ΟΥΤΕ ΟΙΚΤΟΣ ΠΙΑ - ΞΕΠΕΡΑΣΕΣ ΟΛΑ ΤΑ ΟΡΙΑ
ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΑΛΛΟΥΣ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΣΟΥ
Μετά το ανεξέλεγκτο βοθροξεθυμανιό σου, φίλε μου, ας με
συγχωρέσει ο Θεός, δεν αξίζεις πια ούτε τη δική μου λύπηση. Τόβαλες,
αμέτι-μουχαμέτι, να πάρεις στο λαιμό σου ανύποπτους συνανθρώπους σου.
Κάτι τέτοιο, δεν δικαιούμαι να το επιτρέψω. Η τηλεφωνική μας
επικοινωνία, που αναγκάστηκα να τη διακόψω βίαια και απολίτιστα, κάτι που δεν
ταιριάζει στον χαρακτήρα μου, είναι,
ασφαλώς, και η τελευταία.
Δεν σου επιτρέπω πια ούτε τηλεφωνικά να επικοινωνήσεις μαζί
μου.
Ομολογώ πως είχα αποφασίσει να σε ξεμπροστιάσω, σε σημείο,
που δεν θα είχες πού να κρυφτείς, για το υπόλοιπο της ζωής σου.
Όμως, την τελευταία στιγμή, διάβασα στο διαδίκτυο ένα
κείμενο, σκληρό, που και μένα με πόνεσε, γιατί υποψιάζομαι πως γράφτηκε για την
αφεντιά σου.
Έκανα πίσω, βλέπεις μου είναι δύσκολο να απαλλαγώ από το
γνωστό σύνδρομο της φιλίας μου προς το πρόσωπό σου, αλλά και εκείνο της εσαεί
προστασίας σου, για να σου δώσω μια ευκαιρία, να αποδείξεις πως το κείμενο αυτό
δεν σχετίζεται με σένα. Ξέρεις πόσες φορές σου έχω αφηγηθεί την ιστορία του
μαθητή του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου, μα εσύ την αγνόησες.
Ας σου τη θυμίσω για μια ακόμη φορά, αν και φοβάμαι πως δεν
είσαι, πια, σε θέση να αντιληφθείς τίποτε:
«Ήταν κάποτε ένας μαθητής κάποιου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου,
που ο δάσκαλός του, του επέβαλε επί τρία χρόνια να δίνει χρήματα σε όποιον τον
πρόσβαλε.
Όταν έληξε αυτή η περίοδος δοκιμασίας, ο δάσκαλος του είπε:
«Τώρα μπορείς να μπεις στην Αθήνα και να σπουδάσεις φιλοσοφία».
Καθώς ο μαθητής έμπαινε στην Αθήνα συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο, που καθόταν μπροστά στην πύλη και πρόσβαλε όποιον έφευγε και όποιον ερχόταν.
Αυτός φυσικά προσέβαλε και τον μαθητή ο οποίος όμως ξέσπασε σε γέλια.
«Γιατί γελάς ενώ εγώ σε προσβάλλω;» ρώτησε ο σοφός άνθρωπος.
«Γιατί…..» είπε ο μαθητής « επί τρία χρόνια εγώ πλήρωνα για κάτι τέτοιο και τώρα εσύ μου το προσφέρεις δωρεάν».
«Μπες στην πόλη» είπε ο σοφός άνθρωπος «είναι όλη δικήσου….».
Τα πάντα είναι θέμα προοπτικής.
Μια διαφορετική γωνία παρατήρησης, αλλάζει το όλο σκηνικό.
Όταν δονείσαι σε διαφορετική συχνότητα από κείνον που
σε προσβάλει,
σε υποτιμά,
σε προκαλεί με κάθε τρόπο,
τίποτα από όσα σου εκπέμπει δε μπορεί να σε αγγίξει.
Η μεγαλύτερη προστασία
από την αρνητικότητα κάθε είδους
είναι
το να δονείσαι σε διαφορετική συχνότητα».
Όταν έληξε αυτή η περίοδος δοκιμασίας, ο δάσκαλος του είπε:
«Τώρα μπορείς να μπεις στην Αθήνα και να σπουδάσεις φιλοσοφία».
Καθώς ο μαθητής έμπαινε στην Αθήνα συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο, που καθόταν μπροστά στην πύλη και πρόσβαλε όποιον έφευγε και όποιον ερχόταν.
Αυτός φυσικά προσέβαλε και τον μαθητή ο οποίος όμως ξέσπασε σε γέλια.
«Γιατί γελάς ενώ εγώ σε προσβάλλω;» ρώτησε ο σοφός άνθρωπος.
«Γιατί…..» είπε ο μαθητής « επί τρία χρόνια εγώ πλήρωνα για κάτι τέτοιο και τώρα εσύ μου το προσφέρεις δωρεάν».
«Μπες στην πόλη» είπε ο σοφός άνθρωπος «είναι όλη δικήσου….».
Τα πάντα είναι θέμα προοπτικής.
Μια διαφορετική γωνία παρατήρησης, αλλάζει το όλο σκηνικό.
Όταν δονείσαι σε διαφορετική συχνότητα από κείνον που
σε προσβάλει,
σε υποτιμά,
σε προκαλεί με κάθε τρόπο,
τίποτα από όσα σου εκπέμπει δε μπορεί να σε αγγίξει.
Η μεγαλύτερη προστασία
από την αρνητικότητα κάθε είδους
είναι
το να δονείσαι σε διαφορετική συχνότητα».
Σε κάθε περίπτωση, θα χαρώ, ειλικρινά, αν δώσεις την
ευκαιρία, να μας πείσεις ότι το κείμενο του διαδικτύου, δεν σε αφορά και ούτε
σε αγγίζει.
Για να μην ψάχνεσαι, διάβασέ το εδώ:
«Μπανταλός; ε;;; α;;; (πως, ορίστε;)
Αν και πολύγλωσσος ων λέω για μια και φορά να επιστρέψω στις
ρίζες μου και θα θυμηθώ τα νιάτα μου στο χωριό, όπου έζησα σαν «παγουράς» μέχρι
τα 18 μου χρόνια!! Μετά, τι να κάνουμε, μερικούς μας έταξε η μοίρα να είμαστε
μονίμως «ξένοι», στον τόπο μας, μετά από 30 χρόνια που υπηρεσίας σε όλα τα
χωριά και τις κωμοπόλεις της Πατρίδας. Άλλοι δεν πρόκαμαν και έφυγαν νωρίς, ή
μάλλον τους έδιωξαν κακήν κακώς!
-«Τι χαλεύεις εδώ στον τόπο μου», μου είπε και με χούγιαξε ο γιωτάς! Με γκαιντάρισε λίγο άγρια σαν γρεντζούνι (σαν καλικάντζαρος) η ζιάπα (ο άσχημος βάτραχος) και φώναξε!
-«Βάγειρε (φύγε) κι άχνα μη βγάλεις»!
Α ωρε; (σοβαρά;;;) Με απείλησε ο ντάτσκος (ο χωριάτης); Αυτός ορέ που τόχει ντιπ χαμένο, ο ζουρλός; Έτσι που κάνει σαν μαξιουμι (μικρό παιδί) σκέφτηκα ότι σιούρησε ο σιούτος (ο ανήμπορος)!
Τώρα άμα σε πει μπανταλό (χαζό) ο ζουρλός πιάνεται; Εγώ τι να κάνω τώρα; Να σκιαχτώ ή τα πήρε τα χάπια τ; Να του παίξου μούκας (αμίλητος- σιωπηλός) μην είναι θκοτ (δικό του) ετούτο το μαντρί ή να βάλω το σκουγμό (κλάματα) σαν να σκιάζομαι και να κάνω χαβαλέ ο μπανταλός;
Μπα π' να σ' ειχε βαρέσ' το τσιόκαλο ορέ χουριάτ νταβραντζμένε!
Είναι και γκασμάς (εκτός πραγματικότητας) το ξουπαρμένο το γκαφάλι (χαμένο κορμί) κι άμα τον πετύχω πθενα θα αρχίσει να γκυλιέται και να σβαρνιέται καταγής σαν το κοκόρι που το σφαζνε για να κάνει αντράλα και να γλυτώσει το μούτεμα!! Θυμάστε τότες που τον ζιάπωσαν (συνέλαβαν) οι λιμενικοί τη ζιάπα (τον βάτραχο); Ξέρετε πως έκανε ο κλασομπανιέρας (φοβητσιάρης); Ζβαρνιόταν λες κι τον μούτεψαν στο ξύλο και τούφυγε η μαγκιά στο λεπτό. Δε με στρέει (συμφέρει) έτσι είπε. Ε ρε καφταν μερεμετ (χοντρό ξύλο) που του χρειάζονταν! Αλλά σκιαχκαν (φοβήθηκαν) οι ανθρώποι μη ζαβλακωθεί (μη το χάσει) κι άλλο και δεν τον περίλαβαν.
Το κλαπέτο (μυαλό) τουχει βαγείρει (φύγει) από καιρό και τον έχει κόψει τον άλσο αλλά και πάλι δεν κοτάει (τολμάει) να σιμώσει. Άσε που άμα τον γλιεπεις (βλέπεις) να κουσιεύει (τρέχει) λες: που γκιορεύει (γυρνάει στα χαμένα), που γκιζεράει, που αρεντεύει (γυρνάει άσκοπα) και που παένει (πηγαίνει) έτσι ζβάρα, ο τζερεμές ο ζουμπάς; Για βρούβες (στα χαμένα) παένει;
Αμ εκείνο το ματ (μάτι); Άμα σε κοζιάρει (δει), σε γκαιντάρει (κοιτάξει επίμονα) και λες ντενουάρ τον μάζωξε πάλι (πολλά νεύρα έχει ή πήρε ανάποδες) ή μονίμως έτσι τηράει ο σαλαισμένος (αυτός που τάχει χαμένα); Λες κι είναι κόκαλο (μεθυσμένος), ντιπ φλοέρας (τελείως σουρωμένος), λες και τ πήρες τίποτα θκοτ (δικό του) κάνει!
Όταν ήταν μεγάλος κι τρανός μπέχο (τζάμπα) την έβγαζε παντού ου τζες (ο μάγκας). Ψίχα ντροπή δεν είχε! Δε ματσιάλησε (μασούλησε) λέει, κι η βλιώρα (βρώμα) δεν τον ακούμπησε. Εεεε! Τσώπα! Μας ακούν! Γρι (χαμπάρι) δεν πήραμαν νομίζεις; Μπιτ (τελείως) χαζούς μας περνάς; Πρώτα σ' βγαίν' η ψχή και μετά το χούι.
Ζάρκος (γυμνός) ντιπ μπλέτς (ολόγυμνος) ήσουνα είπαν και τώρα τον έμασες τον μπερντέ. Ε, ε, ε! (Εντάξει)! Μπιστόβλιακος (λαίμαργος) δεν ήσουνα ντιπ για ντιπ (τελείως τελείως) αλλά ξεχνάς πότε στανιάρησες (πήρες τα πάνω σου) και γίνηκες με έχος (περιουσία). Δεν είπαμαν ότι χλαπάκιασες (καταβρόχθισες) τον αγλέουρα αλλά μη μας φλομώνεις με παντζιάρια και τριάρια (με κατασκευάσματα της φαντασίας και ψέματα) ότι έφκες γκαβός ορε τζιαμπούνα (άφραγκος μωρέ φωνακλά)! Ταγάρας δεν είσαι και σ κόβει η γκλάβα (το μυαλό)! Στο κάτω κάτω θα μου πεις, άμα δεν ξέρεις να τσιαλεύεις ψίχα στη ζούλα (να τα μαζεύεις λίγο διακριτικά) κάτσε σπίτι.
Υ.Σ
1. Τα ε; και α; στην αρχή είναι επιφωνήματα στα Γιαννιώτικα που σημαίνουν «συγνώμη δε κατάλαβα; ορίστε; πως είπατε;»
2. Παρεμπιπτόντως το κείμενο το μετέφρασα «κάπως» και στα «Ελληνικά» μήπως και το καταλάβει ο αποδέκτης!!! Μπορώ να το μεταφράσω ακόμη και στα Αγγλικά και στα Ιταλικά και στα Αλβανικά!! Εκεί σταματάνε οι γνώσεις μου!!! Αλλά μπα!!! Δώρον άδωρον θα ήταν!!! Οι γνώσεις του ούτε για την Ελληνική δεν επαρκούν!!!
Αφιερωμένο εξαιρετικά σε κάποιον που πρόσφατα με αποκάλεσε «μπανταλό»!!
Κωστάρας Σταύρος»
-«Τι χαλεύεις εδώ στον τόπο μου», μου είπε και με χούγιαξε ο γιωτάς! Με γκαιντάρισε λίγο άγρια σαν γρεντζούνι (σαν καλικάντζαρος) η ζιάπα (ο άσχημος βάτραχος) και φώναξε!
-«Βάγειρε (φύγε) κι άχνα μη βγάλεις»!
Α ωρε; (σοβαρά;;;) Με απείλησε ο ντάτσκος (ο χωριάτης); Αυτός ορέ που τόχει ντιπ χαμένο, ο ζουρλός; Έτσι που κάνει σαν μαξιουμι (μικρό παιδί) σκέφτηκα ότι σιούρησε ο σιούτος (ο ανήμπορος)!
Τώρα άμα σε πει μπανταλό (χαζό) ο ζουρλός πιάνεται; Εγώ τι να κάνω τώρα; Να σκιαχτώ ή τα πήρε τα χάπια τ; Να του παίξου μούκας (αμίλητος- σιωπηλός) μην είναι θκοτ (δικό του) ετούτο το μαντρί ή να βάλω το σκουγμό (κλάματα) σαν να σκιάζομαι και να κάνω χαβαλέ ο μπανταλός;
Μπα π' να σ' ειχε βαρέσ' το τσιόκαλο ορέ χουριάτ νταβραντζμένε!
Είναι και γκασμάς (εκτός πραγματικότητας) το ξουπαρμένο το γκαφάλι (χαμένο κορμί) κι άμα τον πετύχω πθενα θα αρχίσει να γκυλιέται και να σβαρνιέται καταγής σαν το κοκόρι που το σφαζνε για να κάνει αντράλα και να γλυτώσει το μούτεμα!! Θυμάστε τότες που τον ζιάπωσαν (συνέλαβαν) οι λιμενικοί τη ζιάπα (τον βάτραχο); Ξέρετε πως έκανε ο κλασομπανιέρας (φοβητσιάρης); Ζβαρνιόταν λες κι τον μούτεψαν στο ξύλο και τούφυγε η μαγκιά στο λεπτό. Δε με στρέει (συμφέρει) έτσι είπε. Ε ρε καφταν μερεμετ (χοντρό ξύλο) που του χρειάζονταν! Αλλά σκιαχκαν (φοβήθηκαν) οι ανθρώποι μη ζαβλακωθεί (μη το χάσει) κι άλλο και δεν τον περίλαβαν.
Το κλαπέτο (μυαλό) τουχει βαγείρει (φύγει) από καιρό και τον έχει κόψει τον άλσο αλλά και πάλι δεν κοτάει (τολμάει) να σιμώσει. Άσε που άμα τον γλιεπεις (βλέπεις) να κουσιεύει (τρέχει) λες: που γκιορεύει (γυρνάει στα χαμένα), που γκιζεράει, που αρεντεύει (γυρνάει άσκοπα) και που παένει (πηγαίνει) έτσι ζβάρα, ο τζερεμές ο ζουμπάς; Για βρούβες (στα χαμένα) παένει;
Αμ εκείνο το ματ (μάτι); Άμα σε κοζιάρει (δει), σε γκαιντάρει (κοιτάξει επίμονα) και λες ντενουάρ τον μάζωξε πάλι (πολλά νεύρα έχει ή πήρε ανάποδες) ή μονίμως έτσι τηράει ο σαλαισμένος (αυτός που τάχει χαμένα); Λες κι είναι κόκαλο (μεθυσμένος), ντιπ φλοέρας (τελείως σουρωμένος), λες και τ πήρες τίποτα θκοτ (δικό του) κάνει!
Όταν ήταν μεγάλος κι τρανός μπέχο (τζάμπα) την έβγαζε παντού ου τζες (ο μάγκας). Ψίχα ντροπή δεν είχε! Δε ματσιάλησε (μασούλησε) λέει, κι η βλιώρα (βρώμα) δεν τον ακούμπησε. Εεεε! Τσώπα! Μας ακούν! Γρι (χαμπάρι) δεν πήραμαν νομίζεις; Μπιτ (τελείως) χαζούς μας περνάς; Πρώτα σ' βγαίν' η ψχή και μετά το χούι.
Ζάρκος (γυμνός) ντιπ μπλέτς (ολόγυμνος) ήσουνα είπαν και τώρα τον έμασες τον μπερντέ. Ε, ε, ε! (Εντάξει)! Μπιστόβλιακος (λαίμαργος) δεν ήσουνα ντιπ για ντιπ (τελείως τελείως) αλλά ξεχνάς πότε στανιάρησες (πήρες τα πάνω σου) και γίνηκες με έχος (περιουσία). Δεν είπαμαν ότι χλαπάκιασες (καταβρόχθισες) τον αγλέουρα αλλά μη μας φλομώνεις με παντζιάρια και τριάρια (με κατασκευάσματα της φαντασίας και ψέματα) ότι έφκες γκαβός ορε τζιαμπούνα (άφραγκος μωρέ φωνακλά)! Ταγάρας δεν είσαι και σ κόβει η γκλάβα (το μυαλό)! Στο κάτω κάτω θα μου πεις, άμα δεν ξέρεις να τσιαλεύεις ψίχα στη ζούλα (να τα μαζεύεις λίγο διακριτικά) κάτσε σπίτι.
Υ.Σ
1. Τα ε; και α; στην αρχή είναι επιφωνήματα στα Γιαννιώτικα που σημαίνουν «συγνώμη δε κατάλαβα; ορίστε; πως είπατε;»
2. Παρεμπιπτόντως το κείμενο το μετέφρασα «κάπως» και στα «Ελληνικά» μήπως και το καταλάβει ο αποδέκτης!!! Μπορώ να το μεταφράσω ακόμη και στα Αγγλικά και στα Ιταλικά και στα Αλβανικά!! Εκεί σταματάνε οι γνώσεις μου!!! Αλλά μπα!!! Δώρον άδωρον θα ήταν!!! Οι γνώσεις του ούτε για την Ελληνική δεν επαρκούν!!!
Αφιερωμένο εξαιρετικά σε κάποιον που πρόσφατα με αποκάλεσε «μπανταλό»!!
Κωστάρας Σταύρος»
Όσο για την προθεσμία που έχεις, λυπάμαι, αλλά δεν σου
μένουν παρά λίγα 24ωρα.
ΟΥΤΕ ΟΙΚΤΟΣ ΠΙΑ - ΞΕΠΕΡΑΣΕΣ ΟΛΑ ΤΑ ΟΡΙΑ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΑΛΛΟΥΣ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΣΟΥ
Reviewed by thespro.gr
on
Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2014
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: