Ο αείμνηστος Πέτρος Μπέμπης Τσαμαντιώτης Γερουσιαστής και πολυγραφότατος λόγιος του καιρού του δημοσίευσε προπολεμικά στην Φιλιατιώτικη εφημερίδα ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ κάποια κείμενα στο γλωσσάρι των αλειφιάδων της Μουργκάνας- απολαύστε το… όσοι βωζιόνουν!
η φωτογραφία αναρτήθηκε απο κ. Τσαντίνη |
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΑΛΕΙΦΙΑΔΩΝ
ΤΟ ΑΛΕΙΦΙΟΠΟΥΛΟ, Η ΣΥΝΤΙΔΑ ΚΑΙ Η ΛΕΦΟΠΟΥΛΑ
ΤΟΥ κ. Π. Δ. ΜΠΕΜΠΗ
ΤΟ ΑΛΕΙΦΙΟΠΟΥΛΟ, Η ΣΥΝΤΙΔΑ ΚΑΙ Η ΛΕΦΟΠΟΥΛΑ
ΤΟΥ κ. Π. Δ. ΜΠΕΜΠΗ
«Τ’ ασκί το χουμπουρωμένο» αρχίνησε να γουργουρίζη αλειφιόπουλο, με κακόψυχο διάθεσι και σουφρωμένο μούτρο, μου φωτάει ο φαρφάλης. Μάγγωσε γρήγορα λοιπόν τον φάρο, μάγγωσε και το μαχαλόσακκο μη σου τύχη και κανά χάλκωμα για σάλτωμα, μην αστοχήσης να μαγγώσης και την τζομάκα για τα λαχτένια και λάψε για συντίλλα!
Κι εγώ το μπάνικο αλειφιόπουλο, το λιάνωμα της αλειφιοσύνης, του γυαλακιού το συσιφόπουλο και του φαρφάλη ο σκλάβος , άλλο που δεν ήθελα. Διέκοψα ευθύς το ατελείωτο και ρυθμικό του γυαλακιού στριφογύρισμα, πέταξα στην άκρη τα τσουβριμια με το σιουρί και έκλεισε τα μουντζουρωμένα μούτρα μου, τις μαχώμενες μάσιες μου και τα αμπάνικα πατούμενα. Και αφού χτένισα την καράφλα μου, με χάρι έλαψα βιαστικά έξω από το αργαστήρι του φαρφάλη. Γιατί και το δικό μου «τ’ ασκί το χουμπωμένο αρχίνησε να το πετσώνη η λόρδα και τ’ άντερα σαν της σούψης τις κραυγές την σκοτεινή, πάνω στις πλάκες της πάτας και σαν τους τσάγκους των Αλειφιάδωνν φαρφάλιδων όταν τσακτάΐζουν . Λυκιώτικους φουσκοκοίληδες αρχίνησαν να το κλώθουν στριφογυριστά σ’ όλους τους ήχους τους ψηλούς τους λιανούς, τους μεσαίους και τους βαρύτονους.
Στην συντέλεια άλλως τε δεν μου παράβγαινε κανείς. Διότι πρίν από το γυαλάκι, το σάλτωμα το κόλλημα το μπάλωμα. Πρίν από το τσοκάνισμα, το τρίψιμο του νισαντηριού, το φτιάξιμο των «ταλασιών» πρίν από το μαχαλοσάκκι και το φωτέρισμα της καυτερής πριν από το καλλούπισμα του «Αλειφιατηρίου» τα «μπάνικα αλειφιοχώρια» τα οποία βγάζουν γκότηδες σαν τον Νίτσον τον Γκορτζοφάγον και τον Καίσαρη τον Βελονιάρη, που σιορεύει μακαρίως τον γυαλακοζούμα του στις όχτες του Τάμεσι και από κει κόβει χοντρές για τις Ελληνικούρες του καθενός και για το Νίτσο το φαρφάλη, πως γράζει τάχα άρχοντας και τσακτάΐζει όλο πρασσοκέφαλα που δεν τους παραβγαίνει όμως και τους δυό κανείς στην μαυρομύτα, ο φαρφάλης μου, μέρα σκοτεινή, μου πέστωνε την καραφίνα για να μου φωτίση τις μαργιολιές των αλειφιάδων στην αλειφιάτικη σιντίλλα και στο πρωτόκολλον του αλειφιάτικου τσακταϊστηρίου, που οι φαρφάληδες γράζει πρέπον να τσακταΐζουν σάπιο τσουκάλι, τσοκλάνι και από τα πράσσα τα πράσσοκαράφινα και να σιορεύουν τσικνή και σιορό για δύναμι ενώ εμείς τα δύστυχα αλειφιόπουλα πρέπει να τσακταΐζωμε αλειτούργητο ξηρό σαν μαυροκέφαλο με σκεφαρίτες φλώρο και πρασσόφυλλα όσω να γράσωμε μάστορος και φαρφαλήδες.
Εμάγγωσα λοιπόν τον φάρο και το μαχαλοσάκκι και εμμάγγωσα και την τζίμακα για τα λαχτένια που άμα βοζιώσουν αλειφιάδες ρίχνονται πίσω από τον κυδώνη τους και αλληχτώντας άγρια τους κυνηγούν έλαψα στους δρόμους του χωριού και πήγα τις πάτες μια και μια για συντίλλα.. Και πρώτα πρώτα πέτσωσα δειλά δειλά και με σεβασμό, την θύρα της πάτας του Λέφου του χωριού, χωρίς διόλου να σκιαχτώ διότι ο Λέφος δεν είχε λαχτένια «ζώα ακάθαρτα και καταραμένα» γιατί μεταδίδουν στους ανθρώπους τον εχινόκοκκον και την ταινίαν και δεν κάνει να μπαίνουν στις λαμποσιάρες και πρό- παντός ρίχνονται καταπάνω στους αλειφιάδες και δεν αφήνουν τους συνταλλιάριδες – απεσταλμένους του θεού-να ζυγώνουν στις πάτες του χωριού για να συντιλλέψουν ένα κομμάτι τσακτάϊ . Αφού ο Λέφος ερώταε κάθε τόσο της Λέφενας και των άλλων νοματαίων της πάτας του «ο ελεών πτωχών δανείζει θεώ» Ο ένι του των των ελαχίστων διδούς εμοί δίδει» «Ο έχων δύο χιτώνας δότω τον έτερον» εφώτισε ο Κύριος.
Και η εντολή της αγάπης του ελεόυς και του ίσκιου, στην ευλογημένη πάτα του Λέφου του χωριού που φωτάς και έγραζεν αληθινό λαμποσιάρικο, εκτελούντανε κατά τον νόμον και κατά το γράμμα πατροπαράδοτα και χωρίς παράλειψι. Διότι και ο τάτος του τάτου του Λέφου και ο Λάλος που ακόμη έγραζαν λέφοι. Τόσο που και η πάτα του Λέφου λεγότανε «Λεφιάτικα» . Όλοι λοιπόν οι Συντιλλιάρηδες, που τώβραν μπάνικα, αυτοί να τσακταΐζουν και άλλοι να φωτερίζουν άλλοι να σκάφτουν και να κλαδεύουν κι αυτοί να σιωρεύουν και να σιωρεύονται, κι άλλοι προσεύχωνται για να σωθούν αυτοί, κι εμείς οι αλειφιάδες, που άθελα συντιλλεύομε, γιατί στα χωριά δεν γράζουν φούροι και τσακταΐδικα , κάθε τόσο πέτεωνα την θύρα της πάτας του Λέφου του χωριού για συντίλλα.
Ω Κυρά Λέφενα, κυρά Λέφενα ! Ω Κυρά Λεφοπούλα! Μωρ κυρ Λεφόπουλο. Ανοίξτε την θύραν της πάτας να δώσετε λίγο τσακτάϊ στο φτωχό αλειφιόπουλο, που του τρέμουν τα πατούμενα από την πείνα και ασκί το χουμπωμένο» του φαρφάλη κάνει όλες τις φωνές της σούζη. Ω κυρά λέφενα! Ο Θεός νάχει μπάνικα τον Λέφο την κυρά Λεφοπούλα και το κυρ Λεφόπουλο! Δώστε μου για τσικνή και για σιόρα για το φαρφάλη που σπαρίζει ζάμπουνος στ’ αργαστήρι «τα Μπάνικα αλειφοχώρια»! Τ’ αλειφτοχώρια τα ξακουσμένα που έβγαλαν Γκότηδες σαν τον Νίτσο από το «Γκορτσοχώρι» και τον Καίσαρη από το «Παμπούρες» του Λεφοφώτη το μπάνικο χωριό της φαρφάλως με τις μπάνικες γκότενες και τις μπάνικες Λιανοματίνες που δεν ταις παραβγαίνουν στην ωμορφιά και στην εξυπνάδα όλες οι Γκότενες και όλες οι λιανοματίνες της Χαονίας.
Και να ο Ήλιος και το φεγγάρι. Η Λεφοπούλα η μπάνικη στη θύρα χαρωπή και ρουσσομάγουλη με μια μπιτούπια προκλητική στη μάσα! Εμάγγωσα την μπιτούσια με λαχτάρα. Και αφού εβόζιωσα με μάτια λιγωμένα και γλυκά την Λεφοπούλα την μπάνικη σαν παππαρούνα κόκκινη και αφράτη σαν τσικάνα τώβαλα στα πατούμενα για το «Αλειφιοχώρια» που βγάζουν μπάνικες γκότενες και μπάνικες Λιανοματίνες και ντόμους του Καρυοφιλιού και της μαυρομύτας!
Ο φαρφάλης που «τ’ ασκί τουτο χουμπωμένο» του κραταε τον ίσο άρπαξε την μπιτούσια με ορμή και γλουγλουκηδόν και τερψι λαρυγγίως- όπως θα φώταε ο Καίσαρης ο τριχωτός- την κατέβαζεν. Ενώ για μένα το δύστυχο αλειφόπουλο που με χίλιες μαργιολλιές που την συντέλλειψα οι φαρφαλήδες της συντεχνίας εφτοτέρισαν αλειτούργητο να τσαταΐζω και πρασσόφυλλα.
Αλλ’ ενώ ο φαρφάλης κατέβαζε την λειτουργημένη κι εγω αλειτούργητη η λεφοπούλα η Ρούσα και η μπάνικη δεν έλαφρεν από την καραφίνα μου.
Και βόζιωνα με πόθο και καϋμό πότε θα ξαναπέτσωνα την θύρα της πάτας του Λέφου του χωριού για την μπιτούφια του φαρφάλη αλλά και για την λεφοπούλα την ρούσσα και την μπάνικα που στ’ αληθινά μου φωτέρισε μεγάλη μπρούσια στην καρδιά…
ΠΕΤΡΟΣ Δ. ΜΠΕΜΠΗΣ
Τα αλειφιάτικα, του Πέτρου Μπέμπη
Reviewed by thespro.gr
on
Τρίτη, Αυγούστου 02, 2016
Rating: