Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ὁ Ναούμ συνηδητοποιεῖ τή ζωή του, ἀναζητᾶ τή χαρά καί τήν εὐτυχία. Μάταια... Ἁπλώνει μέ καλοσύνη τά χέρια καί τοῦ τά κόβουν σύρριζα ἤ στήν καλύτερη περίπτωση τά μαζεύει ἄδεια. Δίνει φῶς καί περιτυλίγεται ἀπό ἴσκιο. Τά φωτεινά καί χαρούμενα πρόσωπα, πού βλέπει γύρω του, εἶναι, ἀλίμονο, ψεύτικα. Εἶναι, στήν πραγματικότητα, σκιές. Πλαστή ἡ συμπεριφορά τους, ἀπατηλές οἱ ὑποσχέσεις τους, κούφιο τό ἐσωτερικό τους. Στό διάβα του συναντᾶ ἐλάχιστους ἀξιοπρεπεῖς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέ φοροῦν μάσκες καί αὐτά πού λένε τά ἐννοοῦν. Στ' αὐτιά του ἀντηχεῖ τό τραγούδι πού σημειώνει τήν ψευτιά τοῦ κόσμου: «... θἄρθει καιρός φῶς μου νά καταλάβεις τήν ψευτιά τοῦ κόσμου...». Ἀγανακτισμένος καί ἐξοργισμένος διαπιστώνει πόσο σατανικά οἱ πολυπρόσωποι ἄνθρωποι γνωρίζουν νά ἐλίσσονται.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀκόμη εἰσπράττει ἀδικαιολόγητο μίσος. Μίσος ἀνακατεμένο μέ ζήλεια. Καί γιατί τόν μισοῦν; Ἁπλούστατα, γιατί εἶναι μικροπρεπεῖς. Γιατί δέν μποροῦν νά τόν ἀκολουθήσουν καί μένουν πίσω του. Κάθε ἐνέργειά του τή μετατρέπουν σέ παραμύθι καί τήν πλημμυρίζουν μέ κακία.
Ἡ λεπτότατη ἐσωτερική του διάθεση μαυρίζει. Ἡ σκέψη τοῦ Ναούμ ἀρχίζει νά ὁδηγεῖται πρός ἄδηλες σκοτεινιές καί σέ ἀπροσδόκητους γκρεμούς. Τό σαγηνευτικό χαμόγελο τῆς ἐπιτυχίας, ὅλο καί μειώνεται. Καί ἡ φήμη, πού ἔδινε αἴγλη στ' ὄνομά του, ὑποχωρεῖ σταδιακά. Τά στόματα τῶν πολλῶν τόν ἀποκαλοῦν τρελό. Δέν εἶναι, ὅμως, τρελός. Εἶναι ἐξαιρετικά εὐαίσθητος. Ἡ εὐαισθησία του ἐκλαμβάνεται ὡς τρέλα!...
Στά σωθικά του φωλιάζει κρυφά ἡ μελαγχολία καί σχηματίζονται παγόβουνα. Τά σκουλίκια σαπίζουν σιγά - σιγά τό φουντωτό δένδρο μέ τίς φυλλωσιές. Ἡ ὑγεία του κλονίζεται. Τά σμπτώματα παρουσιάζονται τό ἕνα πάνω στό ἄλλο. Διαταράσσεται ἡ ὁμιλία του καί ὁμιλεῖ μέ μεγάλη δυσκολία. Λιγοστεύει ἡ ἔμπνευσή του, στερεύει τό προσωπικό του στοιχεῖο, ἀδυνατίζει ὁ παλμός του. Ἐν τούτοις τό πάθος του τό ἀφήνει ἔξω ἀπό τά γραπτά του.
Μεγαλώνουν συνεχῶς τά τείχια πού τόν κυκλώνουν, τόσο πού νά μήν μπορεῖ νά ἰδεῖ τόν οὐρανό. Μοιάζει μέ πουλί, πού ἔχει κομμένα τά φτερά του. Ἀλυσοδένεται σέ μιά κτάσταση πνευματικοῦ ζόφου, ὅπου ἡ ἀλήθειά του εἶναι ἡ ἀλλοτρίωσή του. Μόνη του ἀνακούφιση τά βιβλία, πού τοῦ χαρίζουν, ἔστω καί γιά λίγο, στιγμές εὐχάριστες. Ἡ ψυχή του παραμένει πάντα ἀνικανοποίητη καί πάντα διψασμένη. Περιπλανιέται μονάχος του μέ τό μαχαίρι τῆς λύπης σφηνωμένο στό στῆθος του καί ψάχνει μιά ὄαση. Παντοῦ σφιχταγκαλιάζεται μέ τήν ἀπελπισία.
Γυρεύει τρόπο νά φυγαδευθεῖ. Δέ βρίσκει, ὅμως, μονοπάτια. Ἀπαντᾶ βάλτους καί γιά νά τους ἀποφύγει αἰωρεῖται στό κενό. Ἡ ψυχή του ἀντί νά ἐλαφρύνει, γεμίζει μέ πιό μεγάλη πίκρα. Νιώθει πώς τό ὄνειρό του διαψεύδεται καί δέν εἶναι ἱκανό νά τόν παρηγορήσει πιά. Ἀκούει καθαρά τό βραχνό τραγούδι τοῦ θανάτου. Ἡ κάθε ματιά του εἶναι ἕνα ἀποχαιρετιστήριο κοίταγμα.
Ἐκεῖνο πού συγκρατεῖ κανείς ἀπό τή συμπεριφορά του, αὐτή τή χρονική περίοδο, εἶναι ἡ ἔντονη κρυψίνοια. Τόν ἀντικρύζεις, τόν ψηλαφεῖς καί ἔχεις τήν παραίσθηση ὅτι δέν τόν εἶδες, δέν τόν ἀκούμπησες. Κλειδώνεται καί περιορίζεται ἀσφυκτικά στόν κόσμο τῶν σημασιῶν του καί τῶν ἀξιῶν του. Χάνεται στήν ἀγχώδη μοναξιά του καί δύσκολα παρουσιάζεται σέ χώρους μέ κόσμο. Ὅταν ἐμφανίζεται, θυμίζει σκιά σιλουέτας, παρά ἀνθρώπινη μορφή. Ὡστόσο καταφεύγει συχνά στή φύση. Στήν ἀγκαλιά της ἀπολαμβάνει μυστικές μουσικές καί δίνει βάθος στίς σκέψεις του. Χαϊδεύει τά δένδρα κι ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι καθένα ἀπό αὐτά τοῦ λέει: Γαλήνη! Γαλήνη! Γαλήνη! Ἠρεμεῖ προσωρινά. Ἀλλά οἱ δικές του ρίζες δέν εἶναι, ὅπως τῶν δένδρων, δυνατά δεμένες μέ τή γῆ.
Ἄν καί ζωντανός, εἶναι πεθαμένος. Μέσα του, δίπλα του, παντοῦ χορεύουν σαπισμένοι σκελετοί. Χοροπηδοῦν τά κόμπλεξ του, πού πηγάζουν ἀπό τό τίποτε καί συνοδοιποροῦν μέ τό τίποτε. Ἡ καταστροφική ἀνυπαρξία καί ἡ ἀπόγνωση, τοῦ σφίγγουν ἀπειλητικά τό λαιμό. Ὁ ἴδιος δολοφονεῖ τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ τόν καταδικάζει σέ μόνιμη ἀνάστερη νυχτιά. Παρ' ὅλα αὐτά ἐξακολουθεῖ νά ψάχνει μέ ἀγωνία ἕνα φῶς, μιά ἡλιαχτίδα. Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως, τοῦ... προσφέρουν ἁπλόχερα τήν κακουργία, τή μιζέρια, τήν ὑποκρισία τους. Ἀπό τήν πολυσύνθετη ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ναούμ ἕνα πράγμα λείπει ὁλοκληρωτικά: δέν εἶναι ἠθοποιός.
Ἡ συμπεριφορά τῶν ἄλλων τοῦ φέρνει στό νοῦ τά δίστιχα: «Ὁ κόσμος τώρα χάλασε, δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη / πρῶτα σοῦ λέει σ' ἀγαπῶ κι ὕστερα σέ προδίνει. Ὅλοι μοῦ κάνουν τόν καλό καί λένε πώς εἶναι φίλοι / κι ἀπό κρυφά μοῦ χύνονται σάν λυσασμένοι σκύλοι. Πολλοί σέ τοῦτον τόν καιρό δείχνουν πώς εἶναι φίλοι / κι ἔχουν φαρμάκι στήν καρδιά καί ζάχαρη στά χείλη». Τοῦ πετοῦν λάσπη, τόν πολεμοῦν μεθοδευμένα καί χυδαία γιά νά τόν σπιλώσουν. Ἀκόμη καί αὐτοί πού θά περίμενε νά τόν στηρίξουν, ἐκδηλώνουν δειλία, ἰδιοτέλεια, μικρόνοια. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τόν συκοφαντοῦν καί μέ ἐμπάθεια διαδίδουν διαστρεβλωμένες πληροφορίες γιά τό ἄτομό του. Ἐπιδιώκουν, ὁπωσδήποτε, νά τόν προσαρμόσουν στή δική τους λογική καί τακτική τῶν συμβιβασμῶν, τῆς συναλλαγῆς, τοῦ δῆθεν. Περιφρονεῖ τόν καθωσπρεπισμό καί δέν ὑποκύπτει, κατά τά φαινόμενα, στίς κοινωνικές κανονικότητες καί συμβατικότητες. Ἕνας φίλος του, τοῦ γράφει: «... ὅσο γιά τούς ἀμφισβητίες μήν τούς δίνεις σημασία, διότι δέν πρέπει νά παλεύεις μέ γουρούνια. Καί σέ κυλοῦν στή λάσπη καί τό ἀπολαμβάνουν...».
Μοναδική σύντροφός του ἡ ἀπογοήτευση. Ἀπό μέσα του ξεπηδοῦν ἀπόνερα μιᾶς βουρκισμένης ἀκαταστασίας. Συγκρουσιακές οἱ καταστάσεις στά «ἔνδον». Καί ὅπως «ἡ σκουριά τρώει τό σίδερο καί τό νερό τήν πέτρα», ἔτσι κι αὐτός συνθλίβεται καί λυώνει στά ἐξουθενωτικά ἀργοκτυπήματα τοῦ ἄγχους. Ἡ εἰκόνα του παραπέμπει σέ ἔρημη προκυμαία, ὅπου ἔχουν ἀπομείνει οἱ ἄναρθρες κραυγές τοῦ πνιγμένου. Πλανιέται μιά πίκρα στήν καρδιά του. Βγάζει ἕναν λυγμό, στέλνει ἕνα σῆμα (δέ γνωρίζει πρός τά πού), σχεδιάζει τό φευγιό του. Κραυγάζει, θέλοντας νά διασώσει, ἀκόμη καί τήν τελευταία στιγμή, τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς του, νά σώσει τό ἀνθρώπινο πρόσωπό του. Ἡ ζωή του εἶναι ἀθροισματικά μιά μοναξιά. Παλαντζάρει ἀνάμεσα στόν σπαραγμό καί στ' ὄνειρο. Σέ ἀναλαμπές αἰσιοδοξίας στοχάζεται πώς δέν πλάστηκε νά στέκεται σέ τόσο χαμηλά ἐπίπεδα. Εἶναι ὄν προνομιοῦχο, προορισμένο γιά ἀνώτερες καταστάσεις. Ρόδο, πού, ἄν καί χτυπημένο ἀπό τήν παγωνιά μαράθηκε, δέν ἔχασε τελείως τή γλύκα του.
Σ' αὐτή τή φάση δέν μπορεῖ, ἐνδεχομένως καί νά μή θέλει νά πάρει τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Δέν ἀκούει τίς ἐλπιδοφόρες φωνές. Δέν βλέπει πουθενά θάλπος. Ἀφήνει νά διεισδύσει στό εἶναι του παγερός χειμερινός ἄνεμος. Ἐγκλωβισμένος σ' ἕνα σκηνικό μαρασμοῦ καί κατάπτωσης, ἐπιζητᾶ τή φαινομενική γαλήνη τῶν τάφων. Θλιμμένος διαρκῶς δέν κατορθώνει μιᾶς ὥρας ἡσυχία. Μιά ἀβάσταχτη θλίψη τοῦ δημιουργεῖ τό κυρίαρχο συναίσθημα τῆς ἧττας. Νικήθηκε κατά κράτος ἀπό τίς ἐπιλογές του. Θρηνεῖ μέ σπαραγμό τήν ἧττα τῶν ἰδανικῶν του. Μέ καταματωμένο τό σῶμα του, βουτᾶ τό ψωμί του στῆς θλίψης τό κρασί. Ἡ καρδιά του πετρώνει καί μετατρέπεται σέ σκληρό γρανίτη. Μέ μηδενισμένο τό «κοντέρ» τῶν προοπτικῶν του, αὐτοεγκαταλείπεται στό χάος. Παραδίδεται στό τίποτε, ἐνῶ κοντά του ὁλολύζουν φαρισαϊκά οἱ εὐπρεπιστές.
Τόν περικυκλώνουν φαντάσματα καμαρωτά, τοῦ μορφάζουν καί τόν ἀπειλοῦν μέ τ' ἄσαρκα δάχτυλά τους. Δέν ἔχει πλέον τή δύναμη νά κυνηγήσει τά φαντάσματα καί νά τά διώξει μακριά. Νά βάλει τόν ἥλιο στή σκοτισμένη, κουρελιασμένη καί καταρακωμένη ψυχή του. Τό τραγικό ἐρώτημα πού τόν ἀπασχολεῖ εἶναι τί τοῦ μένει νά κάνει τώρα, πού τά σύννεφα, ἡ μπόρα καί ἡ χειμωνιά τόν καθήλωσαν. Ἡ ὁριστική ἐκμηδένιση τοῦ φαίνεται ὡς ἡ κατάλληλη λύση. Στ' αὐτιά του βουίζει ἕνα ἀδιάκοπο μοιρολόι, ἕνα θλιβερό τραγούδι θανάτου. Ἐπιθυμεῖ νά ἐξαφανισθεῖ, νά πεθάνει, ὅπως πεθαίνουν τ' ἀνώφελα ἄνθη. Νά τυλιχθεῖ μέ τό μαῦρο σκοτάδι. Ἄλλωστε ἐδῶ καί καιρό βαδίζει στό πυκνό σκοτάδι τῆς ἀβύσσου. Τό τέλος του τό περιμένει. Ἡ αὐτοκαταστροφή του ἔχει συντελεσθεῖ.
Ἡ ἀγάπη κάποιων φίλων του, ἐξορκίζει γιά λίγο τά φαντάσματα πού τόν ἀπειλοῦν. Μά αὐτά ξαναγυρίζουν καί τοῦ ψιθυρίζουν ἀνάλγητα τό «Nev Ermore». Δέν προβάλλει ἀντίσταση στούς σατανικούς ψιθύρους. Μέ τά δικά του χέρια βάζει μπουρλότο στήν ἐλπίδα καί ἀνατινάσσει τό παρόν καί τό μέλλον του. Παρακμιακός, τσαλακωμένος καί μέ θολωμένο καί δηλητηριασμένο μυαλό, παραπαίει.
Μόλις συνέρχεται κάπως ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι κολλημένος σέ μιά σήραγγα, ὅπου ἀσφυκτιᾶ ἀπό τήν ἔλλειψη ἀέρα. Ἀσθμαίνοντας ἀγωνίζεται νά προχωρήσει. Στό βάθος, κάπου μακριά, λάμπει ἕνα φῶς. Βηματίζει τρικλίζοντας πρός αὐτό. Φθάνουν στ' αὐτιά του ἀγκομαχητά καί καταλαβαίνει ὅτι εἶναι τά δικά του. Θεέ μου, προσεύχεται, λυπήσου με καί βοήθησέ με νά πλησιάσω τό φῶς. Ὁ φάρος τοῦ Θεοῦ, πού μέχρι τώρα ἦταν σβησμένος στήν ψυχή του, ζωογονεῖται. Ὁ Ναούμ δέχεται ἀνακουφισμένος τό φῶς πού χύνει ἄπλετο ἡ πίστη. Στρέφει, ἐπιτέλους, ὀρθάνοιχτα τά μάτια του στόν οὐρανό. Τό κίνημα τῆς ἐπιστροφῆς στό Θεό εἶναι ἡ μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας του. Καί τό κάνει. Εἶναι κίνημα ψυχικῆς εὐρωστίας, εὐφροσύνης.
Τό κατάντημά του, τοῦ ξυπνᾶ ὑπολανθάνουσες δυνάμεις. Σάν ἀστραπή ἀνακαλύπτει ἀκαριαία τό δρόμο τῆς διαφυγῆς, τή μεγαλοσήμαντη φωνή τῶν πραγμάτων. Ἀποφασίζει νά φτερουγίσει πρός τ' ἀνοιχτά ψηλώματα τῆς φωτοπλημμύριστης αὐγῆς, γιά νά ἀποφύγει τό κύλισμα στό βοῦρκο. Νά ἐνδυθεῖ λευκά ἱμάτια, γιά νά κρύψει τήν αἰσχύνη τῆς γύμνιας του. Νά ρίξει κολλύριο στά μάτια του, γιά νά ἀναβλέψει. Ἐπισημαίνοντας τά λάθη πού ἔκανε, πονᾶ καί κάποιες φορές ξεπηδοῦν καί δάκρυα. Ἀκολουθεῖ πλέον πορεία μετάνοιας, πού τή σταθεροποιεῖ μέ τόν ἔλεγχο, κυρίως, τῆς συνείδησής του. Συνῆλθε. Ἦλθε στόν ἑαυτό του. Σιχάθηκε τά σφάλματά του. Σταματᾶ νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς ἐπικρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Οἱ φαρισαῖοι οὔτε ἔλειψαν οὔτε θά λείψουν ἀπό κάθε ἐποχή. Θά ὑπάρχουν πάντα. Καί ἐνίοτε θά... μεγαλουργοῦν. Τούς παρατάει αὐτούς. Καί πιάνεται ἀπό ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. Ἀπό ἐκείνους πού συλλογίζονται πώς «ὅσο ἄθλιος κι ἄν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, μένει πάντα συνάνθρωπός μας».
Ἡ περιπέτειά του τόν δίδαξε. Ἔμαθε νά ὑποφέρει. Ἔμαθε νά μή φοβᾶται νά βγαίνει ἔξω. Ἔμαθε νά ὀνειρεύεται ὅτι θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς προσωπικούς του ἐφιάλτες. Ἔμαθε νά χαίρεται ὅταν μιά μέρα ξημερώνει. Ἔμαθε νά περιμένει ἕνα καλύτερο αὔριο. Ἔμαθε νά ὑπομένει χωρίς γογγυσμούς καί ἀναστεναγμούς. Ἔμαθε νά μήν ὑπολογίζει τήν κακότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἔμαθε νά μήν ξεχνάει νά ἐλπίζει. Ἔμαθε... Ἔμαθε; Δέν ξέρει ἄν θυμᾶται τό παρελθόν του ἤ ἄν ὀνειρεύεται τό μέλλον του.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀκόμη εἰσπράττει ἀδικαιολόγητο μίσος. Μίσος ἀνακατεμένο μέ ζήλεια. Καί γιατί τόν μισοῦν; Ἁπλούστατα, γιατί εἶναι μικροπρεπεῖς. Γιατί δέν μποροῦν νά τόν ἀκολουθήσουν καί μένουν πίσω του. Κάθε ἐνέργειά του τή μετατρέπουν σέ παραμύθι καί τήν πλημμυρίζουν μέ κακία.
Ἡ λεπτότατη ἐσωτερική του διάθεση μαυρίζει. Ἡ σκέψη τοῦ Ναούμ ἀρχίζει νά ὁδηγεῖται πρός ἄδηλες σκοτεινιές καί σέ ἀπροσδόκητους γκρεμούς. Τό σαγηνευτικό χαμόγελο τῆς ἐπιτυχίας, ὅλο καί μειώνεται. Καί ἡ φήμη, πού ἔδινε αἴγλη στ' ὄνομά του, ὑποχωρεῖ σταδιακά. Τά στόματα τῶν πολλῶν τόν ἀποκαλοῦν τρελό. Δέν εἶναι, ὅμως, τρελός. Εἶναι ἐξαιρετικά εὐαίσθητος. Ἡ εὐαισθησία του ἐκλαμβάνεται ὡς τρέλα!...
Στά σωθικά του φωλιάζει κρυφά ἡ μελαγχολία καί σχηματίζονται παγόβουνα. Τά σκουλίκια σαπίζουν σιγά - σιγά τό φουντωτό δένδρο μέ τίς φυλλωσιές. Ἡ ὑγεία του κλονίζεται. Τά σμπτώματα παρουσιάζονται τό ἕνα πάνω στό ἄλλο. Διαταράσσεται ἡ ὁμιλία του καί ὁμιλεῖ μέ μεγάλη δυσκολία. Λιγοστεύει ἡ ἔμπνευσή του, στερεύει τό προσωπικό του στοιχεῖο, ἀδυνατίζει ὁ παλμός του. Ἐν τούτοις τό πάθος του τό ἀφήνει ἔξω ἀπό τά γραπτά του.
Μεγαλώνουν συνεχῶς τά τείχια πού τόν κυκλώνουν, τόσο πού νά μήν μπορεῖ νά ἰδεῖ τόν οὐρανό. Μοιάζει μέ πουλί, πού ἔχει κομμένα τά φτερά του. Ἀλυσοδένεται σέ μιά κτάσταση πνευματικοῦ ζόφου, ὅπου ἡ ἀλήθειά του εἶναι ἡ ἀλλοτρίωσή του. Μόνη του ἀνακούφιση τά βιβλία, πού τοῦ χαρίζουν, ἔστω καί γιά λίγο, στιγμές εὐχάριστες. Ἡ ψυχή του παραμένει πάντα ἀνικανοποίητη καί πάντα διψασμένη. Περιπλανιέται μονάχος του μέ τό μαχαίρι τῆς λύπης σφηνωμένο στό στῆθος του καί ψάχνει μιά ὄαση. Παντοῦ σφιχταγκαλιάζεται μέ τήν ἀπελπισία.
Γυρεύει τρόπο νά φυγαδευθεῖ. Δέ βρίσκει, ὅμως, μονοπάτια. Ἀπαντᾶ βάλτους καί γιά νά τους ἀποφύγει αἰωρεῖται στό κενό. Ἡ ψυχή του ἀντί νά ἐλαφρύνει, γεμίζει μέ πιό μεγάλη πίκρα. Νιώθει πώς τό ὄνειρό του διαψεύδεται καί δέν εἶναι ἱκανό νά τόν παρηγορήσει πιά. Ἀκούει καθαρά τό βραχνό τραγούδι τοῦ θανάτου. Ἡ κάθε ματιά του εἶναι ἕνα ἀποχαιρετιστήριο κοίταγμα.
Ἐκεῖνο πού συγκρατεῖ κανείς ἀπό τή συμπεριφορά του, αὐτή τή χρονική περίοδο, εἶναι ἡ ἔντονη κρυψίνοια. Τόν ἀντικρύζεις, τόν ψηλαφεῖς καί ἔχεις τήν παραίσθηση ὅτι δέν τόν εἶδες, δέν τόν ἀκούμπησες. Κλειδώνεται καί περιορίζεται ἀσφυκτικά στόν κόσμο τῶν σημασιῶν του καί τῶν ἀξιῶν του. Χάνεται στήν ἀγχώδη μοναξιά του καί δύσκολα παρουσιάζεται σέ χώρους μέ κόσμο. Ὅταν ἐμφανίζεται, θυμίζει σκιά σιλουέτας, παρά ἀνθρώπινη μορφή. Ὡστόσο καταφεύγει συχνά στή φύση. Στήν ἀγκαλιά της ἀπολαμβάνει μυστικές μουσικές καί δίνει βάθος στίς σκέψεις του. Χαϊδεύει τά δένδρα κι ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι καθένα ἀπό αὐτά τοῦ λέει: Γαλήνη! Γαλήνη! Γαλήνη! Ἠρεμεῖ προσωρινά. Ἀλλά οἱ δικές του ρίζες δέν εἶναι, ὅπως τῶν δένδρων, δυνατά δεμένες μέ τή γῆ.
Ἄν καί ζωντανός, εἶναι πεθαμένος. Μέσα του, δίπλα του, παντοῦ χορεύουν σαπισμένοι σκελετοί. Χοροπηδοῦν τά κόμπλεξ του, πού πηγάζουν ἀπό τό τίποτε καί συνοδοιποροῦν μέ τό τίποτε. Ἡ καταστροφική ἀνυπαρξία καί ἡ ἀπόγνωση, τοῦ σφίγγουν ἀπειλητικά τό λαιμό. Ὁ ἴδιος δολοφονεῖ τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ τόν καταδικάζει σέ μόνιμη ἀνάστερη νυχτιά. Παρ' ὅλα αὐτά ἐξακολουθεῖ νά ψάχνει μέ ἀγωνία ἕνα φῶς, μιά ἡλιαχτίδα. Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως, τοῦ... προσφέρουν ἁπλόχερα τήν κακουργία, τή μιζέρια, τήν ὑποκρισία τους. Ἀπό τήν πολυσύνθετη ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ναούμ ἕνα πράγμα λείπει ὁλοκληρωτικά: δέν εἶναι ἠθοποιός.
Ἡ συμπεριφορά τῶν ἄλλων τοῦ φέρνει στό νοῦ τά δίστιχα: «Ὁ κόσμος τώρα χάλασε, δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη / πρῶτα σοῦ λέει σ' ἀγαπῶ κι ὕστερα σέ προδίνει. Ὅλοι μοῦ κάνουν τόν καλό καί λένε πώς εἶναι φίλοι / κι ἀπό κρυφά μοῦ χύνονται σάν λυσασμένοι σκύλοι. Πολλοί σέ τοῦτον τόν καιρό δείχνουν πώς εἶναι φίλοι / κι ἔχουν φαρμάκι στήν καρδιά καί ζάχαρη στά χείλη». Τοῦ πετοῦν λάσπη, τόν πολεμοῦν μεθοδευμένα καί χυδαία γιά νά τόν σπιλώσουν. Ἀκόμη καί αὐτοί πού θά περίμενε νά τόν στηρίξουν, ἐκδηλώνουν δειλία, ἰδιοτέλεια, μικρόνοια. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τόν συκοφαντοῦν καί μέ ἐμπάθεια διαδίδουν διαστρεβλωμένες πληροφορίες γιά τό ἄτομό του. Ἐπιδιώκουν, ὁπωσδήποτε, νά τόν προσαρμόσουν στή δική τους λογική καί τακτική τῶν συμβιβασμῶν, τῆς συναλλαγῆς, τοῦ δῆθεν. Περιφρονεῖ τόν καθωσπρεπισμό καί δέν ὑποκύπτει, κατά τά φαινόμενα, στίς κοινωνικές κανονικότητες καί συμβατικότητες. Ἕνας φίλος του, τοῦ γράφει: «... ὅσο γιά τούς ἀμφισβητίες μήν τούς δίνεις σημασία, διότι δέν πρέπει νά παλεύεις μέ γουρούνια. Καί σέ κυλοῦν στή λάσπη καί τό ἀπολαμβάνουν...».
Μοναδική σύντροφός του ἡ ἀπογοήτευση. Ἀπό μέσα του ξεπηδοῦν ἀπόνερα μιᾶς βουρκισμένης ἀκαταστασίας. Συγκρουσιακές οἱ καταστάσεις στά «ἔνδον». Καί ὅπως «ἡ σκουριά τρώει τό σίδερο καί τό νερό τήν πέτρα», ἔτσι κι αὐτός συνθλίβεται καί λυώνει στά ἐξουθενωτικά ἀργοκτυπήματα τοῦ ἄγχους. Ἡ εἰκόνα του παραπέμπει σέ ἔρημη προκυμαία, ὅπου ἔχουν ἀπομείνει οἱ ἄναρθρες κραυγές τοῦ πνιγμένου. Πλανιέται μιά πίκρα στήν καρδιά του. Βγάζει ἕναν λυγμό, στέλνει ἕνα σῆμα (δέ γνωρίζει πρός τά πού), σχεδιάζει τό φευγιό του. Κραυγάζει, θέλοντας νά διασώσει, ἀκόμη καί τήν τελευταία στιγμή, τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς του, νά σώσει τό ἀνθρώπινο πρόσωπό του. Ἡ ζωή του εἶναι ἀθροισματικά μιά μοναξιά. Παλαντζάρει ἀνάμεσα στόν σπαραγμό καί στ' ὄνειρο. Σέ ἀναλαμπές αἰσιοδοξίας στοχάζεται πώς δέν πλάστηκε νά στέκεται σέ τόσο χαμηλά ἐπίπεδα. Εἶναι ὄν προνομιοῦχο, προορισμένο γιά ἀνώτερες καταστάσεις. Ρόδο, πού, ἄν καί χτυπημένο ἀπό τήν παγωνιά μαράθηκε, δέν ἔχασε τελείως τή γλύκα του.
Σ' αὐτή τή φάση δέν μπορεῖ, ἐνδεχομένως καί νά μή θέλει νά πάρει τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Δέν ἀκούει τίς ἐλπιδοφόρες φωνές. Δέν βλέπει πουθενά θάλπος. Ἀφήνει νά διεισδύσει στό εἶναι του παγερός χειμερινός ἄνεμος. Ἐγκλωβισμένος σ' ἕνα σκηνικό μαρασμοῦ καί κατάπτωσης, ἐπιζητᾶ τή φαινομενική γαλήνη τῶν τάφων. Θλιμμένος διαρκῶς δέν κατορθώνει μιᾶς ὥρας ἡσυχία. Μιά ἀβάσταχτη θλίψη τοῦ δημιουργεῖ τό κυρίαρχο συναίσθημα τῆς ἧττας. Νικήθηκε κατά κράτος ἀπό τίς ἐπιλογές του. Θρηνεῖ μέ σπαραγμό τήν ἧττα τῶν ἰδανικῶν του. Μέ καταματωμένο τό σῶμα του, βουτᾶ τό ψωμί του στῆς θλίψης τό κρασί. Ἡ καρδιά του πετρώνει καί μετατρέπεται σέ σκληρό γρανίτη. Μέ μηδενισμένο τό «κοντέρ» τῶν προοπτικῶν του, αὐτοεγκαταλείπεται στό χάος. Παραδίδεται στό τίποτε, ἐνῶ κοντά του ὁλολύζουν φαρισαϊκά οἱ εὐπρεπιστές.
Τόν περικυκλώνουν φαντάσματα καμαρωτά, τοῦ μορφάζουν καί τόν ἀπειλοῦν μέ τ' ἄσαρκα δάχτυλά τους. Δέν ἔχει πλέον τή δύναμη νά κυνηγήσει τά φαντάσματα καί νά τά διώξει μακριά. Νά βάλει τόν ἥλιο στή σκοτισμένη, κουρελιασμένη καί καταρακωμένη ψυχή του. Τό τραγικό ἐρώτημα πού τόν ἀπασχολεῖ εἶναι τί τοῦ μένει νά κάνει τώρα, πού τά σύννεφα, ἡ μπόρα καί ἡ χειμωνιά τόν καθήλωσαν. Ἡ ὁριστική ἐκμηδένιση τοῦ φαίνεται ὡς ἡ κατάλληλη λύση. Στ' αὐτιά του βουίζει ἕνα ἀδιάκοπο μοιρολόι, ἕνα θλιβερό τραγούδι θανάτου. Ἐπιθυμεῖ νά ἐξαφανισθεῖ, νά πεθάνει, ὅπως πεθαίνουν τ' ἀνώφελα ἄνθη. Νά τυλιχθεῖ μέ τό μαῦρο σκοτάδι. Ἄλλωστε ἐδῶ καί καιρό βαδίζει στό πυκνό σκοτάδι τῆς ἀβύσσου. Τό τέλος του τό περιμένει. Ἡ αὐτοκαταστροφή του ἔχει συντελεσθεῖ.
Ἡ ἀγάπη κάποιων φίλων του, ἐξορκίζει γιά λίγο τά φαντάσματα πού τόν ἀπειλοῦν. Μά αὐτά ξαναγυρίζουν καί τοῦ ψιθυρίζουν ἀνάλγητα τό «Nev Ermore». Δέν προβάλλει ἀντίσταση στούς σατανικούς ψιθύρους. Μέ τά δικά του χέρια βάζει μπουρλότο στήν ἐλπίδα καί ἀνατινάσσει τό παρόν καί τό μέλλον του. Παρακμιακός, τσαλακωμένος καί μέ θολωμένο καί δηλητηριασμένο μυαλό, παραπαίει.
Μόλις συνέρχεται κάπως ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι κολλημένος σέ μιά σήραγγα, ὅπου ἀσφυκτιᾶ ἀπό τήν ἔλλειψη ἀέρα. Ἀσθμαίνοντας ἀγωνίζεται νά προχωρήσει. Στό βάθος, κάπου μακριά, λάμπει ἕνα φῶς. Βηματίζει τρικλίζοντας πρός αὐτό. Φθάνουν στ' αὐτιά του ἀγκομαχητά καί καταλαβαίνει ὅτι εἶναι τά δικά του. Θεέ μου, προσεύχεται, λυπήσου με καί βοήθησέ με νά πλησιάσω τό φῶς. Ὁ φάρος τοῦ Θεοῦ, πού μέχρι τώρα ἦταν σβησμένος στήν ψυχή του, ζωογονεῖται. Ὁ Ναούμ δέχεται ἀνακουφισμένος τό φῶς πού χύνει ἄπλετο ἡ πίστη. Στρέφει, ἐπιτέλους, ὀρθάνοιχτα τά μάτια του στόν οὐρανό. Τό κίνημα τῆς ἐπιστροφῆς στό Θεό εἶναι ἡ μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας του. Καί τό κάνει. Εἶναι κίνημα ψυχικῆς εὐρωστίας, εὐφροσύνης.
Τό κατάντημά του, τοῦ ξυπνᾶ ὑπολανθάνουσες δυνάμεις. Σάν ἀστραπή ἀνακαλύπτει ἀκαριαία τό δρόμο τῆς διαφυγῆς, τή μεγαλοσήμαντη φωνή τῶν πραγμάτων. Ἀποφασίζει νά φτερουγίσει πρός τ' ἀνοιχτά ψηλώματα τῆς φωτοπλημμύριστης αὐγῆς, γιά νά ἀποφύγει τό κύλισμα στό βοῦρκο. Νά ἐνδυθεῖ λευκά ἱμάτια, γιά νά κρύψει τήν αἰσχύνη τῆς γύμνιας του. Νά ρίξει κολλύριο στά μάτια του, γιά νά ἀναβλέψει. Ἐπισημαίνοντας τά λάθη πού ἔκανε, πονᾶ καί κάποιες φορές ξεπηδοῦν καί δάκρυα. Ἀκολουθεῖ πλέον πορεία μετάνοιας, πού τή σταθεροποιεῖ μέ τόν ἔλεγχο, κυρίως, τῆς συνείδησής του. Συνῆλθε. Ἦλθε στόν ἑαυτό του. Σιχάθηκε τά σφάλματά του. Σταματᾶ νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς ἐπικρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Οἱ φαρισαῖοι οὔτε ἔλειψαν οὔτε θά λείψουν ἀπό κάθε ἐποχή. Θά ὑπάρχουν πάντα. Καί ἐνίοτε θά... μεγαλουργοῦν. Τούς παρατάει αὐτούς. Καί πιάνεται ἀπό ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. Ἀπό ἐκείνους πού συλλογίζονται πώς «ὅσο ἄθλιος κι ἄν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, μένει πάντα συνάνθρωπός μας».
Ἡ περιπέτειά του τόν δίδαξε. Ἔμαθε νά ὑποφέρει. Ἔμαθε νά μή φοβᾶται νά βγαίνει ἔξω. Ἔμαθε νά ὀνειρεύεται ὅτι θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς προσωπικούς του ἐφιάλτες. Ἔμαθε νά χαίρεται ὅταν μιά μέρα ξημερώνει. Ἔμαθε νά περιμένει ἕνα καλύτερο αὔριο. Ἔμαθε νά ὑπομένει χωρίς γογγυσμούς καί ἀναστεναγμούς. Ἔμαθε νά μήν ὑπολογίζει τήν κακότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἔμαθε νά μήν ξεχνάει νά ἐλπίζει. Ἔμαθε... Ἔμαθε; Δέν ξέρει ἄν θυμᾶται τό παρελθόν του ἤ ἄν ὀνειρεύεται τό μέλλον του.
ΤΟ... ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ
Reviewed by thespro.gr
on
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2014
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: