ΤΣΑΜΑΝΤΑΣ, προπολεμική φωτογραφία του Σπ. Μελετζή
Ώρα για να φύγουμε! Κι ακόμα να πάρουμε την τελειωτική απόφαση. Έτσι μας άφησε μια ολόκληρη νυχτιά, που πέρασε και μες στο νου μας στριφογύριζαν σαν ανεμίδι οι σκέψεις, πότε να πάμε με τέτοιον καιρό; Και πότε όχι. Ώσπου μονομιάς, σαν να μην το συλλογιστήκαμε καθόλου, ξεκινήσαμε. Τα ταξίδια λοιπόν είναι μοίρα(!), όπως είπε κάποιος που σέρνει τα βήματά μας, πότε σ’ ακρογιάλια και θάλασσες, πότε σε παρθένα δάση, πότε σε χιονοσκεπές κορφές και γυμνά βουνά, σε πολιτείες μακρινές με σύμβολα και θαύματα!…
Φύγαμ’ απ’ τις Φιλιάτες μ’ έναν καιρό ύποπτο με ξεκαθαρισμένο όμως φόντο προς τη Δύση. Κάνοντας την ανάβαση μας – πηγαίναμε για του Τσαμαντά- όλο και χάνουμε από φόντο. Τα βουνά, όπως βγαίνει κανείς απ΄ το Γηρομέρι και πέρα, υψώνονται αριστερά και δεξιά του δρόμου, δυο σειρές βουνά δεν αφήνουμε το μάτι να πλανηθεί στον ορίζοντα, να χαθεί στο φόντο του απείρου…
Ακόμα κ’ η σκέψη σου κάπως φυλακίζεται σαν ν’ αγκυροβολά. Σε μεριές μεριές τα βουνά αυτά ασπρουδερά με γραμμές ανάμεσά τους σε χρώμα σκουριάς κόβονται λοξά και σχηματίζουν παράλληλες γραμμές, αφήνοντας ένα κενό, που το τρέχει το μάτι, ώσπου σταματάει απότομα στ’ αντίγραμμα βουνά, που υψώνονται πιο πέρα κι ακινητεί.
Ανάμεσα απ’ τα βουνά αυτά κατρακυλά βουϊστά και μπερδεύεται μέσα στους μικρούς λόφους το ποτάμι το Γηρομεριάτικο και φαντάζει, όπως ανεβαίνουμε, σαν νάρχεται απ’ την ασημένια ομίχλη, που σκεπάζει κει μακριά τα βουνά, Λειά- Τσαμαντά. Το περνάμε 6-7 φορές ρίχνοντας τα ζώα μας για την αντίπερα όχθη ενάντια στο ρέμα του. Τον χειμώνα στις πλημμύρες του είν’ επικίνδυνο στο διάβα του. Γέφυρα όμως σε κανένα μέρος του. Μερικές ξύλινες γέφυρες πρόχειρα κατασκευασμένες – στεριωμένα και συνδεμένα δηλ. ξύλα πάνω σε δυο δέντρα, που βρέθηκαν το ένα στη μία και το άλλο στην άλλη άκρη του ποταμιού- που ακροβατεί κι ο άνθρωπος ακόμα διαβαίνοντας τις, αντικρίζει κανείς μόνο σιγά στα χωριά Άγιοι Πάντες, που είναι χτισμένα κατά μήκος του ποταμιού και που συναντούμαι στο δρόμο μας. Έτσι ζει ο κόσμος αυτός ο πολύπαθος στον λησμονημένο κείνο τόπο.
Τα σπίτια των χωριών αυτών αλαργινά το ένα απ’ τ’ άλλο χτισμένα, μέσα στην αντάρα της φύσης και τα πολλά νερά μοιάζουν σαν κιβωτοί…του κατακλυσμού. Οι Άγιοι Πάντες, τέσσαρες ώρες απ’ τις Φιλιάτες, έχει μια χάρη και μια συγκέντρωση, όμορφο σχολειό κι εμπορικά καταστήματα πολύ καλά εφοδιασμένα.
Προχωρούμε ψηλότερα μέσα σε μιαν αντάρα που σηκώθηκε, κι όλο προχωρούμε τον ατέλειωτο δρόμο βαριεστημένα.. Πουθενά δεν αντικρίζεις φυτρωμένο σπαρτό η ανασκαμμένο απ’ το γενί τ’ αρότρου χώμα, ούτε τον ζευγολάτη να σαλαΐζη τ’ αργοπερπάτητα βόδια, ούτε μια εικόνα απ’ τις τόσο όμορφες της αγροτικής δουλειάς και ζωής.
Και στο μάκρος αυτό του δρόμου καβάλα στο ζώο έχεις για ξαγρύπνια τις απροσδόκητες παρoτρυντικές φωνές του αγωγιάτη «Χόϊ, Χόϊ» που καλεί μ’ αυτές – σ’ εντελώς ιδιαίτερη συνεννόηση και τόσο γνώριμη στ’ αργοπερπάτητο ζώο- να κινήσει ταχύτερα. Έχει κάποιο μυστικόπαθο τόνο, είναι τόσο ιδιολάλητη, μυστηριακή η φωνή αυτή, που σου γεννάει ένα συγκλονισμό, κάνει το νου σου να ταξιδεύει σ’ ατελείωτες ερήμους, γιατί σε ζυγώνει σ’ ένα όραμα καραβανιού, που βουβό κι αλάλητο περνά μπρος απ’ τα μάτια σου, σαν από κινηματογραφική ταινία, με ακούραστα βαδίζοντας ανθρώπους και ζώα και περιμένεις ώρα την ώρα, πως θ’ ακούσης μια σπαραχτική παροτρυντική φωνή απ’ τον οδηγό τους… Και με το ξεφώνημά του αγωγιάτη σου συνέρχεσαι!.
Μετά το ξεφωνητό του αγωγιάτη ένα καλαμπούρι του συνοδοιπόρου κ. Β. Κονιδάρη, τ’ ανοιχτόκαρδου παιδιού, μια συζήτηση για την αγριότητα της φύσης, την γυμνότητα των βουνών , τα πρωτόγονα μέσα της συγκοινωνίας, το τσάκισμα του κόσμου που τρέχει τους δρόμους αυτούς κυνηγώντας το ψωμί του με τόσα βάσανα, κάνει ν’ αφήσουμε πολύ δρόμο πίσω, χωρίς να το καταλάβουμε. Έπειτα από κάμποσο διάστημα κάνοντας έναν κύκλο μιας βουνοπλαγιάς φτάνουμε στην Καμίτσανη, που δεν την διακρίνουμε μες τ’ αποσπερινό σούρουπο π’ άρχισε να ξαπλώνεται. Ασπροβολά μονάχα ένας πύργος, που μας πληροφόρησαν, πως είναι νέο διδακτήριο της Καμίτσανης, που κτίστηκε μπροστά από 25 μέρες με μια γρηγοράδα ενεργειών αξιοζήλευτη.
Σε λίγο φτάσαμε στου Τσαμαντά την ώρα πούχαν ανάψει οι λάμπες και τα λυχνάρια, που φάνταζαν από μακριά σαν απόβραδ’ αστέρια μέσα στην μαυρίλα του κενού καρφωμένα, όπως δεν έβλεπες ούτε γη ούτ’ ουρανό….
Προχωρώντας σαν ανιχνευτές βρίσκουμε το σπίτι του Μαλάμη, που μας φιλοξένησε.
ΑΛΕΚΟΣ Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ (Επιθ. Δημοτικής Εκπαίδευσης Φιλιατών)
ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΠΟ ΦΙΛΙΑΤΕΣ ΕΙΣ ΤΣΑΜΑΝΤΑ ΤΟ 1931
Reviewed by thespro.gr
on
Τρίτη, Μαρτίου 29, 2022
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: