Είχαν
περάσει μόλις 10 ημέρες από την 28η Οκτωβρίου του 1940, όταν το
απόγευμα της 7ης Νοεμβρίου, μια διμοιρία Ιταλών, ακολουθούμενη από
ομάδες μουσουλμάνων της περιοχής, έφτασε στην Παραμυθιά, άλλοι με ζώα
και άλλοι πεζοπορώντας, χωρίς να αντιμετωπίσουν καμία αντίσταση.
Η διμοιρία των Ιταλών αυτών στρατιωτών πιθανόν να ήταν μια αναγνωριστική ομάδα, η οποία μαζί με τα ένοπλα μπουλούκια των μουσουλμάνων, που τους ακολουθούσαν, δεν υπέρβαινε, όπως από πολλούς έχει υπολογιστεί, τους 80 άνδρες. Μεταξύ των μουσουλμάνων που ακολουθούσαν τους Ιταλούς στην Παραμυθιά, αναγνωρίστηκαν ο Μελέκ Σιάνης και ο Μεϊντής Χότζας, που φέρονταν ως αρχηγοί ομάδας μουσουλμάνων από τη Δραγομή Παραμυθιάς.
Οι μουσουλμάνοι της Παραμυθιάς, αφού ειδοποιήθηκαν μεταξύ τους για τον ερχομό των Ιταλών, συγκεντρώθηκαν οι πιο πολλοί από αυτούς στο τζαμί του παζαριού και υποδέχθηκαν με τιμές τη μικρή αυτή ιταλική δύναμη, την οποία και ευλόγησε ο μουφτής τους, ο Χασάν Αβδουλά Μπολάτης. Η στρατιωτική εκείνη διμοιρία των Ιταλών, με την υπόδειξη του μουσουλμάνου Σιέφη Ντίνο, πυρπόλησε το μαγαζί του Σωτήρη Κουτούπη, στο υπόγειο του οποίου υπήρχε αποθηκευμένο πολεμικό υλικό του ελληνικού στρατού, με αντιασφυξιογόνες μάσκες και άλλα στρατιωτικά είδη.
Την ίδια ώρα η μικρή αυτή ιταλική δύναμη έβαλε φωτιά και έκαψε τρία φορτηγά αυτοκίνητα, που ήταν σταθμευμένα στην ανηφόρα του Γαλατά: του Κωτσιώνη, του Βένου και του Σπυρίδη. Μαζί με τις αποθήκες αυτές του Ελληνικού στρατού κάηκε τότε και ένα ολόκληρο συνεχόμενο οικοδομικό τετράγωνο από πολλά μαγαζιά. Και τότε, όταν οι φλόγες της φωτιάς κατάτρωγαν όλα εκείνα τα μαγαζιά, οι μουσουλμάνοι που συνεργάζονταν με τις ιταλικές αυτές δυνάμεις, μην έχοντας άλλο ψωμί στον τουρβά τους, άνοιξαν το φούρνο του Λάμπρου Μίχα, από όπου πήραν όλα τα ψωμιά, τις ελιές και τα τυριά που υπήρχαν μέσα στο μαγαζί.
Από τους κατοίκους της Παραμυθιάς, εκτός από τους μουσουλμάνους που υποδέχθηκαν τους Ιταλούς, πολύ λίγοι ήταν στα σπίτια τους εκείνο το βράδυ. Οι πιο πολλοί, πολλές μέρες πριν, είχαν φύγει για προφύλαξη στα γύρω ορεινά χωριά, στο Βοϊνίκο (Προδρόμι), στο Σούλι, στο απάνω Παγκράτι, στη Σέλλιανη και αλλού.
Η επίθεση του ελληνικού στρατού στο κεντρικό μέτωπο Καλπάκι – Βελλά – Νεγράδες – Γκραμπάλα ανάγκασε και τις ιταλικές μονάδες σε άτακτη υποχώρηση προς τα βουνά της Αλβανίας, πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Με την υποχώρηση των Ιταλών, οι ελληνικές δημόσιες αρχές επανήρθαν στις θέσεις τους (14-11-1940) και ανέλαβαν τις διοικητικές τους υπηρεσίες στα χωριά και στις πόλεις της Θεσπρωτίας. Τότε, ο Σιέφης (Εσρέφ Ντίνος), ο οποίος με ιδιαίτερο ζήλο υπέδειξε και οδήγησε τους Ιαλούς στις αποθήκες του ελληνικού στρατού, τις οποίες και έκαψαν, παραπέμφθηκε σε έκτακτο στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
Όλες εκείνες τις μέρες της εισόδου των Ιταλών σε ελληνικό έδαφος της Θεσπρωτίας, από τις 28 Οκτωβρίου του 1940 μέχρι και τις 14 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, οι κινήσεις και πράξεις των μουσουλμάνων ήταν εχθρικές προς τα ελληνικά στρατεύματα, ενώ παντού εκδηλώνονταν φανερά υπέρ των ιταλικών δυνάμεων.
Υποδέχονταν παντού τους Ιταλούς ως ελευθερωτές, του υποβοηθούσαν σε κάθε τους πράξη και κατέδιδαν σε αυτούς το καθετί που γνώριζαν για τη δύναμη, τις κινήσεις και τις θέσεις του ελληνικού στρατού.
Η κίνηση εκείνη της ιταλικής αυτής μονάδας προς το Μαργαρίτι και την Παραμυθιά δεν εξελίχθηκε σε παραπέρα ανάπτυξη των επιτιθέμενων δυνάμεών τους προς το εσωτερικό του ελληνικού χώρου. Δείχνει μάλλον σαν μια στρατιωτική κίνηση με σκοπό την κατάληψη του χώρου της Θεσπρωτίας. Και αποτελεί, φυσικά, ένα απλό στρατιωτικό επεισόδιο. Γι’ αυτό και οι Ιταλοί, όπως βιαστικά ήρθαν, έτσι –μαζί με τους μουσουλμάνους, που τους ακολουθούσαν και τους υποβοηθούσαν- βιαστικά έφυγαν, προς τη Μαζαρακιά και το Μαργαρίτι, όπου πιθανόν βρισκόταν και η κύρια δύναμή τους. Ήταν μάλλον μονάδες πεζικού, γιατί πουθενά δεν αναφέρεται ότι διέθεταν μηχανοκίνητη υποστήριξη.
Η φιλοφασιστική, κατασκοπευτική και προδοτική συμπεριφορά της θρησκευτικής μειονότητας των μουσουλμάνων και η συνεργασία τους με τις ιταλικές δυνάμεις, που μπήκαν τότε στο ελληνικό έδαφος της Θεσπρωτίας κι έφθασαν μέχρι το Μαργαρίτι και την Παραμυθιά, εξανάγκασαν τις ελληνικές αρχές να λάβουν έκτακτα μέτρα για την ασφάλεια των μετόπισθεν του μαχόμενου ελληνικού στρατού. Συνελήφθησαν τότε προληπτικά αρκετοί μουσουλμάνοι, που θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για την ασφάλεια και την τάξη, και εκτοπίστηκαν στην Κόρινθο και στη Χίο. Εκεί παρέμειναν μέχρι τις πρώτες μέρες της Κατοχής.
Όταν, μετά την εισβολή των Γερμανών και την κατάρρευση του Μετώπου, οι μουσουλμάνοι αυτοί, που για προληπτικούς λόγους είχαν εκτοπιστεί, γύρισαν τέλη Απριλίου με αρχές Μάη (1941) στα σπίτια τους, έφερναν μέσα τους την πίκρα και τη δυσαρέσκεια για τις κακουχίες που αντιμετώπισαν τόσο αυτοί οι ίδιοι όσο και οι οικογένειές τους, που αβοήθητες παντελώς αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Η διαίρεση, που από το 1913 και μετά είχε καλλιεργηθεί από την ιταλική και την αλβανική προπαγάνδα, βρήκε σε τούτο το γεγονός μία από τις πιο σοβαρές αιτίες, που σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες οδήγησαν τη θρησκευτική αυτή μειονότητα των μουσουλμάνων στις δαγκάνες των ιταλικών δολοπλοκιών και στα επεκτατικά, ιμπεριαλιστικά και ύπουλα σχέδιά τους.
Μέρες κάπνιζαν τα μαγαζιά και τα αυτοκίνητα που έκαψαν εκείνο το βράδυ οι Ιταλοί στην Παραμυθιά. Στους δρόμους άκουγε κανείς πολλούς που λέγανε ότι οι Ιταλοί έφυγαν γιατί φοβήθηκαν ένα λόχο Ελλήνων φαντάρων, που βρισκόταν τότε στη Σκάλα της Παραμυθιάς, στο Ελευθεροχώρι. Ευρύτατα επίσης κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο λοχαγός Μαραγκός της ελληνικής αυτής στρατιωτικής μονάδας, που είχε την έδρα του στο Ελευθεροχώρι, κυνήγησε στα στενά της Παραμυθιάς, με το πιστόλι στο χέρι, το χότζα από τη Μενίνα, που εκείνο το βράδυ ήταν μαζί με τους Ιταλούς στρατιώτες την Παραμυθιά.
Τα επόμενα χρόνια της κατοχής, η Παραμυθιά όπως και ολόκληρη η χώρα, έζησε τραγικές στιγμές που έμελλαν να μείνουν στην ιστορία και να θυμίζουν σε όλους μας πως το απόλυτο ιδανικό είναι η Ελευθερία...
Με πληροφορίες από το βιβλίο του Ιωάννη Παρόλα «Γη Θεσπρωτών»
Η διμοιρία των Ιταλών αυτών στρατιωτών πιθανόν να ήταν μια αναγνωριστική ομάδα, η οποία μαζί με τα ένοπλα μπουλούκια των μουσουλμάνων, που τους ακολουθούσαν, δεν υπέρβαινε, όπως από πολλούς έχει υπολογιστεί, τους 80 άνδρες. Μεταξύ των μουσουλμάνων που ακολουθούσαν τους Ιταλούς στην Παραμυθιά, αναγνωρίστηκαν ο Μελέκ Σιάνης και ο Μεϊντής Χότζας, που φέρονταν ως αρχηγοί ομάδας μουσουλμάνων από τη Δραγομή Παραμυθιάς.
Οι μουσουλμάνοι της Παραμυθιάς, αφού ειδοποιήθηκαν μεταξύ τους για τον ερχομό των Ιταλών, συγκεντρώθηκαν οι πιο πολλοί από αυτούς στο τζαμί του παζαριού και υποδέχθηκαν με τιμές τη μικρή αυτή ιταλική δύναμη, την οποία και ευλόγησε ο μουφτής τους, ο Χασάν Αβδουλά Μπολάτης. Η στρατιωτική εκείνη διμοιρία των Ιταλών, με την υπόδειξη του μουσουλμάνου Σιέφη Ντίνο, πυρπόλησε το μαγαζί του Σωτήρη Κουτούπη, στο υπόγειο του οποίου υπήρχε αποθηκευμένο πολεμικό υλικό του ελληνικού στρατού, με αντιασφυξιογόνες μάσκες και άλλα στρατιωτικά είδη.
Την ίδια ώρα η μικρή αυτή ιταλική δύναμη έβαλε φωτιά και έκαψε τρία φορτηγά αυτοκίνητα, που ήταν σταθμευμένα στην ανηφόρα του Γαλατά: του Κωτσιώνη, του Βένου και του Σπυρίδη. Μαζί με τις αποθήκες αυτές του Ελληνικού στρατού κάηκε τότε και ένα ολόκληρο συνεχόμενο οικοδομικό τετράγωνο από πολλά μαγαζιά. Και τότε, όταν οι φλόγες της φωτιάς κατάτρωγαν όλα εκείνα τα μαγαζιά, οι μουσουλμάνοι που συνεργάζονταν με τις ιταλικές αυτές δυνάμεις, μην έχοντας άλλο ψωμί στον τουρβά τους, άνοιξαν το φούρνο του Λάμπρου Μίχα, από όπου πήραν όλα τα ψωμιά, τις ελιές και τα τυριά που υπήρχαν μέσα στο μαγαζί.
Από τους κατοίκους της Παραμυθιάς, εκτός από τους μουσουλμάνους που υποδέχθηκαν τους Ιταλούς, πολύ λίγοι ήταν στα σπίτια τους εκείνο το βράδυ. Οι πιο πολλοί, πολλές μέρες πριν, είχαν φύγει για προφύλαξη στα γύρω ορεινά χωριά, στο Βοϊνίκο (Προδρόμι), στο Σούλι, στο απάνω Παγκράτι, στη Σέλλιανη και αλλού.
Η επίθεση του ελληνικού στρατού στο κεντρικό μέτωπο Καλπάκι – Βελλά – Νεγράδες – Γκραμπάλα ανάγκασε και τις ιταλικές μονάδες σε άτακτη υποχώρηση προς τα βουνά της Αλβανίας, πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Με την υποχώρηση των Ιταλών, οι ελληνικές δημόσιες αρχές επανήρθαν στις θέσεις τους (14-11-1940) και ανέλαβαν τις διοικητικές τους υπηρεσίες στα χωριά και στις πόλεις της Θεσπρωτίας. Τότε, ο Σιέφης (Εσρέφ Ντίνος), ο οποίος με ιδιαίτερο ζήλο υπέδειξε και οδήγησε τους Ιαλούς στις αποθήκες του ελληνικού στρατού, τις οποίες και έκαψαν, παραπέμφθηκε σε έκτακτο στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
Όλες εκείνες τις μέρες της εισόδου των Ιταλών σε ελληνικό έδαφος της Θεσπρωτίας, από τις 28 Οκτωβρίου του 1940 μέχρι και τις 14 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, οι κινήσεις και πράξεις των μουσουλμάνων ήταν εχθρικές προς τα ελληνικά στρατεύματα, ενώ παντού εκδηλώνονταν φανερά υπέρ των ιταλικών δυνάμεων.
Υποδέχονταν παντού τους Ιταλούς ως ελευθερωτές, του υποβοηθούσαν σε κάθε τους πράξη και κατέδιδαν σε αυτούς το καθετί που γνώριζαν για τη δύναμη, τις κινήσεις και τις θέσεις του ελληνικού στρατού.
Η κίνηση εκείνη της ιταλικής αυτής μονάδας προς το Μαργαρίτι και την Παραμυθιά δεν εξελίχθηκε σε παραπέρα ανάπτυξη των επιτιθέμενων δυνάμεών τους προς το εσωτερικό του ελληνικού χώρου. Δείχνει μάλλον σαν μια στρατιωτική κίνηση με σκοπό την κατάληψη του χώρου της Θεσπρωτίας. Και αποτελεί, φυσικά, ένα απλό στρατιωτικό επεισόδιο. Γι’ αυτό και οι Ιταλοί, όπως βιαστικά ήρθαν, έτσι –μαζί με τους μουσουλμάνους, που τους ακολουθούσαν και τους υποβοηθούσαν- βιαστικά έφυγαν, προς τη Μαζαρακιά και το Μαργαρίτι, όπου πιθανόν βρισκόταν και η κύρια δύναμή τους. Ήταν μάλλον μονάδες πεζικού, γιατί πουθενά δεν αναφέρεται ότι διέθεταν μηχανοκίνητη υποστήριξη.
Η φιλοφασιστική, κατασκοπευτική και προδοτική συμπεριφορά της θρησκευτικής μειονότητας των μουσουλμάνων και η συνεργασία τους με τις ιταλικές δυνάμεις, που μπήκαν τότε στο ελληνικό έδαφος της Θεσπρωτίας κι έφθασαν μέχρι το Μαργαρίτι και την Παραμυθιά, εξανάγκασαν τις ελληνικές αρχές να λάβουν έκτακτα μέτρα για την ασφάλεια των μετόπισθεν του μαχόμενου ελληνικού στρατού. Συνελήφθησαν τότε προληπτικά αρκετοί μουσουλμάνοι, που θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για την ασφάλεια και την τάξη, και εκτοπίστηκαν στην Κόρινθο και στη Χίο. Εκεί παρέμειναν μέχρι τις πρώτες μέρες της Κατοχής.
Όταν, μετά την εισβολή των Γερμανών και την κατάρρευση του Μετώπου, οι μουσουλμάνοι αυτοί, που για προληπτικούς λόγους είχαν εκτοπιστεί, γύρισαν τέλη Απριλίου με αρχές Μάη (1941) στα σπίτια τους, έφερναν μέσα τους την πίκρα και τη δυσαρέσκεια για τις κακουχίες που αντιμετώπισαν τόσο αυτοί οι ίδιοι όσο και οι οικογένειές τους, που αβοήθητες παντελώς αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Η διαίρεση, που από το 1913 και μετά είχε καλλιεργηθεί από την ιταλική και την αλβανική προπαγάνδα, βρήκε σε τούτο το γεγονός μία από τις πιο σοβαρές αιτίες, που σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες οδήγησαν τη θρησκευτική αυτή μειονότητα των μουσουλμάνων στις δαγκάνες των ιταλικών δολοπλοκιών και στα επεκτατικά, ιμπεριαλιστικά και ύπουλα σχέδιά τους.
Μέρες κάπνιζαν τα μαγαζιά και τα αυτοκίνητα που έκαψαν εκείνο το βράδυ οι Ιταλοί στην Παραμυθιά. Στους δρόμους άκουγε κανείς πολλούς που λέγανε ότι οι Ιταλοί έφυγαν γιατί φοβήθηκαν ένα λόχο Ελλήνων φαντάρων, που βρισκόταν τότε στη Σκάλα της Παραμυθιάς, στο Ελευθεροχώρι. Ευρύτατα επίσης κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο λοχαγός Μαραγκός της ελληνικής αυτής στρατιωτικής μονάδας, που είχε την έδρα του στο Ελευθεροχώρι, κυνήγησε στα στενά της Παραμυθιάς, με το πιστόλι στο χέρι, το χότζα από τη Μενίνα, που εκείνο το βράδυ ήταν μαζί με τους Ιταλούς στρατιώτες την Παραμυθιά.
Τα επόμενα χρόνια της κατοχής, η Παραμυθιά όπως και ολόκληρη η χώρα, έζησε τραγικές στιγμές που έμελλαν να μείνουν στην ιστορία και να θυμίζουν σε όλους μας πως το απόλυτο ιδανικό είναι η Ελευθερία...
Με πληροφορίες από το βιβλίο του Ιωάννη Παρόλα «Γη Θεσπρωτών»
Οι πρώτες μέρες του πολέμου στην Παραμυθιά
Reviewed by thespro.gr
on
Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2016
Rating: