ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ 1968 - ΔΩΜΑΤΙΟ 104
Γράφει ο Χριστόφορος Παπαχαραλάμπους
Ήταν καλοκαίρι, αρχές Ιουλίου του 1968.
Η Ελλάδα στον γύψο του Παπαδόπουλου.
Οκτώ συμφοιτητές και συμφοιτήτριες μου κι εγώ αποφασίστηκε από την διεύθυνση της Σχολής Τουριστικών επαγγελμάτων Ρόδου να πάμε για πρακτική άσκηση στο Ξενία Μοτέλ της Ηγουμενίτσας. Πέντε κορίτσια και τρία αγόρια.
Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος σε ηλικία αφού είχα κάνει τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο στην Ιατρική Αθηνών και τα παράτησα στην μέση στο τρίτο προς τέταρτο έτος.
Οι υπόλοιποι μόλις είχαν τελειώσει το γυμνάσιο (λύκειο σήμερα). Ήμουν 24 ετών ενώ οι άλλοι ήταν εκεί γύρω στα 18-19 τους και με φώναζαν παππού ή γέρο ή ακόμη και παλιόγερο!!! Για τα αγόρια μιλάω βέβαια ε;
Όταν φτάσαμε στο Ξενία, είδαμε ότι ήταν ένα όμορφο μικρό ξενοδοχείο μοτέλ με 75 δίκλινα δωμάτια.
Για όσους που ίσως δεν ξέρουν, η λέξη motel προέρχεται από την συγχώνευση των αγγλικών λέξεων «motor hotel» - motel. Τα δωμάτια ήταν σε κτιριακά μπλόκ ανά δυο και ήταν υπερυψωμένα. Κάτω από κάθε δωμάτιο υπήρχε στεγασμένος χώρος για τα αυτοκίνητα των ενοίκων.
Το εστιατόριο η κουζίνα και το μπαρ βρισκόταν σε άλλο κτίριο λίγο πιο πέρα από την ρεσεψιόν. Στο βάθος πέρα από το συγκρότημα των δωματίων πελατών υπήρχε ένα κτίριο για την διαμονή του προσωπικού.
Όταν φτάσαμε εκεί είδαμε ότι διευθυντής δεν υπήρχε ακόμη. Δεν είχε διοριστεί φαίνεται. Μαιτρ δεν υπήρχε στο εστιατόριο. Μόνο ένας μάγειρας -σεφ, της κακιάς ώρας και ένας λαντζέρης στην κουζίνα. Ο κήπος ήταν γεμάτος αγριόχορτα. Τα παρτέρια με τα λουλούδια είχαν ξεραθεί.
Ενημερώσαμε την διεύθυνση της σχολής στην Ρόδο για τα παραπάνω και μας είπαν ξεκάθαρα: «Είστε σε πρακτική άσκηση κόψτε τον λαιμό σας και λύστε τα προβλήματα.»
Έτσι καθίσαμε κάτω οι οχτώ μας και βγάλαμε πρόγραμμα και υπηρεσίες. Εγώ λόγω ηλικίας ανέλαβα να παραστήσω τον διευθυντή και τον μαιτρ. Οι άλλοι μοιράστηκαν στις διάφορες υπηρεσίες. Διευθυντής, Μαιτρ, Σερβιτόροι, Μπάρμαν, Προϊσταμένη ορόφων Καμαριέρες, Ρεσεψιόν, νυχτερινός Ρεσεψιονίστ, κηπουροί όλοι στις θέσεις μας. Θα τα κάναμε όλα εκ περιτροπής. Τον κήπο όμως αποφασίσαμε να τον καθαρίσουμε όλοι μαζί κι εγώ...ο παππούς
Το ξενοδοχείο θα άνοιγε σε τέσσερεις μέρες. Άρα έπρεπε να βιαστούμε.
Να μη τα πολυλογώ τα οργανώσαμε μια χαρά. Το βράδυ λοιπόν αφού πήγαμε σε μια ψησταριά εκεί κοντά φάγαμε παϊδάκια και ήπιαμε μπόλικη ρετσίνα, γυρίσαμε και ο καθένας μας διάλεξε σε πιο δωμάτιο θα κοιμότανε. Τα κορίτσια ήθελαν να κοιμηθούν παρέα. Εμείς όμως διαλέξαμε ο καθένας από ένα δωμάτιο. Εγώ πήρα το κλειδί του δωματίου 104.
Με κλήρο ανάμεσα στα αγόρια βγάλαμε ποιος θα έκανε την νυχτερινή βάρδια απόψε στην ρεσεψιόν μήπως καλούσαν από την σχολή. Η βάρδια έλαχε στον Μανώλη, ένα παιδί με απίθανο χιούμορ από την Κρήτη. Εγώ δεν είχα όρεξη για υπνο ακόμη. Ετσι όπως χαρχαλευα στα διαφορα ντουλάπια της υποδοχής βρήκα μια σκακιέρα.
«Ρε Μανώλη σκάκι παίζεις;» ρώτησα
«Τσιαμ ίντα μωρέ νομίζεις. Πρωταθλητής Ηρακλείου είμαι χε χε χε»
Παίξαμε μερικές παρτίδες. Ήταν καλός. Με νίκησε σε όλες ο «τσερατάς»!
Νύσταξα.
«Λοιπόν πάω για ύπνο στο 104.» Κοίταξα το τηλεφωνικό κέντρο. Με τα καλώδια με τα βύσματα τις τρυπούλες και τα νουμέράκια με τους αριθμούς δωματίων.
«Τούτο το πράγμα ξέρεις να το δουλεύεις;»
«Ναι μωρέ» μου απαντάει«έχει ο μπάρμπας στο ξενοδοχείο του στο Ηράκλειο ένα ολόιδιο τέτοιο μαραφέτι. Τίποτα δεν είναι. Θες μωρέ να στο μάθω;»
Χασμουρήθηκα. Εκείνη την στιγμή χτύπησε τηλέφωνο με ένα στριγκό ήχο.
«Εξωτερική κλήση» είπε ο Μανώλης και απάντησε «Μοτέλ Ξενία Ηγουμενίτσα, καλησπέρα σας» είπε. «Ο Μανώλης είμαι κύριε. Όχι κύριε δεν ήρθε ακόμη, ναι κύριε, εντάξει, θα σας ενημερώσω. Καληνύχτα σας.»
«Ποιος ήτανε» ρώτησα
«Ο διευθυντής της Σχολής» μου απάντησε
«Τι είπε;»
«Ρώτησε αν είχε έρθει ο διευθυντής εδώ»
«Και;»
«Του φάνηκε παράξενο. Του είπανε, λέει από τον ΕΟΤ ότι έπρεπε να ήταν εδώ από προχθές.»
«Καλά, καλά, εγώ πάω στο 104. Θα πέσω ξερός.»
«Καληνύχτα παλιόγερε. Σ έσχισα στο σκάκι γεροαφρικάνε» είπε γελώντας.
Πήγα το δωμάτιο. Ανάβω το φως. Ήταν δίκλινο. Τα κατωσέντονα ήταν ήδη στρωμένα. Στο κάτω μέρος υπήρχαν διπλωμένα ένα σεντόνι και μια λεπτή κουβερτούλα. Παρόλο που ήταν Ιούλιος έκανε δροσούλα και είχε και υγρασία. Άφησα την βαλίτσα μου πάνω στο τραπεζάκι που κάτω από τον καθρέφτη. Γδύθηκα πέταξα τα ρούχα μου στην καρέκλα και πήγα βιαστικός να πέσω αλλά κάπου σκόνταψα. Το πόδι μου είχε στραβοχωθεί σε ένα πέδιλο. Του έδωσα μια και πήγε κάτω από το κρεβάτι.
Ξάπλωσα, πήρα την κουβερτούλα να σκεπαστώ. Έκανε λίγη ψύχρα.
Μετά τη ρετσίνα που ήπιαμε στην ψησταριά, την κούραση και την προχωρημένη ώρα, ο ύπνος με πήρε αμέσως.
Ντριιιννννν, ντρινννννν, Τινάχτηκα. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ήξερα που ήμουν. Ντρινννν, Ντριννννν. Ψάχνω με το χέρι μου στο κομοδίνο. Ρίχνω κάτι χάμω. Βρίσκω ένα καλώδιο. και ψάχνοντας πιάνω τον διακόπτη. Τον ανάβω. Μια λάμπα άναψε χάμω στο πάτωμα. Την λάμπα είχα ρίξει. Την ξαναβάζω στην θέση της και κοιτάζω το ρολόι μου. Ήταν δυο και μισή νύχτα. Ντρινννν. Το διαολεμένο το τηλέφωνο ήταν στο κομοδίνο του άλλου κρεβατιού. Ντρινν. Μπουσουλάω έτσι όπως ήμουν με τα εσώρουχά και αρπάζω το ακουστικό.
«Ναι;»φωνάζω εκνευρισμένος.
«Τι έπαθες; Γιατί δεν κοιμάσαι παλιόγερε;» Ακούω τον Μανώλη.
«Τι λες μωρέ κοιμόμουνα και με ξύπνησες.» του φωνάζω
«Κουζουλός είσαι μωρέ. Αφού εδώ στο κέντρο το φωτάκι του 104 άναψε πριν από λίγο. Μπλιπ, μπλιπ. Ίντα θέλεις;»
«Κουζουλός, είσαι και φαίνεσαι. Εγώ κοιμόμουνα και δεν πείραξα το τηλέφωνο. Κι έπειτα το τηλέφωνο δεν είναι δίπλα στο κρεβάτι που κοιμόμουν.»
«Ε μα τότες ποιος σήκωσε το ακουστικό στο δωμάτιο; Στο λόγο μου, σου λέω το φωτάκι του 104 άναψε. Μπλιπ, μπλιπ έκανε. Αφού νόμισα πως ήθελες να μου κάνεις πλάκα.»
«Μπλιπ μπλιπ να κάνει ο απαυτός σου» φώναξα. «Σου λέω κοιμόμουνα και δεν πείραξα το τηλέφωνο. Χαλασμένο θα είναι το κέντρο. Έλα κλείσε τώρα και θα τα πούμε αύριο.»
Κατέβασα το ακουστικό. Βεβαιώθηκα ότι είχε κάτσει καλά στην βάση του και ξαναπήγα στη κρεββάτι μου να συνεχίσω τον ύπνο μου. Έσβησα το φως και πήρα την θέση εμβρύου που ακόμη και σήμερα συνηθίζω για να κοιμηθώ....... Αλλά δεν ήταν γραφτό φαίνεται.
Να πάρει ο διάολος.
Τακ, Τακ, τακ στην πόρτα. Πετάγομαι πάλι πάνω. Ανάβω το φως προσέχοντας να μη ρίξω πάλι την λάμπα. Στέκομαι λίγο ζαλισμένος από την απότομη αλλάγή θέσης. Τακ τακ τακ στην πόρτα πάλι. «Ισως να είναι κανένα από τα παιδιά» σκέφτηκα. Πήγα με μεγάλο δρασκελισμό αποφασισμένος να τα καταχέσω όποιον από τα παιδιά ήταν εκεί έξω. Ανοιξα με φόρα την πόρτα. «Ποιος......» πήγα να φωνάξω αλλά......ένας γέρος, πολύ γέρος στεκόταν έξω. Φορούσε μουσαμαδένιο αδιάβροχο και κρατούσε έναν φακό. Αναψε τον φακό και μου έριξε το φως στα μάτια. Με τύφλωσε. Σκέπασα τα μάτια με την παλάμη μου.
«Που είναι ο κύριος διευθυντής; Εσύ ποιος είσαι;» άκουσα μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από λαιμό γεμάτο άμμο.
«Κατέβασε χριστιανέ μου φως. Δε βλέπω.» Του φώναξα
Χαμήλωσε τον φακό στο ύψος της μέσης του.
«Ποιός είσαι εσύ;» ρώτησα.
«Ο νυχτοφύλακας είμαι. Που είναι ο διευθυντής;»
Δυστυχώς δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ την προφορά του. Αλλά καταλάβαινα τα μισά από όσα έλεγε.
«Δεν έχει έρθει ακόμη» Απάντησα
«Ε; Μα τι λες;» Φωνάζει σχεδόν χοροπηδώντας, «Αφού και χθες και σήμερα το πρωί τον είδα και μιλήσαμε»
«Είδες τον διευθυντή χθες και σήμερα και μιλήσατε;»ρώτησα
«Μαστα» μου λέει ο γέρος πεισματικά. «Μιλήσαμε. Εσύ ποιός είσαι;» Ρίχνοντας μου το φως του φακού από τα νύχια μου ως κορφή. Ενιωσα άβολα.
«Μισό λεπτό του» του είπα«να βάλω κάτι πάνω μου κι έρχομαι. «Δε μου λες;» τον ρώτησα όσο φορούσα το παντελόνι μου, «εσύ γιατί ήρθες εδώ νυχτιάτικα και χτύπησες την πόρτα;»
Δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ντρινννν Ντριννν το τηλέφωνο. «Να πάρει» μουρμούρισα και σήκωσα το τηλέφωνο.
«Τι είναι ρε Μανώλη πάλι; Εδώ ε......Πως; Όχι ρε Μανώλη δε σήκωσα εγώ το τηλέφωνο. Όχι είπα! Κοίτα Μανώλη θα έρθω εκεί με τον νυχτοφύλακα.»
«Νυχτοφύλακα;»ρωτάει ο Μανώλης
«Περίμενε» του είπα ερχόμαστε εκεί τώρα.
Φόρεσα και το πουκάμισό μου, άνοιξα λίγο την μπαλκονόπορτα καθώς ποτέ δεν μπόρεσα να συνηθίσω στην μυρωδιά των κλειστών δωματίων των ξενοδοχείων, και είπα στον γέρο:
«Ελάτε κύριε πάμε στην ρεσεψιόν να τα πούμε»
Έξω ψιχάλιζε. Γι αυτό ο γέρος φορούσε τον μουσαμά. Όταν φτάσαμε στην ρεσεψιόν ο Μανώλης μας περίμενε.
«Για ελάτε κύριε » είπα στον γέρο. Εμοιαζε στο πρόσωπο τουλάχιστον εκατό χρονών με τις χιλιάδες ρυτίδες που αυλάκωναν το οστεώδες πρόσωπο. Οι κινήσεις του όμως είχαν μια νεανική σχεδόν ευλυγισία.
Τον έβαλα σε μια καρέκλα να κάτσει. Εγώ ακούπησα στον πάγκο της υποδοχής.
«Λοιπόν» είπα «Μου είπατε ότι συναντήσατε τον Διευθυντή του ξενοδοχείου αυτού χθές και σήμερα το πρωί. Ετσι;»
«Μαστα. Μα εσείς τι είστε;»
«Είμαστε μαθητές για να δουλέψουμε εδώ το καλοκαίρι» του είπα. «Σας είπε το όνομά του ο διευθυντής;»
«Μάστα μου το είπε. Κάτι σαν Μυλονάκης μου πε; Σαν Αχλάδης μου πε; Πάντως κάτι με μήλο ή αχλάδι»
Κοίταξα τον Μανώλη που καθόταν στην θέση του δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο με ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά του.
«Ρε Μανώλη τι λες; Να πάρουμε τον διευθυντή της σχολής τέτοια ώρα να τον ρωτήσουμε αν ξέρει το όνομα του διευθυντή που περιμένουμε;»
«Κουζούλός είσαι μωρέ; Μέσα στα άγρια μεσάνυχτα;»
«Θα τον πάρω εγώ» είπα αποφασιστικά. Κάλεσε τον . Θα του μιλήσω.»
Το τηλέφωνο του διευθυντή χτύπησε αρκετές φορές. Ο Μανώλης ετοιμάστηκε να το κλέισει όταν ακούσαμε την πλούσια σαν βαρύτονου φωνή του διευθυντή.
«Ναι! »
Πήρα το ακουστικό από τα χέρια του Μανώλη.
«Κύριε Διευθυντά συγγνώμην που.....» Ο άλλος αναγνώρισε την φωνή μου και φαίνεται ότι ανησύχησε
«Τι είναι Χριστόφορε; Συνέβη τίποτα;»
«Όχι όχι, μη ανησυχείτε. Τίποτα. Ήθελα μόνο να σας ρωτήσω μήπως ξέρετε το όνομα του διευθυντή που θα έρθει εδώ στο Ξενία;
«Μα είναι δυνατό ρε Παπαχαραλάμπους να με ξυπνάς για κάτι τέτοιο; Δεν μπορούσες να περιμένεις λίγες ώρες ακόμη;»
Του εξήγησα την υπόθεση με τον νυχτοφύλακα. Μου ζήτησε μισό λεπτό να δει κάτι και όταν ήρθε μου είπε: «Αριστείδης Αχλαδιώτης»
«Αχλαδιώτης;» επανέλαβα
Ο νυχτοφύλακας κούνησε καταφατικά με έμφαση το σταφιδιασμένο του πρόσωπο.
Όταν διακόψαμε την σύνδεση με την Ρόδο, ήμουνα πολύ προβληματισμένος. Αρα ο νυχτοφύλακας τον είδε τον διευθυντή. Στο μεταξύ έξω είχε σηκωθεί αέρας. Και μύριζε βροχή.
Μπλιπ μπλιπ μπλιπ από το τηλεφωνικό κέντρο!
Ο Μανώλης με κοίταζε παγωμένος. Το 104 καλούσε και δεν ήταν κανείς εκεί...καλούσε επίμονα.
Μπλιπ, μπλιπ, μπλιπ.
«Απάντησε»λέω στον Μανώλη
«Εσύ να απαντήσεις» είπε πεισματικά εκείνος.
Μπλιπ, μπλιπ, μπλιπ, «Ε! αϊ στο διάολο είπα και πηγαίνω στο τηλεφωνικό κέντρο.
«Σύνδεσέ με» λέω στο Μανώλη. Εκείνος έβαλε το βύσμα
«Ρεσεψιόν παρακαλώ;» «Ναι;» «Reception here!»
Καμιά απάντηση. Μόνο.....κάτι σαν ανάσα. Ανάσα βαριά αρρώστου. Τώρα φωνάζω έξαλλος:
«Είπα Ρεσεψιόν ομιλείτε!» Τίποτα μόνο η βαριά ανάσα.
Μα ποιος ήταν μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμουν πριν από λίγο;
Και που ήταν ο Διευθυντής που είχε δει ο νυχτοφύλακας;
Το πέδιλο που πατησα στο δωμάτιο 104 ;
Ένας μικρόσωμος χωροφύλακας πλησίασε την Μιρέλα:
«Του ξενοδοχείου είστε;» ρώτησε
«Μάλιστα» είπε εκείνη.
Άπλωσε το χέρι του και της έδωσε κάτι.
«Θα το ξέχασε πελάτης μάλλον. Το βρήκαμε στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι του 104.» είπε κι έφυγε ακολουθώντας τον ενωμοτάρχη.
Η Μιρέλα, ο Μανώλης κι εγώ κοιτούσαμε σαν χαμένοι ένα αριστερό δερμάτινο πέδιλο......
Έτσι όπως κοιτούσαμε το δερμάτινο πέδιλο που έδωσε ο χωροφύλακας στην Μιρέλα, ήταν λες και βλέπαμε για πρώτη φορά τέτοιο πράγμα.
«Εϊ εσύ ψηλέ μελαψέ για έλα εδώ.» Άκουσα τον ενωμοτάρχη να φωνάζει ενω είχε φτάσει στο ύψος της ρεσεψιόν και ετοιμαζόταν να φύγει.
Κατάλαβα βέβαια ότι απευθυνόταν σε μένα. Γιατί όσο κι αν φαίνεται περίεργο σήμερα, ένας νέος με ύψος 1.83 ήταν πολύ ψηλός για κείνη την εποχή. Και μιλάμε για το 1968. Ήμουνα και μελαψός.
Απόσπασα το βλέμμα μου από το πέδιλο, πάνω στο οποίο είχα σκοντάψει το πρώτο βράδυ στο δωμάτιο 104. Τίνος να ήταν άραγε; Και το ταίρι του;
Το παράξενο είναι όσο κι αν είχαμε ψάξει η Μιρέλα, ο Μανώλης κι εγώ τότε στο δωμάτιο δεν το είχαμε βρει. Το βρήκαν όμως αμέσως οι χωροφύλακες που κουβάλησαν τον νεκρό Ιταλό στο δωμάτιο αυτό. Και μάλιστα δίπλα στο κρεβάτι. Μα τι διάολο τυφλοί ήμασταν;
Προχώρησα προς το σημείο που με περίμενε ο ενωμοτάρχης. Είπα και στον Μανώλη με την Μιρέλα να με ακολουθήσουν.
Ο ενωμοτάρχης ήταν ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε καλοσυνάτος άνθρωπος. Χοντρόυλης με ολοστρόγγυλη κοιλιά που μάλλον χωρούσε αρκετά λίτρα κρασί, πράγμα που επιβεβαίωνε και η κοκκινωπή μύτη του και τα πρησμένα πονηρά του μάτια.
Μόλις έφτασα δίπλα του, με κοίταξε και με ρώτησε:
«Για να 'χουμε καλό ρώτημα, δεν μου λες; Τι είσαι του λόγου εδώ πέρα; Ο κύριος Διευθυντάς είσαι;»
Δεν απάντησα αμέσως. Εκείνο το «κύριος Διευθυντάς» με μπέρδεψε.
«Όχι δεν είμαι ο Διευθυντής» σπουδαστής είμαι κι εγώ αλλά λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους.
«Και πως σε λεν;»
«Παπαχαραλάμπους»
«Ο κύριος Διευθυντάς που είναι;»
Πάλι αυτό το «κύριος Διευθυντάς»
«Δεν έχει έλθει ακόμη. Από ότι ξέρω.» είπα
«Μήπως τυχαίνει να ξέρεις πως τον λέν;»
«Αχλαδιώτης τσίριε Ενωμοτάρχα» πετάχτηκε από δίπλα ο Μανώλης
«Κρητικός είσαι ε;»
«Απο μέσα απ το Ηράκλειο τσίριε Ενωμοτάρχα!»
«Και πως το πες το όνομα του Διευθυντά;
«Αχλαδιώτης» είπα εγώ «μάλιστα προχθές αργά την νύχτα την ώρα που κοιμόμουν ήρθε και μου χτύπησε στο 104 .....»
«Εκεί που βάλαμε τον νεκρό Ιταλό προ ολίγου, κοιμόσουν;»
«Μάλιστα. Εκεί!» απάντησα νιώθοντας κάτι σαν παγωμένο νερό να κυλάει στην ραχοκοκκαλιά μου. «Και ήρθε που σας έλεγα ένας ηλικιωμένος, μου χτύπησε την πόρτα και ζητούσε τον κύριο Αχλαδιώτη λέγοντας ότι ήταν ο νυχτοφύλακας.»
Μου φάνηκε ότι ο ενωμοτάρχης ταράχτηκε με αυτά που του διηγήθηκα και ιδιαίτερα με το άκουσμα του ονόματος. Με κοίταξε με κείνα τα μάτια του τα όλο μικρές κόκκινες φλεβίτσες, και με ρώτησε.
«Το μικρό του; Το ξέρεις το μικρό του;»
Σκέφτηκα για λίγο για να το θυμηθώ όπως μου το είπε στο τηλέφωνο ο Διευθυντής της Σχολής, εκείνο το βράδυ που ο Μανώλης έλεγε ότι ποτέ δε μίλησα, και είπα:
«Αριστείδης Αχλαδιώτης».
Ο Ενωμοτάρχης χλόμιασε εμφανέστατα. Γύρισε και κοίταξε τους χωροφύλακες που τον συνόδευαν.
«Είσαι σίγουρος γι αυτό;» ρώτησε καχύποπτα ο αστυνομικός.
«Έτσι μου είπε ο Διευθυντής της Σχολής, μας που τον πήρα τηλέφωνο. Έτσι δεν είναι Μανώλη;» ρώτησα τον Κρητικό με νόημα.
«Ε ε έτσι είναι.» απάντησε αλλά όχι με σιγουριά.
«Αυτός ο νυχτοφύλακας ο ηλικιωμένος που λες ότι ήρθε και τον ζητούσε σε κείνο το δωμάτιο θυμάσαι καθόλου πως ήταν;» ρώτησε με παράξενη προσμονή.
Σκέφτηκα για λίγο...
«Μου έκανε εντύπωση το πολύ ρυτιδωμένο του πρόσωπο και τα πυκνά γκριζωπά λιγδιασμένα του μαλλιά.»
«Δεσποινίς...»απευθύνθηκε προς την Μιρέλα ο Ενωμοτάρχης. «Τα κλειδιά του γραφείου του Διευθυντά ξέρετε που είναι;»
«Όχι κύριε» απάντησε εκείνη με κάποια ταραχή. «Αλλά νομίζω ότι κάποιο από τα αυτά τα αντικλείδια θα το ανοίγουν.»
«Έχετε μπει μέσα καθόλου;»
«Όχι. Κανείς δεν έχει μπει ακόμη. Θα μπαίναμε όμως να καθαρίσουμε.»
«Φέρτε μου τα κλειδιά!» διέταξε ο Ενωμοτάρχης
«Μα....» είπε η Μιρέλα
«Ούτε μα, ούτε ξεμα. Γρήγορα τα κλειδιά είπα.» Έμοιαζε πολύ ταραγμένος. Κοίταξα τους άνδρες του. Κι εκείνοι έμοιαζαν να τα έχουν χαμένα.
Η Μιρέλα που κρατούσε στο ένα χέρι το δερμάτινο πέδιλο και στο άλλο τα κλειδιά του τα έδωσε αμίλητη.
«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησα εγώ διστακτικά
«Μακάρι να 'ξερα» απάντησε εκείνη.
Προχωρήσαμε προς το γραφείο δίπλα στην ρεσεψιόν. Ο Ενωμοτάρχης στάθηκε για λίγο μπρος την κλειδωμένη πόρτα. Ύστερα σαν να το πήρε απόφαση άρχισε να δοκιμάζει με βιάση ένα ένα τα κλειδιά. Μα τι τον είχε πιάσει;
Τελικά με ένα κλικ ξεκλείδωσε την πόρτα. Δίστασε λίγο. Ύστερα την έσπρωξε και μπήκε. Προχώρησε ένα βήμα και στάθηκε.
«Δεσποινίς,» φώναξε «ελάτε κι ανοίξτε το παράθυρο να μπει λίγος αέρας εδώ μεσα. Βρωμάει μούχλα»
Άφησα την Μιρέλα να περάσει πρώτη. Μόλις μπήκε έκανε ένα «Πιιιιφφφ» και τρέχοντας σχεδόν πήγε και άνοιξε το παράθυρο.
Όταν μπήκα εγώ μου φάνηκε ότι μύριζε ακριβώς το ίδιο με την πετσέτα που βρήκαμε στο 104 τις προάλλες.
Ο Ενωμοτάρχης άναψε και το φως.
Δεν είχα ιδέα τι κάναμε εκεί μέσα.
Άρχισα να κοιτάζω γύρω που. Ένα μεγάλο μοντέρνο γραφείο δέσποζε στο κέντρο του δωματίου με άνετο κόκκινο κάθισμα με ρόδες. Η επιφάνεια του γραφείου ήταν απόλυτα τακτοποιημένη . Στο κέντρο είχε ένα μεγάλο "ημερολόγιο- πλάνο" κρατήσεων.
Στα δεξιά ήταν μια αρχειοθήκη με ντοσιέ τοποθετημένα με τάξη.
Πίσω ακριβώς από το κάθισμα στον τοίχο, λίγο ψηλότερα από το ύψος μου ήταν ένα κάδρο που μέσα είχε ένα επίσημο έγγραφο. Πλησίασα και είδα ότι ήταν η έγκριση του διορισμού του «Αριστείδη Αχλαδιώτη ως Διευθυντή του Ξενία Ηγουμενίτσης». Είχε και φωτογραφία ενός πολύ νέου άνδρα, ίσως συνομήλικου μου αλλά με πολύ αδύνατο πρόσωπο και μελαγχολικό χαμόγελο. Η ημερομηνία του εγγράφου ήταν Ιούλιος 1967. Λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Δηλαδή πριν από ένα χρόνο
«Τον ξέρετε, κύριε Ενωμοτάρχα;» ρώτησα όταν αντιλήφθηκα ότι ο αστυνομικός στεκόταν δίπλα μου και κρατούσε μια επιστολή που βρήκε πάνω στο γραφείο. Γύρισε προς την Μιρέλα και ταρακουνώντας την επιστολή μπρος πίσω, φώναξε.
«Δεσποινίς!!!»
Η Μιρέλα αναπήδησε! «Ορίστε» ψέλλισε
«Είστε σίγουρη ότι δεν μπήκε κανείς εδώ μέσα; »
«Από την μέρα που ήρθαμε και έχω εγώ τα κλειδιά νομίζω ότι κανείς δεν μπήκε.»
«Εσύ ψηλέ Τι λες;»
«Το ίδιο. Τέσσερις μέρες ήμαστε εδώ και δεν είδα ποτέ την πόρτα αυτή ανοιχτή.»
«Κρητικέ;»
«Εγώ τσίριε είμαι νυχτερινός από την μέρα πού 'ρθαμε επαέ. Πάντα κλειστή ήταν η πόρτα»
«Και δε μου λες ψηλέ εκείνος ο γέρος ο ρυτιδιασμένος, που λες ότι ήρθε την νύχτα και ζητούσε τον Διευθυντά, μήπως έκανε καμιά κίνηση κατά δω;»
«Όχι κύριε Ενωμοτάρχα. Δεν τον ξανάδα. Μα γιατί κάνετε αυτές τις ερωτήσεις;»
Αντί να μου απαντήσει με ξαναρωτάει:
«Πότε ήρθατε όλοι εδώ;»
Γύρισα προς την Μιρέλα.
«Στις 3 Ιουλίου» είπε εκείνη με όχι και πολύ σταθερή φωνή.
«Για δες εδώ ψηλέ ! Τι βλέπεις;»
«Ε ε ε ε μια επιστολή.»
«Τι επιστολή είναι ψηλέ;»
Προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοούσε ώσπου την είδα. Η επιστολή ήταν συστημένη με σφραγίδα παράδοσης 3 Ιουλίου 1968 και απευθυνόταν στον κύριο Αριστείδη Αχλαδιώτη.
«Για διάβασε εκεί κάτω ψηλέ»
Κοιτάζω εκεί που έδειξε και είδα μια σημείωση γραμμένη με μολύβι που έλεγε:
«Φακ. Αρχείο» και δίπλα μια μονογραφή. «Α. Α»
«Αριστείδης Αχλαδιώτης» μονολόγησα.
Στο γραφείο πάνω είδα και τον ανοιγμένο φάκελο της συστημένης επιστολής.
«Ε! Απλό.» Είπα «Ο κύριος Αχλαδιώτης θα έχει έρθει αλλά δεν τον εχουμ.....»
«Δεν είναι κύριος» με διέκοψε ο Ενωμοτάρχης.
«Γιατί; Τι έκανε;» Το μυαλό μου πήγε αμέσως στις πολιτικές του πεποιθήσεις. Τίποτα κομμουνιστής θα ήταν φαίνεται.
«Τίποτα δεν έκανε. Και ούτε πρόκειται να κάνει.» Φώναξε ο Ενωμοτάρχης πετώντας τη επιστολή με φόρα πάνω στο γραφείο.
«Γιατί ψηλέ, δεσποινίς και συ Κρητικέ, ο Αχλαδιώτης είναι νεκρός!!»
Το μόνο που θυμάμαι τώρα, όταν το άκουσα μου φάνηκε κάτι σαν βουητό να γέμισε το αυτί μου.
«Μα πως αφού ο .....» πήγα να ψελλίσω
«Τέρμα. Είπα ο Αχλαδιώτης είναι νεκρός. Τον σκότωσε ένας Κερκυραίος πέρσι προς το τέλος του καλοκαιριού, γιατί ο Αχλαδιώτης είχε ατιμάσει την κόρην του. Την είχε καταστήσει έγκυο. Μια νύχτα μπήκε κρυφά στο δωμάτιο του και τον μαχαίρωσε ενώ κοιμόταν.»
«Τον Κερκυραίο τον πιάσατε;» ρώτησα
«Διαφεύγει της σύλληψης ακόμη.» Απάντησε
«Και τον έχετε δει εσείς αυτόν τον Κερκυραίο;» ξαναρώτησα
«Ψηλέ! Τον έχεις δει κι εσύ!! Σου χτύπησε την πόρτα!!!»
Πάγωσα. Στην κυριολεξία. Έγινα κολόνα πολικού πάγου.
«Σε ποιο δωμάτιο έγινε ο φ....» πήγε να ρωτήσει ο Μανώλης
«Εκεί που βάλαμε το Ιταλό σήμερα» απάντησε ο αστυνομικός τρίβοντας με δύναμη τον σβέρκο του σαν να ήθελε να διώξει κάποιο επίμονο έντομο.
«Στο 104!!» είπε η Μιρέλα σαν υπνωτισμένη, κοιτώντας το δερμάτινο πέδιλο που κρατούσε ακόμη και ξαφνικά σαν κάτι να την τσίμπησε, τίναξε με δύναμη το χέρι και το πέταξε στην άλλη γωνιά του δωματίου. Κανείς δεν αντέδρασε. Μοιάζαμε όλοι, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του.
«Μα κάποιος άνοιξε αυτήν την επιστολή. Ποιος όμως; Και είναι κι αυτός ο Κερκυραίος που κρύβεται κάπου εδώ τριγύρω......» είπε τρίβοντας με μανία τον σβέρκο του ο Ενωμοτάρχης.
«Ωραία πρακτική θα κάνουμε» είπε ο Μανώλης.
«Και στο 104 έχουμε έναν νεκρό.» Μουρμούρισα .......
Ε! Λοιπόν δεν ήταν και οι καλύτερες συνθήκες για να κάνουν οκτώ παιδιά - βάζω και τον εαυτό μου μέσα στο «παιδιά»- την πρακτική τους στα ξενοδοχειακά, όταν με τις πρώτες αφίξεις είχαμε πέντε δίκλινα και ένα μονόκλινο κατειλημμένο....... από νεκρό πελάτη.
Τον Ιταλό που πέθανε από καρδιακή ανακοπή.
Είχαμε επί πλέον έναν εξαφανισμένο διευθυντή του ξενοδοχείου τον Αριστείδη Αχλαδιώτη που σύμφωνα με τον Ενωμοτάρχη είχε δολοφονηθεί από κάποιον Κερκυραίο πέρυσι το καλοκαίρι δηλαδή το 1967, λίγους μήνες μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου από την κυβέρνηση της χούντας.
Εκτός αυτού μέσα στο γραφείο του Διευθυντή βρήκαμε ανοιγμένη συστημένη επιστολή με χθεσινή ημερομηνία. Τώρα ποιος άνοιξε την επιστολή; Ποίος υπέγραψε με αρχικά «Α.Α»;(Αριστείδης Αχλαδιώτης;) Και ποιος ήταν ο ηλικιωμένος τύπος που ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα την πρώτη νύχτα που φτάσαμε στην Ηγουμενίτσα και διάλεξα το Δωμάτιο 104 για κοιμηθώ; Και το πέδιλο το δερμάτινο που μπλέχτηκε στα πόδια μου εκεί στο δωμάτιο εκείνο; Τίνος ήταν;
Την ώρα που ο Ενωμοτάρχης με τους χωροφύλακες έφευγαν για να πάνε να ρυθμίσουν όλα όσα έπρεπε να γίνουν για την μεταφορά του νεκρού στην πατρίδα του, που από τότε έμαθα πόσο χρονοβόρα διαδικασία ήταν, γύρισε και μας φώναξε:
«Παιδιά! Να προσέχετε. Το νου σας! Δεν ξέρουμε ποιος είναι αυτός ο ηλικιωμένος με το σταφιδιασμένο μούτρο που λέει ο ψηλός ότι είδε. Μπορεί να είναι και ο φονιάς του Αχλαδιώτη. Μη ξεχνάτε δεν τον έχουμε συλλάβει.....Αλλά να μη σας τρομάζω τώρα. Άιντε γεια θα τα ξαναπούμε.....»
«Ωραίααααα!! Τώρα μας ηρέμησε ο .....μούσκαρος» μουρμούρισε ο Μανώλης
«Σςςςς. Πιο σιγά είπε η Μιρέλα.»
«Παιδιά μεσημέριασε» είπα«Πάω στο εστιατόριο να δω αν είναι όλα έτοιμα».
Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα ο Γιώργος ο συμφοιτητής μας με τους δυο επαγγελματίες σερβιτόρους είχαν τα πάντα υπό τον έλεγχό τους. Και σιγά την πελατεία που είχαμε! Δέκα πελάτες όλοι κι όλοι.
Ο νεκρός βέβαια δεν μέτραγε......έτσι ήθελα να πιστεύω εκείνη την στιγμή.
Πήγα στην ρεσεψιόν. Κάθισα κι έκανα λίγη παρέα στην Γεωργία που είχε απογευματινή βάρδια. Ήταν ένα στρουμπουλό κορίτσι με πολύ όμορφα καστανά μάτια και μαλλιά πάντα δεμένα κότσο. Δεν ξέρω πως θα έχει εξελιχθεί τώρα.
Της άρεσε να κάνει παρέα μαζί μου γιατί ήθελε να εξασκεί τα γαλλικά της που ήταν πολύ καλά.
Το βραδάκι συννέφιασε κι έπιασε ένας δυτικός άνεμος να φυσάει. Το εστιατόριο δούλευε μια χαρά. Τώρα σέρβιρα κι εγώ μαζί με τους επαγγελματίες σερβιτόρους. Το σερβίς τέλειωσε γρήγορα.
Όσο νύχτωνε ο δυτικός αέρας που φυσούσε όλο το απόγευμα δυνάμωνε. Είχε γίνει πραγματικά ενοχλητικός.
Ο Μανώλης είχε πιάσει την νυχτερινή βάρδια. Και καθόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν κι έλυνε σταυρόλεξα. Όταν μπήκα σήκωσε το κεφάλι του και γελώντας φώναξε: «Ρε παλιόγερε δεν έχεις ύπνο;»
«Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτός ο αέρας»
«Είναι ο Ζέφυρος» πέταξε εκείνος όλος περηφάνια «αλλά που να τα ξέρετε αυτά εσείς οι Κάφροι» πρόσθεσε.
Φυσούσε τόσο δυνατά που άκουγα τα καλώδια του ρεύματος έξω να χτυπάνε το ένα με το άλλο και τα κλαδιά ενός δέντρου που φύτρωνε δίπλα στην ρεσεψιόν να ξύνουν την τζαμαρία.
Ο Μανώλης σηκώθηκε και με πλησίασε. Ένιωσα ότι κάτι ήθελε να μου πει.
«Ρε Χριστόφορεεεε.......ήθελα να σου πω μωρέ.......»
«Τι είναι Μανώλη; Έγινε κάτι;» ρώτησα ανήσυχος
«Όχι ρε γέρο. Τίποτα ....να ...... όμως θυμάσαι που φώναζες προχθές για μια σκακιέρα που έλεγες πως υπήρχε εδώ και μετά την ψάχναμε και δεν την βρίσκαμε;»
«Πως δε θυμάμαι! Γιατί ρωτάς;»
«Να μωρέ Χριστόφορε, δεν ξέρω ρε συ αλλά να..... την βρήκα......»
Έμεινα κάγκελο. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι είχα πλάσει με την φαντασία μου όλη την σκηνή με την σκακιέρα.
«Βρήκες την σκακιέρα Μανώλη;» Ρώτησα μάλλον επιθετικά. «Και που ήταν ρε Μανώλη;»
Εκείνος πήγε εκεί που καθόταν δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο, και άνοιξε ένα ντουλάπι ακριβώς από κάτω. Έβαλε το χέρι του μέσα και το έβγαλε κρατώντας μια μεγάλη ξύλινη σκακιέρα. Την ίδια που είχα δει κείνο το πρώτο βράδυ.
«Την πήρα στα χέρι μου. Τα πιόνια;» ρώτησα
Έβαλε ξανά το χέρι μέσα στο ντουλάπι κι έβγαλε ένα χαρτονένιο κουτί.
«Εδώ μέσα» μου είπε μαγκωμένος.
«Και δε μου λες Μανώλη....παίξαμε ή δε παίξαμε σκάκι εκείνο το βράδυ;»
«Ίντα να σου μωρέ Χριστόφορε. Φαίνεται ότι......παίξαμε.» Άνοιξε το κουτί με τα πιόνια. διστακτικά. Μέσα είχε κι ένα πακέτο τσιγάρα «ΑΣΣΟΣ ΦΙΛΤΡΟ».
«Τουτανέ έψαχνα να βρώ ......και τα βρήκα....εκεί μέσα....»
«Δηλαδή ρε Μανώλη εκείνο το βράδυ παίξαμε ή δε παίξαμε σκάκι;»
«Ιντά να πω; Εγώ δε θυμούμαι να παίξαμε αλλά πως βρέθηκαν τα τσιγάρα μου μέσα στο κουτί;»
«Και δε μου λες Μανώλη» είπα αρκετά εκνευρισμένος αλλά και απορημένος συνάμα γιατί έβλεπα τον γνήσιο προβληματισμό του ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, «ξέρεις να παίζεις σκάκι ή όχι;»
Δε πρόλαβε να απαντήσει. Χτύπησε το τηλέφωνο και άπλωσε το χέρι του να απαντήσει.... αλλά έμεινε μετέωρο..... Γυρίζει και με κοιτάει:
«Χριστόφορε...... κοίτα......» μου λέει δείχνοντας μου τον πίνακα του τηλεφωνικού κέντρου.
Πλησιάζω σκύβω και βλέπω..... το 104 να καλεί. Το φωτάκι του αναβόσβηνε!
«Ο....νεκρός......» ψέλλισε ο Μανώλης.
Το τηλέφωνο καλούσε, μπλιπ μπλιπ μπλιπ μπλιπ με επιμονή.
«Να πάρει ο διάολος» Είπα
«Σουςςς» μου κάνει ο Μανώλης «μη βλαστημάς!»
Μπλιπ μπλιπ το τηλέφωνο.
«Σήκωσε» το λέω στο Μανώλη
«Εσύ να το σηκώσεις. Είσαι μεγαλύτερος.»
«Εντάξει» του λέω σύνδεσέ με
Βάζει το βύσμα.
«Reception here!» είπα μόνο.
Ένας βαθύτατος αναστεναγμός ακούστηκε. Σαν κάποιος να πονούσε πολύ.
Πέταξα το τηλέφωνο. Ήταν σχεδόν η ίδια σκηνή με την πρώτη νύχτα. Μόνο που τότε δεν υπήρχε πτώμα στο δωμάτιο.
«Μα τι είναι Χριστόφορε; »
«Δεν δεν..... δεν έχω ιδέα» ψέλλισα
Ο Μανώλης διέκοψε την σύνδεση. Αλλά το τηλέφωνο συνέχιζε να καλεί: Μπλιπ, μπλιπ μπλιπ. Εκείνη την στιγμή μπήκε ο νεαρός νυχτοφύλακας. Ο γαμπρός του μάγειρα του κυρ Μήτσου.
Μας είδε αναστατωμένους.
«Τι είναι βρε παιδιά; Τι τρέχει;»
Ο Μανώλης με κοίταξε ερωτηματικά.
«Πες του» είπα
«Ελα να δεις» είπε ο Μανώλης στο νυχτοφύλακα
Μπλιπ μπλιπ μπλιπ το τηλέφωνο.
Ο νυχτοφύλυκας πλησίασε. Παραμέρισα για να του κάνω χώρο. Είδε το φωτάκι του 104 να αναβοσβήνει.
«Εκεί δεν έιναι που βάλατε τον νεκρό Ιταλό;» ρώτησε.
«Εκεί» απάντησε ο Μανώλης.
«Μα πως;......» έκανε να ρωτήσει ο νυχτοφύλακας.
«Δε μου λες;» τον έκοψα« έχεις φακό;»
«Εμ πως! Γίνεται να μη έχω;» απάντησε εκείνος θιγμένος.
«Λοιπόν» είπα αποφασιστικά «θα πάμε μαζί οι δυο μας να δούμε. Εσύ Μάνώλη να μείνεις εδώ»
«Πριτς!!! Σε γελάσανε που θα μείνω επαέ μοναχός μου να βαράει τούτος ο διάολος μέσ τα αυτιά μου. Θα έρθω μαζί σας.»
«Ναι.....αλλά.....» πήγα να πω
«Κουβέντα δεν ακούω. Θα πάμε μαζί και οι τρεις.»
Κλείδωσε την πόρτα της ρεσεψιόν και βγήκαμε έξω. Κοίταξα ασυνάισθητα την ώρα. Είχε πάει έντεκα. Ο αέρας είχε θερίεψει. Σε δυσκόλευε ακόμη και περπατήσεις. Οι θάμνοι και τα δέντρα γύρω στριφογύριζαν σα να χορεύουν έναν πρωτόγονο χωρό. Κάποια πόρτα ή παραθυρόφυλλο κάπου χτυπούσε ρυθμικά.
Μόνο τα φώτα στα δρομακια προς τα δωμάτια ήταν αναμμένα. Φτάσαμε κάτω από το δωμάτιο 104. Ανεβήκαμε τις σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο. Κάτω στο υπόστεγο ήταν το αμάξι με το οποίο είχε φτάσει ο μακαρίτης.
Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα που έγραφε με μπρούντζινα γράμματα 104, σταθήκαμε. Εγώ έβαλα το αυτί μου στη πόρτα να αφουγκραστώ. Δεν άκουγα τίποτα, με όλον αυτόν το χαλασμό που έκανε ο άνεμος γύρω μας.
Κοίταξα την πόρτα. Πάνω- πάνω εκεί που ενωνόταν με τον τοίχο είχε μερικές ξύλινες γρίλιες. Προφανώς για να παίρνει αέρα το δωμάτιο. Ήταν μισάνοιχτες.
«Κάνε μου σκαμνάκι» είπα στον νυχτοφύλακα. Εκείνος αφού έδωσε τον φακό του στον Μανώλη ένωσε τα δυο του χέρια. Πάτησα πάνω και είδα ότι έφτανα άνετα στο ύψος που ήταν οι γρίλιες. Είδα ότι ήταν κινητές. Μπορούσες να τις ανοίξεις όσο ήθελες άλλα και να τις κλείσεις τελείως.
«Μανώλη δόμου τον φακό.»
Εκείνος άπλωσε το χέρι σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και μου τον έδωσε. Τον άναψα και τον σήκωσα στο ύψος της πρώτης γρίλιας. Στόχευσα με προσοχή μέσα στο δωμάτιο. Ακολούθησα με το βλέμμα το φως που μισοφώτισε το εσωτερικό του 104.
Αμέσως είδα στο πλησιέστερο προς την πόρτα κρεββάτι το ξαπλωμένο ακίνητο σώμα σκεπασμένο από πάνω μέχρι κάτω με ένα λευκό σεντόνι . Ο νεκρός Ιταλός. Κίνησα τον φακό στο υπόλοιπο δωμάτιο αργά αργά. Τίποτα το παράξενο.
Φώτισα το διπλανό κρεββάτι. Άδειο βέβαια. Προχώρησα το φως αργά, αργά προς το κομοδίνο του άλλου κρεβατιού και............... το ακουστικό του τηλεφώνου δεν ήταν πάνω στην βάση του! Ήταν ακουμπισμένο στο ξύλο του κομοδίνου....
«Θεέ μου!» ψέλισσα
«Τι, τι είναι;» ρώτησε ο νυχτοφύλακας
«Το τηλέφωνο.....το τηλέφωνο ......είναι...είναι ανοιχτό!» είπα με κομμένη την ανάσα
«Παναζία μου» φώναξε ο Μανώλης
«Σςςςς μη φωνάζεις» ψιθύρισα. Την ίδια στιγμή όμως..... μια γρήγορη κίνηση σαν σκιά μου απέσπασε την προσοχή. Κάτι σαν μακρύ ευκίνητο χέρι απλώθηκε και πέρασε πάνω από την συσκευή και χάθηκε.
«Μα τι στο διάολο» μουρμούρισα. Έριξα το φως μου πέρα από το κομοδίνο και ...... είδα....που να πάρει η οργή ....είδα την κουρτίνα της μισάνοιχτης μπαλκονόπορτας -όπως διέταξε ο Ενωμοτάρχης - να ανεμίζει και να χορεύει με χάρη περνώντας κάθε τόσο πάνω από το τηλέφωνο. Η κουρτίνα είχε ρίξει το ακουστικό. Αρχισα να γελάω σα τρελός και να λέω: «Η κωλοκουρτίνα, η κωλοκουρτίνα τηλεφωνεί!» φώναξα
Οι δυο από κάτω μάλλον θα νόμισαν ότι τρελάθηκα.
«Μα ίντα λες μωρέ τρελόγερε. Κατέβα κάτω μωρέ!» Γελώντας ακόμη παρακολουθούσα μέσα απ΄το αμυδρό φως την κουρτίνα να χορεύει στο δωμάτιο με τον νεκρό. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα απ τα γέλια. Ένιωθα τον νυχτοφύλακα να τρέμει από την προσπάθεια να με κρατήσει και αποφάσισα γελώντας ακόμη να κατέβω ρίχνοντας μια τελευταία φορά το φως του φακού στο δωμάτιο.... και το γέλιο πέτρωσε πάνω στο πρόσωπό μου.
Στην αριστερή γωνία του δωματίου εκεί που δεν είχε πάει προηγουμένως το φως του φακού.....στεκόταν μια φιγούρα.
Έχασα την ισορροπία μου από το ξάφνιασμα. Ο νυχτοφύλακας δε μπόρεσε να με κρατήσει και έπεσα χτυπώντας τον δεξί μου ώμο στον τοίχο του διαδρόμου και βρέθηκα χάμω. Έπνιξα μια κραυγή πόνου. «Μανώλη, Μανώλη, γρήγορα αντικλείδι» φώναξα παρά τον φρικτό πόνο.
«Τι είναι; Τι έπαθες;» ρώτησε ο νυχτοφύλακας
«Μα η Χωροφυλακή......»
«Χεσ' την Χωροφυλακή ωχ ωχ!» φώναξα βογκώντας «Την πόρτα γρήγορα,»
Ο νυχτοφύλακας βλέποντας με σε αυτήν την κατάσταση έβγαλε έναν κρίκο με κλειδιά. Διάλεξε ένα βιαστικά. Το έβαλε στην πόρτα και ξεκλείδωσε. Εγώ σηκώθηκα με κόπο κρατώντας με το αριστερό μου χέρι τον πονεμένο μου ώμο. Μπήκα μέσα πρώτος. Έκανα δυο βήματα στο εσωτερικό του δωματίου. Οι άλλοι δυο με ακολούθησαν.
«Ανάψτε το φως είπα» ήρεμα
Το δωμάτιο πλημμύρισε στο φως. Το κατάλευκο σεντόνι που σκέπαζε τον όγκο του νεκρού στο κρεββάτι, κυμάτιζε ανάλαφρα από τον αέρα που έμπαινε από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Στην γωνία δίπλα στην μπαλκονόπορτα στεκόταν....ακίνητη σα μαρμαρωμένη μια λιγνή μικρόσωμη ανδρική μορφή.
Ο Μανώλης με πλησίασε και μου ψιθύρισε: «Ο Αχλαδιώτης!»
Πράγματι αναγνώρισα κι εγώ το πρόσωπο που είχα δει στην φωτογραφία που είχε το έγγραφο του ΕΟΤ εκεί στο γραφείο του Διευθυντή που όριζε τον Αριστείδη Αχλαδιώτη, διευθυντή του ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ.
Μόνο που ο Αχλαδιώτης ήταν νεκρός. Δολοφονημένος και δε γινόταν να είναι εκεί τώρα.
«Ποιος είσαι;» ρώτησα απαλά. Με τρόμαζε ακόμη και η ίδια φωνή μου.
Καμιά απάντηση.
«Μη φοβάσαι.» είπα ξανά. «Πες μας ποιος είσαι. » ρώτησα
Η φιγούρα κινήθηκε με πλάγια βήματα ανάλαφρα βήματα στο ένα του πόδι φορούσε δερμάτινο πέδιλο. Έφτασε στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα μας έριξε ένα βλέμμα.
«Θα τα ξαναπούμε» ψιθύρισε ή μου φάνηκε εμένα και βγήκε έξω.
Τρέξαμε ξοπίσω του. Αλλά είχε χαθεί στο σκοτάδι σαν να τον πήρε ο δυνατός ζέφυρος που φυσούσε.
Γυρίσαμε πίσω στο δωμάτιο. Είμαστε και οι τρεις βουβοί. Εγώ πάντως ακόμη και σήμερα, τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές δεν ξέρω να πω τι αισθανόμουν εκείνη την στιγμή που ξαναμπήκαμε στο δωμάτιο με το σκεπασμένο κουφάρι του Ιταλού. Τραβήξαμε την μπαλκονόπορτα όπως την είχαμε βρεί. Και προχωρήσαμε να βγούμε και να κλειδώσουμε, όταν ο Μανώλης έσκυψε στο πάτωμα και σήκωσε ένα χαρτί από χάμω. Του έρριξε μια ματιά και χωρίς να πει λέξη μου το έδωσε.
Ήταν η ανοιγμένη συστημένη επιστολή που είχαμε βρει στο γραφείο του διευθυντή του ξενοδοχείου το πρωί μαζί με τον Ενωμοτάρχη. Μόνο που τώρα δίπλα στα αρχικά «Α.Α» η σημείωση «Φακ. Αρχείου» είχε διαγραφεί και από κάτω της είχε προστεθεί με τα ίδια γράμματα η φράση: «Παραλήπτης Ανύπαρκτος»!!
Όταν γυρίσαμε στη ρεσεψιόν και ο νυχτοφύλακας έφυγε ρώτησα τον Μανώλη:
«Πως σου φανήκανε όλα αυτά;»
Εκείνος δε απάντησε. Μου έδειξε με τον τρόπο του ότι δεν ήθελε να μιλήσουμε γι αυτό. Και δεν ξαναμιλήσαμε.
Το χαρτί του ΕΟΤ το έβαλα στο γραφείο του Διευθυντή πίσω μέσα στον φάκελο του. Εκεί είδα και το μονό δερμάτινο πέδιλο, δίπλα στην πόρτα, εγκαταλειμμένο.
Το τι απέγινε ο σταφιδιασμένος γέρος που μου χτύπησε την πόρτα και ποιος ήταν θα πρέπει να παραμείνει στα ανεξήγητα της ζωής μου. Ο Μανώλης μέχρι που αποφοιτήσαμε δεν θέλησε όσες φορές κι αν τον πίεσα να μιλήσει για την βραδιά εκείνη. Άλλωστε έχω χρόνια να τον δω.
Εγώ ο ίδιος δεν είχα αναφερθεί ποτέ πριν σε αυτό το περιστατικό. Είναι η πρώτη φορά που το διηγούμαι. Και δεν θα το ανέφερα ούτε τώρα αν ύστερα από 30 χρόνια από τότε δεν ......
Σάββατο 25/1/1997
09:15 πμ
Ήμουνα στη οδού Σπύρου Λούη με το παλιό μου Ford Fiesta μπροστά από Ολυμπιακό Στάδιο και πήγαινα στο σταθμό ΕΙΡΗΝΗ του Ηλεκτρικού να πάρω μια Πολωνέζα κοπέλα που μας βοηθούσε στο σπίτι.
Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνη την ώρα σαββατιάτικα πρωί πρωί. Είχα βάλει στο ραδιόφωνο έναν σταθμό με ωραία μουσική και πήγαινα αργά στην δεξιά λωρίδα αμέριμνος.
Ξαφνικά βλέπω στο καθρεφτάκι, πίσω και αριστερά μου να πλησιάζει μια μεγάλη BMW με μεγάλη ταχύτητα. Όταν έφτασε στο ύψος του αριστερού φτερού μου, την βλέπω να κάνει μια παράξενη κίνηση και αμέσως μετά πέφτει πάνω μου με όλη της την ταχύτητα.
Το χτύπημα στο αριστερό φτερό με έβγαλε από την τροχιά μου και με οδήγησε με μεγάλη φόρα πάνω στις μεταλλικές μπάρες που χώριζαν τον δρόμο.
Χτύπησα με φοβερή ορμή πάνω τους που έσπασαν και ένα κομμάτι μάλιστα μπήκε από το δεξί τζάμι και πέρασε μερικά εκατοστά δίπλα από το κεφάλι μου. Όλα κράτησαν δευτερόλεπτα. Αυτό που λένε ότι σε τέτοιες στιγμές ολόκληρη η ζωή σου περνάει μπροστά σου σαν κινηματογραφική ταινία είναι αλήθεια.
Δεν μπορούσα να κουνήσω και ανέπνεα με δυσκολία. Αίμα έτρεχε από τη δεξιά πλευρά του στέρνου μου και ένιωθα ότι θα χάσω τις αισθήσεις μου, όταν ένιωσα κάποιον να σπάει με κάποιο τρόπο την πόρτα του οδηγού και να με βγάζει με προσοχή ξεμπλέκοντας τα πόδια μου από τα διάφορα καλώδια που είχαν χυθεί στο δάπεδο. Ύστερα με την βοήθεια δυο τριών περαστικών με βάζουν στο ταξί του ανθρώπου που με έβγαλε από το διαλυμένο αμάξι. Ο ταξιτζής σωτήρας μου, με πήγε στο Νοσοκομείο Υγεία επειδή ήταν το πιο κοντινό. Ήταν από όσο μπορούσα να δω στην κατάσταση που βρισκόμουν, ένας νέος άνδρας γύρω στα 30.
Περίμενε ο άνθρωπος μέχρι να μου δώσουν κάποιο παυσίπονο -γιατί ο πόνος ήταν φοβερός καθώς είχα σπάσει όλα μου τα πλευρά δεξιά και είχε τρυπήσει ο πνεύμονας μου - για να του δώσω το τηλέφωνο της γυναίκας μου ή κάποιου δικού μου να καλέσει.
Ο πόνος, με τα ισχυρά παυσίπονα είχε κάπως καταλαγιάσει αλλά δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Την ώρα που του έδινα μιλώντας με κόπο, το τηλέφωνο του μαγαζιού της γυναίκας μου, κάτι μου θύμισε η φυσιογνωμία του και τον ρώτησα:
«Πως σας λένε;»
«Αριστείδη» μου είπε
«Το άλλο σας;» ξαναρώτησα
«Αχλαδιώτης» απάντησε χαμογελώντας
«Αριστείδης Αχλαδιώτης;» ψιθύρισα με δέος.
«Τι πάθατε;» ρώτησε βλέποντας το ύφος μου.
«Τίποτα.» είπα προσπαθώντας να ανασάνω με τον ένα πνεύμονα. «Κάποτε πριν από χρόνια στην Ηγουμενίτσα σε ένα ξενοδοχείο εμμ είχα...... εμμ εμμμ γνωρίσει έναν Αριστείδη Αχλαδιώτη» είπα εξαντλώντας όλες μου τις δυνάμεις.
«Ω! Μα τότε θα γνωρίσατε τον πατέρα μου. Δούλευε στα ξενοδοχεία. Πέθανε πριν γεννηθώ. Γι αυτό μου δώσανε το όνομά του.»
Ο άνθρωπος αυτός, έχασε όλο του πρωινό πηγαινοφέροντας την γυναίκα μου για τις διάφορες διατυπώσεις. Δεν δέχτηκε να πάρει ούτε δραχμή. Έκανα τότε τέσσερεις χειρουργικές επεμβάσεις. Κάθε μέρα έπαιρνε τηλέφωνο για μάθει πως ήμουνα. Όσες φορές του είχα ζητήσει να έρθει για να τον ευχαριστήσω για όσα έκανε για μένα, πάντα που απαντούσε:
«Για την ψυχή του πατέρα μου τα έκανα..»
«Θα τα ξαναπούμε είχε πει τότε εκείνη η μορφή το 1968 καθώς έβγαινε από το ΔΩΜΑΤΙΟ 104 του ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ και εξαφανίστηκε μέσα στην νύχτα", σκέφθηκα....χάνωντας τις αισθήσεις μου.
Ίσως να κράτησε την υπόσχεσή, τελικά .....!
ΞΕΝΙΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ 1968 - ΔΩΜΑΤΙΟ 104
Reviewed by thespro.gr
on
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2023
Rating:
Ωραία ιστορία! Ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή