάνατο, γραμμένο με τρυφερότητα, και τη φύση μέσα από την ολάνθιστη τριανταφυλλιά να είναι στην αυγή και στη δύση της ζωής τους.
Ο Σωτήρης Δημητρίου, μ’ ένα πλήθος διηγημάτων στη συλλογή Μια Μαρίνα Τζάφου, μοιάζει να λέει: αυτούς κρύβω μέσα μου, όλοι αυτοί είμαι εγώ, όλοι αυτοί είναι ο καθένας μας, αναφωνώντας με αγάπη: «Ιδέ ο άνθρωπος!»
Μια Μαρίνα Τζάφου
Σωτήρης Δημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 432
ISBN: 978-960-16-6203-9
Τιμή: 21,10€
Η Τούλα Ρεπαπή είναι κριτικός λογοτεχνίας.
Άλλα κείμενα:
Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας: «Το μέγεθος και η μοίρα του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα»
«Για την έκθεση ζωγραφικής “Εικόνες από το μέλλον” της Εβίτας Κανέλλου» της Τούλας Ρεπαπή
«Με αφορμή το βιβλίο “Τα όνειρα μού δέλουν” του Σωτήρη Δημητρίου» της Τούλας Ρεπαπή
Χ.Α. Χωμενίδης: «Η δίκη Σουάρεφ»
Σωτήρης Δημητρίου: «Μια Μαρίνα Τζάφου» Τούλα Ρεπαπή
Reviewed by thespro.gr
on
Τρίτη, Νοεμβρίου 07, 2023
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: