“Ο Χρόνος, αυτός ο αδηφάγος
άρχοντας που μας διαφεντεύει…..” και ο Χρόνος με προσπέρασε πάλι και πάνε 3 χρόνια και έλαχε εδώ, στην
Πόβλα, να περάσω ξανά το…κατώφλι του.
Μου έριξε λοξές ματιές
κατεβαίνοντας να επισκεφτώ το Γεφύρι της Γκρίκας. Ήταν ανακατεμένος με την
πρωινή παγωμένη αντάρα, σ ένα από τα τελευταία σπίτια του χωριού και θαρρώ μου
έγνεψε καθώς περνούσα βιαστικός δίπλα του. Η λαχτάρα όμως να προλάβω και να
βρεθώ πάνω στο πέτρινο Γεφύρι της Γκρίκας υπερνίκησε την παράξενη αυτή αίσθηση
– κάλεσμα να διαβώ το κατώφλι του. Μα επιστρέφοντας πια πίσω, με καρτερούσε, υπομονετικά, όπως μόνο αυτός
ξέρει. Τότε ήταν που ανηφορικός δρόμος
για το χωριό λες και εξαφανίστηκε και πια το διάβα μου περνούσε μόνο από το
σπίτι του, μέσα απ την πόρτα του που κι αυτή ήταν ανοιχτή, περίμενε τον
οδοιπόρο.
Με το πρώτο βήμα στην αυλή και….σαν τα
δευτερόλεπτα, τα λεπτά, η ώρα, να πάγωσαν. Ο Χρόνος φίλεψε στον ταξιδευτή του
ένα “πάγωμα” του, καλωσόρισμα όπως κάθε νοικοκύρης κάνει σ αυτά τα μέρη. Στάθηκε
ακίνητος πλάι μου και μαζί γυρίσαμε,
πρώτα προς την μεριά που φυσούσε το ξεροβόρι. Με μια ματιά του είδα την αγέρωχη
Μουργκάνα, πότε παγωμένη ντυμένη με του λευκού το πέπλο, πότε πράσινη τυλιγμένη
με του τσαγιού τ΄ άρωμα μα και…τότε…
μπαρουτοκαπνισμένη δεμένη με τα συρματοπλέγματα του αλληλοσπαραγμού.
Παιχνίδια του Χρόνου στην αυλή του και στραφήκαμε
λίγο πιο κοντά πάνω εκεί στην Πόβλα. Οι καμινάδες όλες βγάζανε καπνό, και η
κάπνα ανυψωνόταν μαζί με τις ανέμελες φωνές παιδιών από τα σοκάκια του χωριού.
Και να σου! κατηφόριζαν γυναίκες ζαλωμένες, αντάμα με πραματευτάδες, κινούσαν
προς τα νερά της Παύλας μα και παρέκει προς την Καμίτσιανη, τον Τσαμαντά.
Μα αυτό το στριφογύρισμα του χρόνου καιρός ήταν να τελειώσει, ήταν ώρα
να με προσκαλέσει μες στο σπίτι του.
Η πόρτα του, ανοικτή έτοιμη να υποδεχτεί τον μουσαφίρη και το
πόδι το δεξί πάτησε για πρώτη φορά το ξύλινο πάτωμα. Το πρώτο τρίξιμο του και
σαν ρεύμα αισθήσεων διαπέρασε το κορμί μου όλο, παράγοντας εικόνες στο μυαλό
και την ψυχή, στιγμές του αφέντη χρόνου, αναμνήσεις που σαν σκιές περνούσαν και
εγώ τις αποζητούσα, με κάθε βήμα, με κάθε τρίξιμο τις έφερνα μπρος μου. Ένα ένα
βήμα τις ακολούθησα πλάι στο τζάκι άπλωσα
μαζί τους τα χέρια μπρος στην ζεστασιά του. Ένα
ένα τρίξιμο, περιδιαβήκαμε τον χώρο και φτάσαμε στην κουζίνα και με
τρατάρανε μυρωδιές γεμάτες ρίγανη και τσάι. Διψασμένος
καρτερούσα το επόμενο πάτημα, μέχρι που έφτασα στο μεγάλο δωμάτιο, των Ξένων, το
καλό!!. Το φως, ο αέρας έμπαιναν από τα παράθυρά που κοιτούσαν τα βουνά, γέμιζαν
τον χώρο, μαζί με τις αναμνήσεις στριφογύριζαν. Γινόταν ένα με τους τοίχους δίνοντας
τους μια ζεστή απόχρωση και από μέσα τους άρχισαν να ξεπηδούν ήχοι, φωνές,
γέλιο, κλάμα. Σιγανό ηπειρώτικο τραγούδι του μισεμού, του νόστου…..και τότε ακούστηκε
το τελευταίο τρίξιμο, το πιο δυνατό, τράνταξε συθέμελα την ψυχή μου. Γύρισα και
κοίταξα την ντουλάπα στην εσοχή του τοίχου. Το βλέμμα έμεινε καρφωμένο σε μια από
τις πιο συγκλονιστικές Στιγμές που έχω βιώσει. Μια φωτογραφία, δύο ζευγάρια βλέμματα
καλοσυνάτα. Ακόμα και ο Χρόνος παραμέρισε, αφήνοντας το κενό του, να γεμίσει από
συναισθήματα.
Έμεινα να κοιτώ τις δύο φιγούρες …στην όψη τους «ξεχώριζα» τον παππού, τον πατέρα, τον αδελφό, τον φίλο. Τον ξενιτεμένο που η κάθε οικογένεια έχει σε αυτά τα ακριτικά τα μέρη. Βούρκωσα, δεν άντεξα, θαρρώ δάκρυσαν και δυο τους απέναντί μου. Και τα βλέμματα αγκαλιαστικαν και όλοι μαζι σιγοτραγουδήσαμε…
Έμεινα να κοιτώ τις δύο φιγούρες …στην όψη τους «ξεχώριζα» τον παππού, τον πατέρα, τον αδελφό, τον φίλο. Τον ξενιτεμένο που η κάθε οικογένεια έχει σε αυτά τα ακριτικά τα μέρη. Βούρκωσα, δεν άντεξα, θαρρώ δάκρυσαν και δυο τους απέναντί μου. Και τα βλέμματα αγκαλιαστικαν και όλοι μαζι σιγοτραγουδήσαμε…
Αχ τώρα στα ξεχωρίσματα ελα
γιέ μου να φιληθούμε,
ωρε γιατί έχουμε ζωή και
θάνατο, ποιος ξέρει αν θ’ ανταμωθούμε
Δεν
ξέρω πόσο στάθηκα εκεί, μόνο αυτός ο Χρόνος που είχε παραμερίσει για λίγο, ξέρει.
Άρχισε πάλι να κυλά σαν να με ξεπροβόδιζε και ξέμεινα με τα Ξεχωρίσματα στα
χείλη να βαδίζω πιά προς την έξοδο.
Τα τριξίματα πια ακουγόταν αμυδρά, λες και οι αναμνήσεις που γυρόφερναν τον χώρο χανόταν
και αυτές…ή μάλλον σιγά σιγά τρύπωναν μέσα στα δυο μπαούλα π’ απομείναν. Βουβές
πια καρτερούσαν και αυτές να τις πάρουν μακριά στα ξένα, να ανταμώσουν τον κύρη, τον γιό, την κόρη.
…Αχ
αυτού μακριά που βρίσκονται, εκεί γιέ μου στην Αυστραλία, Αμέρικη και Γερμανία….
Άφησα
το Σπίτι στην άκρη της Πόβλας πίσω μου, με τον Χρόνο να με αποχαιρέτα από το κατώφλι
τις εξώπορτας. Διέκρινα ένα κρυφό χαμόγελο του, το ξέραμε καλά κι δυο μας ότι μέχρι
την επόμενη στροφή, να σου, θα μ έφτανε και ξανά τρέχοντας, θα με ξεπερνούσε ….Αυτός ο Χρόνος, ο αδηφάγος άρχοντας που μας διαφεντεύει…..
....πια το διάβα μου περνούσε μόνο από το σπίτι του, μέσα απ την πόρτα του που κι αυτή ήταν ανοιχτή, περίμενε τον οδοιπόρο......
Το φως, ο αέρας έμπαιναν από τα παράθυρά που κοιτούσαν τα βουνά, γέμιζαν τον χώρο, μαζί με τις αναμνήσεις στριφογύριζαν.
.....τα τριξίματα πια ακουγόταν αμυδρά, λες και οι αναμνήσεις που γυρόφερναν τον χώρο χανόταν και αυτές…ή μάλλον σιγά σιγά τρύπωναν μέσα στα δυο μπαούλα π’ απομείναν....
............. ο Χρόνος με προσπέρασε πάλι και έλαχε εδώ στην Πόβλα να περάσω ξανά το…κατώφλι του.
Αχ στείλε μου το κορμάκι σου, σε
μια γιέ μου φωτογραφία,
.......
Με τ’ εσένα θέλω να `μαι, και
στην Ήπειρο καλά `ναι.
Σημείωση: Εκ τον υστέρων με ενημέρωσε η Βαρβάρα Κακούτση που ζει στην Βοστόνη, ότι το σπίτι είναι από το σόι Σπύρου Τσίγκου ο οποίος είναι από δεξιά στην φωτογραφία. Τα δύο εγγόνια του Σπύρου Τσίγκου μένουν στην Βοστόνη και το Τέξας.
Επίσης ο Παναγιώτης Ανυφαντής (Πρόεδρος της Αδελφότητας Πόβλας) με ενημέρωσε ότι ο Σπύρος Τσίγκος ήταν στην Αμερική από τους
πρώτους μετανάστες. Είχε ένα γιο που πέθανε και αυτός στην Αμερική πριν 10
χρόνια περίπου και τον φέρανε στην Πόβλα να ταφεί.
Τους ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες που μου παρείχαν.
Πόβλα Θεσπρωτίας: "Απομεινάρια μια ζωής"
Reviewed by thespro.gr
on
Κυριακή, Ιανουαρίου 15, 2017
Rating: