ΛΕΔΕΖΑ (Λαδοχώρι) - Του Χρήστου Ευαγγέλου
Η Λεδέζα είναι από τις παλιές μου αγάπες. Και πώς να μην είναι. Εκεί έχουμε συγγενείς από τη γιαγιά μου, εκεί ήταν παντρεμένη η αδελφή του παππού μου του Χρήστου η Σιλέ (Βασιλική). Στο σπίτι της πέθανε σε ηλικία 43 ετών…
Και δεν είναι μόνο αυτοί οι λόγοι. Ίσως ο σπουδαιότερος είναι ότι μαθητές Γυμνασίου χρειάστηκε πολλές να ερχόμαστε με τα πόδια από την Πλαταριά για να πάμε στο Γυμνάσιο στην Ηγουμενίτσα.
Αυτό γινόταν όταν πηγαίναμε Σαββατοκύριακο στο χωριό και τη Δευτέρα δεν είχε «βενζίνα» (καΐκι) λόγω κακοκαιρίας ή μηχανικής βλάβης. Ήταν τα καΐκια «Άγιος Ιωάννης» Κοντόγιαννος «Μαρία» και «Μιχαήλος».
Τότε δεν υπήρχε «δημόσιος δρόμος» και η συγκοινωνία γινόταν με τις «βενζίνες» κάθε μέρα μας έστελναν το φαγητό και το ψωμί στους τορβάδες.
Ξεκινούσαμε όλοι μαζί οι μαθητές πρωί- πρωί τη Δευτέρα ώστε να προλάβουμε ώρα δύο, τα μαθήματα που γινόταν τη Δευτέρα απόγευμα.
Ήταν παραχώρηση από το Σύλλογο των καθηγητών για να προλαβαίνουν τα χωριατόπαιδα, που πήγαιναν στα σπίτια τους να πλυθούν να φάνε φρέσκο – ζεστό φαγητό να βοηθήσουν τους γονείς, να πάρουν μια ανάσα.
Η εκκίνηση γινόταν από τη «Ριπάζη» ένα πλάτωμα στο παλιό χωριό. Σήμερα στο εγκεκριμένο σχέδιο οικισμού έχει αφεθεί ως κοινόχρηστος χώρος.
Περνούσαμε το λάκκο του Τσέκουρη, συνεχίζαμε στο αλώνι, του Γκιόκα, στην Γκούβα (απέναντι βουνό από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής).
Και φθάναμε στο λάκκο Γκιλιάγκη (απέναντι από το πρατήριο ΕΚΟ). Μέχρι εκεί το μονοπάτι ήταν ίσιο και σχετικά ομαλό, κόντρα, ανηφόρα άρχιζε στο λάκκο Γκιλιάγκη. Ήταν στενός, απότομος. Θυμάμαι έντονα, δυνατά, μια συκιά αγριοσυκιά που έκανε ωραία μαύρα σύκα. Όταν παγαίναμε Αύγουστο μήνα, για κάποια δουλειά με τον πατέρα είχε σύκα. Έτρωγαν τα πουλιά του ουρανού. Περίσσευαν και για τους περαστικούς.
Πάντα στη ρίζα της κάναμε στάση να ξεκουραστούμε και να πάρουμε δυνάμεις για την ανηφόρα. Με το τέλος της ανηφόρας υπήρχε οροπέδιο, ίσιος τόπος.
Εκεί δεξιά είχε «πέσει το αεροπλάνο» με Άγγλο πιλότο. Ο πιλότος έπεσε με αλεξίπτωτο κοντά στην Πλαταριά στο λάκκο του Τζιάλου, δίπλα από την εκκλησία των Ταξιαρχών στο παλιό χωριό. Το αεροπλάνο ακυβέρνητο έπεσε πάνω από τη Λεδέζα. Πρόλαβα κομμάτια από το κορμί του. Μάλιστα ο κ. Γεώργιος Καρράς είχε μεταφέρει μερικά από αυτά στο σπίτι του στο χωριό και τα έχει προσφέρει στο Λαογραφικό Μουσείο Πλαταριάς. Είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία που θα την γράψω άλλη φορά.
Εκεί λοιπόν κάναμε την πρώτη στάση να ξεκουραστούμε και να κολατσίσουμε. Καθόμαστε σε βραχάκια εδώ και εκεί ιδρωμένοι με ξαναμμένα πρόσωπα. Μαζί μας είχαμε τον τορβά με το φαγητό και τα βιβλία. Ευκαιρία λοιπόν να φάμε κάτι. Κανένα αυγό, καμιά τηγανίτα ή ψωμί με ελιές ή τυρί. Αν μάλιστα κάποιος δεν είχε γράψει κάποια εργασία ή δεν είχε διαβάσει κάτι καλά ευκαιρία να το γράψει στα γόνατα και να ρίξει μια ακόμη ματιά.
Οι πιο τολμηροί άναβαν και το τσιγαράκι τους. Ήταν ένδειξη ανδρισμού και για τα κορίτσια ότι είναι χειραφετημένα λένε, εκείνη την εποχή. Αλλά και τώρα δεν είναι;
Μετά από αυτό το διάλλειμα περπατούσαμε σε ίσιο τόπο στο ψηλότερο σημείο. Υπέροχη θέα. Ανοικτός ορίζοντας. Μετά από λίγα λεπτά να μπροστά μας η Ηγουμενίτσα, η θάλασσα, ο ελαιώνας «πιάτο». Άλλη μια όμορφη εικόνα.
Ήταν η ώρα για τον κατήφορο. Τα πόδια πήγαιναν μόνα τους. Φθάσαμε στο Λαδοχώρι. Λίγα, μικρά, πετρόκτιστα σπίτια. Στενά σοκάκια, βράχοι, ξερός τόπος. Το χωριό χτισμένο στο βουνό. Έτσι σαν σε ακρόπολη. Και κάτω ο κάμπος, ο Ελαιώνας, η παραλία, η παραλία Ζαβαλή με τις υπέροχες αχιβάδες και τα μποστάνια.
Κάθε σπίτι με την αυλή του, το μικρό κήπο, το κοτέτσι, το μαντρί με τις δυο τρείς γίδες, τα «μανάρια» το καλύβι γι α το γαϊδούρι και τα βόδια, το ζευγάρι.
Φτωχοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι, οικογενειάρχες. Πάλευαν να τα φέρουν βόλτα. Πουλούσαν τα ζαρζαβατικά τους στη Λαϊκή.
Αλλά και τα περίφημα ρόδια τους γλυκά και ξινά. Σε μια πλευρά της Λαϊκής πούλαγαν την πραμάτεια τους οι Λαδοχωρίτες και από την άλλη οι Ντουσκαλίτες (Ντούσκο έλεγαν, τότε τη Ν. Σελεύκεια). Θυμάμαι με συγκίνηση το χώρο της τότε λαϊκής.
Κάθε φορά που βρίσκομαι στην Ηγουμενίτσα περνώ. Στέκομαι, κοιτάζω, θυμάμαι. Να η Ευταλία ξαδέλφη της μάνας μου, να ο μπάρμπα – Αντώνης και ο Παντελής συγγενείς από τον πατέρα μου.
Όταν περνούσα από τη Λαϊκή πάντα μου έδιναν από ένα ρόδι μα και χαιρετίσματα για την μάνα η Ευταλία, και για τον πατέρα ο μπάρμπα – Αντώνης και ο Παντελής.
Τα ρόδια, ήταν χοντρά, μεγάλα. Τα έπαιρνα και τα έστελνα στη μάνα μέσα στο τορβά με άδεια αγγειά που επέστρεφα. Και αυτή δεν τα έτρωγε και τα κρατούσε μέχρι το Σάββατο που πήγαινα στο χωριό.
Την εποχή που φύτευαν μποστάνια, εκεί αρχές Μάη, μου έδιναν ντοματιές, κολοκυθιές από το δικό τους φυτώριο, παρόλο που είχαμε δικά μας. «Είναι καλής ράτσας» μου έλεγε η θεία Ευθαλία. Και εγώ τα έβαζα μέσα στο κουσί για να μη σπάσουν… έτσι σαν να ήταν αυγά.
Στον ίδιο χώρο και απέναντι τους ήταν οι Ντουσκαλίτες (Ν. Σελεύκεια) ή Μουχετζιριτ. Ήσυχοι, ήρεμοι με μόνιμη τη θλίψη και τον πόνο του ξεριζωμού στα σκληρά και αδρά πρόσωπά τους. Σιωπηλά, με υπομονή και καρτερία περίμεναν τους πελάτες. Είχαν απ’ όλα τα κηπευτικά: πιο οργανωμένοι και περισσότεροι. Ζούσαν από τη γη την οποία τότε καλλιεργούσαν χειρωνακτικά.
Μα οι αναμνήσεις δεν έχουν τελειωμό και κάπου πρέπει να σταματήσω…
Μα πως θυμήθηκα όλα τούτα του Λαδοχωρίου και τους Λαδοχωρίτες;
Απλά από το αυτοκίνητο είδα από μακριά το σημερινό Λαδοχώρι στη θέση του παλιού Λαδοχωρίου πάνω στο βουνό. Μεγάλα κτίρια, βίλες, μεζονέτες. Έτσι σαν ξένος τόπος. Το Λαδοχώρι μου δεν υπάρχει πια. Λένε πως έτσι είναι η ζωή. Όλα αλλάζουν. Βελτιώνονται. Μπορεί να είναι και έτσι. Μπορεί.
Χρήστος Στεφ. Ευαγγέλου
ΛΕΔΕΖΑ (Λαδοχώρι) - Του Χρήστου Ευαγγέλου
Reviewed by thespro.gr
on
Τρίτη, Νοεμβρίου 09, 2021
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: